ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο ΑΕΡΑΣ φύσαγε σα γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’
ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον
κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθι-
νόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτια
αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην πο-
διά του βουνού, απ’ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετά-
νιωσαν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη.
Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη;
Για να λέμε όμως την αλήθεια, το κρύο δεν είχε λόγο
να κοπιάσει τόσο νωρίς. Ούτε κι ο Καζαμίας συμφωνούσε
μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν τα
Ο ΑΕΡΑΣ φύσαγε σα γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’
ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον
κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθι-
νόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτια
αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην πο-
διά του βουνού, απ’ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετά-
νιωσαν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη.
Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη;
Για να λέμε όμως την αλήθεια, το κρύο δεν είχε λόγο
να κοπιάσει τόσο νωρίς. Ούτε κι ο Καζαμίας συμφωνούσε
μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν τα
ποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι χειμωνιάτικες
δουλειές του αέρα. Μα το Σεπτέμβρη μήνα δε γίνονται
αυτά τα καμώματα. Οι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί.
Μυρίζουν ώριμα φρούτα. Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους,
πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια.
Να, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει από-
ψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί
κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι.
Τ’ όνομά του Μέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς
δεν το ρωτάει. Τώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις
ακακίες που σκίζει την πόλη στα δυο. Είναι καλοφκιαγ-
μένος δρόμος. Τα καλοκαίρια μοσκοβολάει δυνατά απ’
τη δεντροστοιχία και τα περβόλια που απλώνονται πλάι
του. Κάθε Κυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ’ ένα τρύπιο
βαρέλι που το φορτώνουν σ’ ένα δίτροχο, για να μη σκο-
νίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Καλή συνήθεια...
Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην έβγαιναν πε-
ρίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος
χωρίς κορίτσια;
Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου
αντάμωναν ο δρόμος με τον ποταμό και κάνανε σταυρό.
Από δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους μαχαλά-
δες. Απ’ αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλια του τρέ-
μουνε απ’ το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάμι από αύριο
θα μπει στη μικρή του ζωή.
Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις μικρές λεύκες,
που ζώνουνε τον αυλόγυρο του σκολειού. Κυλά και φέρνει
γύρω το κάτασπρο χτίριο και το τυλίγει σα νερογάλαζη
φασκιά. Από δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή του, οι
δυο κολόνες που στέκονται ολόρθες μπροστά στην πόρτα
του, τα φαρδιά του παράθυρα. Όμορφα που θα είναι εκεί
μέσα από αύριο... Τα παιδιά θα μπορούν να ’χουνε από
ένα κασκέτο με κουκουβάγια στο κεφάλι και να μιλούν
μεγαλίστικα.
Το σκολειό αυτό ήταν ολόιδιο με τ’ όνειρό του. Έτσι
άσπριζαν οι τοίχοι του κι έτσι έφεγγαν τα παράθυρά του
τις νύχτες της μοναξιάς. Έτσι φαίνονταν απ’ το χορτα-
ρένιο στρώμα του...
Ποιο ήταν αυτό το αγόρι; Μα ποιο άλλο; Ο Κρηφ.
Είχε ακόμα στη γλώσσα του τη στυφάδα της μοναξιάς,
όπως του την πότισαν οι σελίδες ενός άλλου βιβλίου που
τώρα πια έμεινε πίσω. «Συννεφιάζει»... Ο Κρηφ είναι τώ-
ρα μεγάλος. Σε λίγο θα γιομίσουν τα μάγουλά του χνού-
δι. Τρία σωστά χρόνια πέρασαν από τότε. Και το παιδί
ψήλωσε, ψήλωσε και χλώμιανε κι άλλο, μα δε βάρυνε.
Βασανίστηκε κι άλλο, μα δε γλυκάθηκε. Όλα αυτά τα
χρόνια ψαχούλεψε να βρει λίγη ζεστασιά. Πλήρωσε για
το ψωμί του άγουρο ιδρό που ακόμα μύριζε γάλα. Να
ποιο ήταν το αγόρι. Ο Κρηφ του παλιού βιβλίου που δε
βρήκε το χωριό με τα χαρούμενα παιδιά γιατί τα σύννε-
φα που κυνηγούσε ήταν λυτά και φεύγανε.
Τι έκανε, λοιπόν, όλα τούτα τα χρόνια; Τίποτα. Μά-
ζευε γνώση και φαρμάκι. Ήθελε να είναι καλός και δεν
ήξερε. Ήθελε να γυρέψει το Μάικωβο, μα το γέλασαν οι
δρόμοι. Τι, λοιπόν, να κάνει; Μια μέρα κάθισε και παί-
δεψε το κεφάλι του. Το ’βαλε κάτω και το παίδεψε, το
’πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο
τέλος το βρήκε: θα ’πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε
να μάθει από κει αυτά που του ’κρυβαν οι μεγάλοι πίσω
απ’ τα μουστάκια τους. Θα ’πιανε αγάπες με τις ζουγρα-
φιές, με τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτι-
νοι «παππούδες», που κάθονται στα γόνατά σου και σου
λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.
Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρ-
τοπουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανέναν
μπάρμπα απ’ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και
πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια
μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του ’βαλε
στη χούφτα κάνα δυο μεταλλίκια και «σε παρακαλώ»,
του λέει, «αν βρεις εκεί που πας κανένα βιβλίο που να
λέει καλές ιστορίες, πάρ’ το μου.
Ε; Πολύ θα σε περικα-
λέσω, όμως...».
Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του,
τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να
δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μου-
στάκια του... και του τα ’δωσε πίσω. «Πάρ’ τα, του λέει.
Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια... μου τα λες και μέ-
να και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα
αυτί. Ε;...» Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα
γέλια... «Άιντε, άιντε... Σύχασε..., είπε. Δε σου παίρνω
αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;»
Σε τρεις μέρες του ’φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό
απ’ το βαγγέλιο, και του το ’δωσε. «Το πασπάτεψα από
παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ’ το
συ, μην πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε».
Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σα μικρό σπιτάκι.
Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού,
έλεγε το ξώφυλλό του.
Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μού-
τρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα.
Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιά-
βαζε, και το ’μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του
το ’χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του.
Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε
την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλ-
λα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος
για κείνο το παραπαίδι, σ’ όλα τα σπίτια. Το ’μαθε κι ο
δάσκαλος, και μια μέρα τού παράγγειλε να πάει να τον
δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
— Α, έλα δω..., του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που
λες τα παραμύθια;
—
Δε φταίω γω..., έκανε το παιδί.
—
Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά καμωμένα είν’
αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε
να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ’ αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ’ αγαπούσε! Μα υπήρχαν
πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μά-
θαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας,
μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να
βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ’ αγαπούσε
λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ δάσκαλε! Μα πόσα
κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα
σκολειά σ’ αυτόν τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας.
Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να
πάει; Εδώ ή εκεί;
Πάει, λοιπόν, με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα,
που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το
μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια... Σκοπεύει, σα
θα μαζέψει κάμποσα, να πάει στο δάσκαλο και να του
πει: «Να, πάρε, και δώσ’ μου γράμματα, γράμματα κα-
λά όμως, του σκολειού...». Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε
θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι
είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.
Και τώρα, να, ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η κα-
λή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος
αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του.
Ώρα ήταν, λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το
κουνάει.
λέσω, όμως...».
Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του,
τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να
δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μου-
στάκια του... και του τα ’δωσε πίσω. «Πάρ’ τα, του λέει.
Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια... μου τα λες και μέ-
να και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα
αυτί. Ε;...» Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα
γέλια... «Άιντε, άιντε... Σύχασε..., είπε. Δε σου παίρνω
αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;»
Σε τρεις μέρες του ’φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό
απ’ το βαγγέλιο, και του το ’δωσε. «Το πασπάτεψα από
παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ’ το
συ, μην πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε».
Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σα μικρό σπιτάκι.
Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού,
έλεγε το ξώφυλλό του.
Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μού-
τρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα.
Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιά-
βαζε, και το ’μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του
το ’χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του.
Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε
την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.
Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλ-
λα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος
για κείνο το παραπαίδι, σ’ όλα τα σπίτια. Το ’μαθε κι ο
δάσκαλος, και μια μέρα τού παράγγειλε να πάει να τον
δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.
— Α, έλα δω..., του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που
λες τα παραμύθια;
—
Δε φταίω γω..., έκανε το παιδί.
—
Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά καμωμένα είν’
αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε
να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ’ αγαπάς;
Γράμματα του σκολειού! Αν τ’ αγαπούσε! Μα υπήρχαν
πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μά-
θαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας,
μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να
βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ’ αγαπούσε
λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ δάσκαλε! Μα πόσα
κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα
σκολειά σ’ αυτόν τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας.
Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να
πάει; Εδώ ή εκεί;
Πάει, λοιπόν, με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα,
που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το
μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια... Σκοπεύει, σα
θα μαζέψει κάμποσα, να πάει στο δάσκαλο και να του
πει: «Να, πάρε, και δώσ’ μου γράμματα, γράμματα κα-
λά όμως, του σκολειού...». Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε
θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι
είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.
Και τώρα, να, ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η κα-
λή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος
αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του.
Ώρα ήταν, λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το
κουνάει.
— Τ’ είν’ αυτό; ρωτά ο δάσκαλος.
— Χρήματα.
— Πού τα ’βρες;
— Τα κέρδισα.
— Και γιατί τα κουνάς;
— Είναι για γράμματα. Μα δεν είναι πολλά. Άμα τα
κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί
να γίνει αυτό, κυρ δάσκαλε;
— Αν μπορεί;...
Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώ-
ξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα
μάτια.
— Λοιπόν..., πήγε να του πει.
Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σα
βραχνή.
— Άσ’ τα... Άσ’ τα εκεί, είπε, και πήγαινε... Αύριο, που
θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα..., του λέει.
— Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρ-
τιά, μολύβια;
— Όχι, όχι, καλό μου παιδί... Πώς είναι τ’ όνομά σου;
— Μέλιος.
— Όχι, Μέλιο.
Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλ-
λαγμένη και πιο βραχνή.
Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη
του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το
δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ’ το παράθυρο, σα να
ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούριος κόσμος και
πάσκιζε να τον μάθει.
Απ’ τ’ άλλο βράδυ άρχισε να πηγαίνει. Σα συγύριζε
τα βόδια και τα πότιζε και τα πάχνιζε, έχυνε στο κεφάλι
του ένα μαστραπά νερό, σφουγγιζότανε, έχωνε στον κόρ-
φο του τα χαρτιά του και κλεφτά κλεφτά τρύπωνε στο
σπίτι του δάσκαλου. Τα ’χανε συμφωνήσει οι δυο τους,
να μη μαθευτεί το μυστικό τους πουθενά.
Μα μια νύχτα, καθώς έσπρωχνε την πόρτα του αχερώνα
να βγει στο πατάρι για να κοιμηθεί, είδε το λυχνάρι του
αναμμένο. Ποιος ήταν; Το παιδί βάδισε στα νύχια. Ανέ-
βηκε τα λίγα σκαλιά...
— Έλα δω, ακούει μια χοντρή φωνή.
Πριονιά πέρασε απ’ τα γόνατα του Μέλιου. Εκεί στο
κατωμέντερο, με τα πόδια σταυρωτά και την τσιμπούκα
χωμένη στα μουστάκια, τον καρτερούσε τ’ αφεντικό του.
— Έλα δω..., του ξανακάνει. Για ζύγωσε. Κάτσε. Πού
τριγυρίζεις εσύ νυχτιάτικα;
Το παιδί έτρεμε.
— Κι αφήνεις και την πόρτα του αχουριού ανοιχτή. Για-
τί το κάνεις;
— Για να μη... Για να μην κάνω σαματά και ξυπνάτε,
του λέει το παιδί.
— Κι αν μας κλέψουνε τα ζα; Ε; Μπορείς να μου
απαντήσεις εδώ; Αν έρθουν, προκομμένε μου, και μας
κλέψουν τα ζα, από ποιον θα τα γυρέψω; Ε;
— Εγώ..., κάνει το παιδί.
— Εσύ; Να ένας πλούσιος! Και με τι θα τα πλερώσεις;
Ε; Μπορείς μια στιγμούλα να μας το πεις κι αυτό;
— Δεν τα κλέβουνε..., τόλμησε να πει το παιδί.
— Να τα... Και πώς το ξέρεις εσύ; Συμπεθεριά με τους
αλογοσούρτηδες έχεις; Α, έτσι το λοιπόν, ε; Εκεί φαίνε-
ται ότι ρεμπελεύεις, ε; Μ’ αυτούς κάνεις κονάκι! Σώπα
συ και αύριο τα λέμε. Αύριο, που θα σε παραδώσω στο
χωροφύλακα, τα λέμε.
— Όχι! λέει το παιδί κι η φωνή του τρέμει. Όχι, δεν
πάω μ’ αυτούς που λες. Εγώ...
— Ε, τότε, πού στον αγύριστο πας;
— Εγώ πάω στο σκολειό.
— Στο σκολειό; Να τα! Στο σκολειό είπες; Ε, χάλασ’ ο
κόσμος. Και καλά, βρε κουτάβι... δηλαδή, δεν μπορούνε,
δηλαδή, να κάνουνε τα γράμματα δίχως τη μούρη σου;
Δηλαδή, να πούμε, αν δεν τα μάθεις εσύ, αγύρευτα θα
μείνουνε τα γράμματα; Ε; Αυτό ήθελα να μου πεις. Λοι-
πόν. Άκου τώρα. Λίγα λόγια: Απ’ αύριο κόβεις. Ή ζευ-
γάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για γελαδάρη σε πήρα, δε
σε πήρα για γραμματικό! Εξηγηθήκαμε; Άντε, πέσε τώρα
να κοιμηθείς κι αύριο έχεις δουλειά. Καις και το λάδι...
Το παιδί έσβησε το λυχνάρι, έπεσε πάνω στ’ άχερα
και τα μούσκευε ως το πρωί.
Απ’ την άλλη μέρα τα ’κοψε όλα, πέταξε τα βιβλία
μες στην κοπριά και δεν τα ξανασήκωσε πια. Το πήρε
απόφαση. Αυτό ήταν το γραφτό του. Να κάνει χωριό με
τα δαμάλια.
Έτσι του πέρασε απ’ το νου. Μα γελάστηκε. Την τρί-
τη μέρα, καθώς γύριζε απ’ τη βοσκή, τον σταμάτησ’ ο
δάσκαλος.
— Τα ’μαθα, κακόμοιρό μου! του λέει. Μα δε θα σ’
αφήσω να χαθείς. Άκου δω. Θα σ’ το δώσω γω ό,τι βι-
βλίο χρειαστείς. Να διαβάζεις, λοιπόν, ώσπου να τις πε-
ράσεις όλες τις τάξεις. Κι άμα βγάλεις το Δημοτικό κι
έχεις κουράγιο και για το Γυμνάσιο, προχώρα! Δώσ’ του
αφέντη σου μια τύφλα και τράβα! Πάρε τώρα τούτο το
σακούλι. Είναι μέσα τα βιβλία. Έλα, άσε τα κλάματα.
Καλή πρόοδο!...
Ο δάσκαλος έφυγε. Τα μάτια του παιδιού τον ακο-
λουθούσαν να ξεμακραίνει, να χάνεται πίσω απ’ τη σκόνη
που σήκωνε η αγέλη.
Όπως το ’πε ο δάσκαλος έτσι κι έγινε. Κείνα τα βιβλία
που του ’δωσε τα ξεκοκάλιασε όλα. Τα ’μαθε νεράκι.
Το καλοκαιράκι κινάει ο δάσκαλος και πάει έξω στα
τσαΐρια.
— Ήρθα να δω την πρόοδό σου, του λέει.
Καθίσανε εκεί, κάτου από μια γκορτσά, και τα είπανε.
Ξεφυλλίσανε και τα βιβλία. Είπανε και τα σχέδιά τους.
Μια σπίθα ήταν κείνο το παιδί. Ο δάσκαλος πήγε να χά-
σει το νου του. Σα χωρίσανε, όλα ήταν κανονισμένα. Το
φθινόπωρο μπορούσε να κατεβεί στην πόλη για εξετάσεις.
Ο δάσκαλος ήταν πρόθυμος να του δώσει το χαρτί. Ότι
άκουσε όλα τα μαθήματα, «όλην την ύλην», όπως τα
’λεγε, ότι ήταν φρόνιμος κ.λπ. κ.λπ. Κι ότι «έτυχε του
βαθμού άριστα».
Έλα πιάσ’ τον εσύ το φιλαράκο!
Ο τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυπο-
κάρδια κι ανεβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρ-
θε το φθινόπωρο, φουσκωμένο με καρπό, και με μια μο-
σκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα πλεμόνια του.
Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι –όσο να
πεις καινούριο ήταν–, έδωσε και στον μπαλωματή να
του περάσει σόλες. Έπλυνε στην ποτίστρα τις αλλαξιές
του. Καθάρισε και με τ’ αφεντικό. Όλα ήταν εντάξει. Ο
δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Εκεί δώ-
σανε τα χέρια... μα του δάσκαλου το χέρι κάτι είχε μέσα
του και δεν μπορούσε να κλείσει.
βαθμού άριστα».
Έλα πιάσ’ τον εσύ το φιλαράκο!
Ο τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυπο-
κάρδια κι ανεβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρ-
θε το φθινόπωρο, φουσκωμένο με καρπό, και με μια μο-
σκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα πλεμόνια του.
Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι –όσο να
πεις καινούριο ήταν–, έδωσε και στον μπαλωματή να
του περάσει σόλες. Έπλυνε στην ποτίστρα τις αλλαξιές
του. Καθάρισε και με τ’ αφεντικό. Όλα ήταν εντάξει. Ο
δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Εκεί δώ-
σανε τα χέρια... μα του δάσκαλου το χέρι κάτι είχε μέσα
του και δεν μπορούσε να κλείσει.
— Τι είναι, δάσκαλε; ρώτησε ο Μέλιος.
— Πάρ’ τα. Είναι το χρήμα σου. Να ’χεις, εκεί στην
πόλη, λίγο χαρτζιλίκι. Είναι δύσκολη η ζωή εκεί. Θα θέ-
λεις για νοίκι, για φαΐ, για τετράδια. Πάρ’ τα.
Του ήρθε να φιλήσει το χέρι του δασκάλου, μα δεν το
’ βρισκε, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει
[..]
~
Ο Μενέλαος Λουντέμης, πραγματικό ονοματεπώνυμο Δημήτριος Βαλασιάδης, (Αγία Κυριακή της Γιάλοβας Αιγιαλού στη Μικρά Ασία, 1912 - Αθήνα, 1977) ήταν Έλληνας συγγραφέας και ποιητής. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του "Βουρκωμένες μέρες". Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε απ' τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα (Δημήτριος Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του. Τα πλοία δεν άραξαν και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το1951. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους. Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον "ερασιτεχνικό" τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. [βιογραφία]