Θυμάσαι άραγε πως μοιάζουν τα πρώιμα τριαντάφυλλα,
νωρίς το πρωί, όταν τα βλέπεις πριν απʼ όλους,
το βιός μας γύρω, οι εσχατιές γαλανές
και κανείς την αμαρτία δε τη θέλει.
Την πρώτη μέρα, σηκωθήκαμε
από τα χέρια του Θεού, όπου ʽχαμε κοιμηθεί –
τόσο πολύ – που δεν μπορώ να ξέρω•
τα περασμένα γίνηκαν παλιά,
και ότι υπήρξε ήταν πολύ λίγο, –
τώρα, όμως, θα πρέπει να κινήσουμε ξανά.
νωρίς το πρωί, όταν τα βλέπεις πριν απʼ όλους,
το βιός μας γύρω, οι εσχατιές γαλανές
και κανείς την αμαρτία δε τη θέλει.
Την πρώτη μέρα, σηκωθήκαμε
από τα χέρια του Θεού, όπου ʽχαμε κοιμηθεί –
τόσο πολύ – που δεν μπορώ να ξέρω•
τα περασμένα γίνηκαν παλιά,
και ότι υπήρξε ήταν πολύ λίγο, –
τώρα, όμως, θα πρέπει να κινήσουμε ξανά.
Τι μέλλει; Μην ανησυχείς,
τον χαμό μην το φοβάσαι,
αφού ο θάνατος είναι απλά η πρόφαση•
τι άλλο γιʼ απάντηση θέλεις;
θα έρθουν νύχτες, γεμάτες καλοκαίρι
και μέρες λαμπερού φωτός
θα ζούμε εμείς, θα ζει και ο θεός.
6 Δεκεμβρίου 1900
τον χαμό μην το φοβάσαι,
αφού ο θάνατος είναι απλά η πρόφαση•
τι άλλο γιʼ απάντηση θέλεις;
θα έρθουν νύχτες, γεμάτες καλοκαίρι
και μέρες λαμπερού φωτός
θα ζούμε εμείς, θα ζει και ο θεός.
6 Δεκεμβρίου 1900
~
Μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Το ποίημα, αποτελεί μέρος μίας σειράς ποιημάτων (έξι στο σύνολο)
που είχε γράψει ο ποιητής, για την Λου Αντρέας - Σαλομέ
πηγή
που είχε γράψει ο ποιητής, για την Λου Αντρέας - Σαλομέ
πηγή