Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε
Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στὶς λεωφόρους.
Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες
Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στὶς πλατεῖες.
Ποιὸς περιμένει τὴν ἐπιστροφή σου;
Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι λιθοβολοῦν τοὺς ξένους,
θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,
Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μὲς στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα.
Κι ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀφορίζουνε τοὺς ξένους
ρίχνουνε στοὺς ἀλλόγλωσσους κατάρες.
Ἐσὺ στοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους χώσου.
Στὶς δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δὲν προσεγγίζει
οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου.
Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν…
Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν
κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν.
Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν,
θὰ σοῦ ἀποδώσουν ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.
Μὲ τέτοιες προσιτὲς ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.
Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου τὴν πανοπλία.
Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ
Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,
τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.
πηγή
Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στὶς λεωφόρους.
Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες
Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στὶς πλατεῖες.
Ποιὸς περιμένει τὴν ἐπιστροφή σου;
Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι λιθοβολοῦν τοὺς ξένους,
θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,
Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μὲς στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα.
Κι ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀφορίζουνε τοὺς ξένους
ρίχνουνε στοὺς ἀλλόγλωσσους κατάρες.
Ἐσὺ στοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους χώσου.
Στὶς δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δὲν προσεγγίζει
οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου.
Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν…
Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν
κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν.
Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν,
θὰ σοῦ ἀποδώσουν ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.
Μὲ τέτοιες προσιτὲς ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.
Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου τὴν πανοπλία.
Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ
Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,
τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.
πηγή
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 1925 – Αθήνα, 2005) ήταν ποιητής
της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη
Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την πολιτική
του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ
το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε
στα γράμματα νεότατος, στη διάρκεια της Κατοχής, στο περιοδικό "Πειραϊκά
Γράμματα" (1942) και στο φοιτητικό περιοδικό "Ξεκίνημα" (1944). Του
τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15
Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα
και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε πυκνή παρουσία στην
εφημερίδα "Αυγή", με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά.
Εξέδωσε το περιοδικό "Κριτική" (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος
της εκδοτικής ομάδας των "Δεκαοχτώ κειμένων" (1970), των "Νέων κειμένων"
και του περιοδικού "Η συνέχεια" (1973). Έγραψε ποίηση, κριτικά κείμενα
και δοκίμια: "Εποχές", 1945, "Εποχές 2", 1948, "Εποχές 3", 1951, "Η
συνέχεια", 1954, "Τα ποιήματα 1941-1956" (συγκεντρωτική έκδοση των
τεσσάρων πρώτων ποιητικών συλλογών, μαζί με τις "Παρενθέσεις" και το "Η
συνέχεια 2"), 1956, "Η συνέχεια 3", 1962, "Υπέρ και κατά", 1965, "Τα
ποιήματα", 1971 (συγκεντρωτική έκδοση όλων των προηγούμενων ποιητικών
συλλογών καθώς και του "Στόχου", που ένα μέρος του περιλήφθηκε στα
"Δεκαοχτώ κείμενα"), "Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα", 1978, "Το
περιθώριο '68-'69", 1979, "Μανούσος Φάσσης: παιδική μούσα", 1980, "ΥΓ.",
1992, "Τα συμπληρωματικά", 1985, "Μανούσος Φάσσης: ο κατήφορος", 1986,
"Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα
κριτικής προσέγγισης", 1987, "Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας άλλης εποχής
στους παλιούς ρυθμούς-μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη",
1990. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά,
ιταλικά και μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η
Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στην
Αθήνα, τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Ιουνίου 2005. [Βιογραφία]