Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ (Henry David Thoreau), «Πολιτική ανυπακοή»

Εγώ υιοθετώ ολόψυχα τη ρήση:  «Καλλίτερη κυβέρνηση είναι αυτή που κυβερνά λιγότερο», και θα επιθυμούσα να την δω, να εφαρμόζεται στην πράξη, γρήγορα και συστημα­τικά. Διότι με την πραγμάτωσή της, θα οδηγήσει σε αυτό, που επίσης συνιστά πεποίθησή μου: «Καλλίτερη κυβέρνηση είναι αυτή, που δεν κυβερνά καθόλου», και αυτού του είδους κυβέρνηση, θα έχουν οι άνθρωποι όταν θα είναι έτοιμοι για αυτό. Η κυβέρνηση, είναι στην καλλίτερη περίπτωση, λυσι­τελής,  συνήθως δε, οι περισσότερες,  ενίοτε δε όλες οι κυβερνήσεις, δεν είναι καν λυσιτελείς. Όποιες ενστάσεις, πολ­λές και βαρύνουσες, που αναπόφευκτα υπερισχύουν, έχουν διατυπωθεί εναντίον του μόνιμου
στρατού, ισχύουν επίσης και εναντίον της μόνιμης κυβέρνησης. Ο μόνιμος στρατός, δεν είναι παρά ο οπλισμένος βραχίονας της μόνιμης κυβέρ­νησης. Η ίδια η κυβέρνηση, η οποία δεν είναι παρά ένα μοντέλο, το οποίο επέλεξαν οι άνθρωποι για την υλοποίηση της βούλησής τους, είναι εξίσου εύκολο να καταστεί όργανο κατάχρησης και φαλκίδευσης, πριν καν προλάβουν οι άν­θρωποι να υλοποιήσουν μέσω αυτής, τη βούλησή τους. Από­δειξη, ο εν εξελίξει πόλεμος στο Μεξικό. Έργο συγκριτικά ελάχιστων ατόμων, που χρησιμοποιούν ως όργανό τους, τη μόνιμη κυβέρνηση, και ο οποίος κατά την έναρξή του, θα εύρισκε τον λαό αντίθετο.

Τι άλλο είναι άραγε σήμερα, η Αμερικάνικη κυβέρνηση, παρά μια παράδοση, και μάλιστα πρόσφατη, που επιδιώκει να μεταδοθεί ακέραια στις επόμενες γενιές, ενώ ανά πάσα στιγμή ακρωτηριάζεται; Της λείπει η ζωτικότητα και το σφρί­γος ενός ζωντανού ανθρώπου, δεδομένου ότι ένας ζωντα­νός άνθρωπος, μπορεί να την υποτάξει στην βούλησή του. Είναι για τους ανθρώπους, σαν ένα ξύλινο σπαθί, το οποίο εάν το χρησιμοποιήσουν στα σοβαρά, ο ένας εναντίον του άλλου, σαν ένα πραγματικό σπαθί, τότε είναι βέβαιο ότι θα διαλυθεί. Δεν υπάρχει όμως η παραμικρή ανάγκη, για αυτό. Διότι οι άνθρωποι, όντως ή άλλως, διαθέτουν τον ένα ή τον άλλο περίπλοκο μηχανισμό, που το άκουσμα του και μόνο, ανταποκρίνεται στην όποια ιδέα έχουν, σχετικά με την κυ­βέρνηση. 
 
Οι κυβερνήσεις αποδεικνύουν με πόση επιτυχία, οι άνθρωποι μπορούν να εξαπατούν αλλήλους ή και να αυτοεξαπατώνται, προς ίδιον όφελος. Ευφυές, οφείλουμε να το παραδεχτούμε.  Στο  μόνο που διέπρεψε η παρούσα κυ­βέρνηση, είναι η έφεση που την χαρακτηρίζει, προκειμένου να παρεκκλίνει από τον προορισμό της. Την ελευθερία της χώρας, δεν την προασπίζεται. Την Δύση, δεν την εποικίζει. Δεν διαπαιδαγωγεί. Ό,τι έχει επιτευχθεί, οφείλεται αποκλει­στικά στις έμφυτες αρετές του χαρακτήρα του Αμερικάνι­κου λαού, ο οποίος ενδεχομένως, θα είχε επιτύχει περισσό­τερα, εάν δεν στεκόταν κάθε τόσο εμπόδιο στο δρόμο του η κυβέρνηση. Διότι η κυβέρνηση,  είναι ένα λυσιτελές μέσο, χάρις στο οποίο οι άνθρωποι ευχαρίστως θα την αποδέχο­νταν, προκειμένου να παύσει να επεμβαίνει, ο ένας στις υπο­θέσεις του άλλου.  Και όπως έχει ήδη προαναφερθεί, όσο πιο λυσιτελής είναι μια κυβέρνηση, τόσο λιγότερο επεμβαί­νει στις ζωές των ανθρώπων. Εμπόριο και συναλλαγές, εάν δεν ήταν διαμορφωμένα από λάστιχο, δεν θα κατόρθωναν ποτέ να παρακάμψουν τα εμπόδια που τους θέτει διαρκώς, ο νομοθέτης. Έτσι, εάν επρόκειτο να κρίνει κάποιος συνο­λικά αυτούς τους ανθρώπους,  από τα αποτελέσματα των πράξεών τους, και όχι αποσπασματικά από τις προθέσεις τους, θα τους κατέτασσε μαζί με τα κακόβουλα εκείνα άτο­μα που παρεμβάλλουν εμπόδια στις σιδηροτροχιές και θα αποφάσιζε τον κολασμό τους.

Ωστόσο, στην πρόθεσή μου είναι να μιλήσω επί του πρακτέου, ως πολίτης, και όχι όπως οι αυτοαποκαλούμενοι θια­σώτες της μη κυβέρνησης, και ζητώ εδώ και τώρα, όχι τη μη κυβέρνηση, αλλά εδώ και τώρα, μια καλλίτερη κυβέρνηση. Εάν επιτρέπαμε στον καθένα, να μας πει, τι είδους κυβέρ­νηση θα επιθυμούσε κατά την άποψη του, αυτό θα ήταν ήδη ένα βήμα, για την απόκτησή της.

Εν εσχάτει αναλύσει, όταν η εξουσία είναι άμεσα στα χέρια του λαού, ο πρακτικός λόγος για τον οποίο μπορεί, και για μια μεγάλη περίοδο συνεχίζει να κυβερνά η πλειοψηφία, δεν είναι επειδή έχει το δίκιο με το μέρος της, ούτε επειδή το θεωρεί σωστό η μειοψηφία, αλλά επειδή, από φυ­σική  άποψη είναι ισχυρότερη. Όμως μια κυβέρνηση, στην οποία κυβερνά η πλειοψηφία, αδυνατεί να στηρίζεται πά­ντα στο δίκαιο, στο μέτρο έστω, που το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι.  Είναι δυνατόν να υπάρξει κυβέρνηση, όπου να μην κρίνουν οι πλειοψηφίες, λανθασμένα ή σωστά, αλλά η συνείδηση; Όπου οι πλειοψηφίες να αποφασίζουν μόνον για τα ζητήματα στα οποία είναι εφαρμόσιμος ο κανόνας της λυσιτέλειας; Θα πρέπει ο πολίτης να εναποθέτει τη συνείδη­ση τον, πάντα, προς στιγμή, ή κ α τ’ ελάχιστο, στον Νομοθέτη;Αλλά,  τότε για ποιο λόγο διαθέτει συνείδηση,  ο κάθε άνθρω­πος; Εγώ πιστεύω,  ότι οφείλουμε πρώτα να είμαστε άνθρω­ποι και μετά υπήκοοι,Το ευκταίο,  δεν είναι να τρέφουμε σε­βασμό προς τον νόμο,  αλλά  προς το δίκαιο.  Τη μόνη  υπο­χρέωση, την οποία έχω δικαίωμα να αναλάβω, είναι να πράτ­τω ανά πάσα στιγμή, εκείνο το οποίο θεωρώ σωστό. Βέβαια, έχει ειπωθεί κατά κόρο, ότι, το οιοδήποτε κοινωνικό σώμα, δεν διαθέτει συνείδηση. 
 
Όμως, ένα κοινωνικό σώμα ενσυ­νείδητων ανθρώπων,  είναι ένα κοινωνικό σώμα, με συνεί­δηση. Ο νόμος, δεν καθιστά στο παραμικρό, τους ανθρώ­πους δικαιότερους, αντίθετα μάλιστα, εξαιτίας του σεβασμού προς τον νόμο,  ακόμη και καλοπροαίρετοι άνθρωποι κατα­ντούν καθημερινά συντελεστές αδικίας. Σύνηθες και φυσικό επακόλουθο, μη προσήκοντος προς το νόμο σεβασμού, συνιστά η εικόνα του παρατεταγμένου στρατεύματος, με τον συ­νταγματάρχη, τον λοχαγό, τον λοχία, τους απλούς στρατιώτες τους πυροβολητές και τα συναφή, που προελαύνουν με αξιοθαύμαστη τάξη, πάνω από βουνά και λαγκάδια, ενώ όλοι αυτοί, βαδίζουν παρά τη θέληση τους, ναι, και ενάντια στην κοινή λογική και τη συνείδησή τους, γεγονός, που καθιστά την προέλασή τους συνταρακτική και τραγελαφική. Δεν αμ­φιβάλλουν στο παραμικρό για το άδικο της  επιχείρησης στην οποία έχουν εμπλακεί. Ολοι τους, προτιμούν την ειρή­νη. Τι είναι όμως τώρα; Πρόκειται για ανθρώπους; Ή  μή­πως πρόκειται για μικρά, κινητά οχυρά, για μικρές, κινού­μενες πυριτιδαποθήκες, στην υπηρεσία κάποιου ασυνείδη­του, ο οποίος κατέχει την εξουσία; Πηγαίνετε στο Ναύσταθ­μο, παρατηρείστε έναν ναύτη, και δείτε το είδος του ανθρώ­που το οποίο είναι ικανή να διαμορφώσει μια Αμερικανική κυβέρνηση, ή πώς μπορεί να καταντήσει τον άνθρωπο, με τους υποχθόνιους μηχανισμούς της. Μία σκιά, μία απλή ανά­μνηση της ανθρώπινης φύσης, άνθρωπο σαβανωμένο, νεκρο- ζώντανο, ήδη, όπως θα έλεγε κάποιος, θαμμένο κάτω από τα άρματα και τα γαλόνια, με την επικήδεια πομπή, όπου:

Τύμπανο δεν ακούστηκε,  και λόγοι της ταφής,Καθώς το πτώμα τον,  στη ντόπια ενταφιάσαμε,Και τ ψ  τιμητική βολή, άντρας δεν έριξε κανείς Πάνω στον τάφο, που τον ήρωά μας θάψαμε.

Οι μάζες των ανθρώπων που υπηρετούν με αυτόν τον τρό­πο την Πολιτεία, δεν την υπηρετούν ως άνθρωποι, αλλά ως μηχανές, μόνο με τα κορμιά τους. Αυτοί αποτελούν τον μόνι­μο στρατό, την εθνοφρουρά, τους δεσμοφύλακες, τους χω­ροφύλακες, τα αποσπάσματα των σερίφηδων κ.λπ. Στις περισσότερες περιπτώσεις, απουσιάζει εντελώς η ελεύθερη άσκηση της κρίσης ή του ηθικού αισθήματος,  θέτουν τον εαυτό τους στο ίδιο επίπεδο με το ξύλο, το χώμα, τις πέτρες. Θα μπορούσαν στη θέση τους να κατασκευαστούν ξύλινα ανδρείκελα. Θα εξυπηρετούσαν εξίσου καλά, τον ίδιο σκο­πό. Εξουσιαζόμενοι κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι σε θέση να απαιτήσουν περισσότερο σεβασμό, από όσο ένας αχυ­ράνθρωπος, με ένα βρωμερό άμορφο σώμα. Δεν έχουν με­γαλύτερη αξία από τα άλογα και τους σκύλους. Και όμως, άνθρωποι σαν αυτούς, χαίρουν εκτιμήσεως, ως καλοί πολί­τες. Άλλοι πάλι, στην πλειοψηφία τους νομοθέτες, πολιτικοί, νομικοί, δημόσιοι αξιωματούχοι και λειτουργοί, υπηρετούν την Πολιτεία με το μυαλό τους. Και, εφόσον σπάνια προβαί­νουν σε ηθικές διακρίσεις, υπηρετούν χωρίς ιδιαίτερη πρό­θεση, εξίσου καλά τον θεό και τον διάβολο. Ελάχιστοι εί­ναι εκείνοι, όπως οι ήρωες, οι πατριώτες, οι μάρτυρες, οι μεταρρυθμιστές με την ευρύτερη έννοια, αλλά και οι άνθρω­ποι, οι οποίοι επίσης υπηρετούν την Πολιτεία, αλλά με τη συνείδηση τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, αναγκαστικά, προβάλλουν αντίσταση και συνήθως αντιμετωπίζονται ως εχθροί της. Ενας σοφός άνθρωπος είναι χρήσιμος μόνον ως άνθρωπος, και αυτός δεν καταδέχεται να γίνει «πηλός» για «βουλώσει τις τρύπες, να φράξει τον ανέμου το στόμα» * αλλά θα αφήσει σε αυτήν την υπηρεσία, έστω, τη σκόνη του:

Είμαι πολύ ψηλή γενιά για να  ’μαι κτήμα άλλου,Να είμαι κατώτερος υπό τον έλεγχο του, Ή  χρήσιμος δούλος και όργανο Σε οποιοδήποτε κυρίαρχο κράτος μέσα στον κόσμο.

Όποιος αφιερώνεται ψυχή τε, και σώματι έπους συναν­θρώπους του, φαντάζει στα μάτια τους, συνήθως, ως άχρη­στος και εγωιστής, αντίθετα, όποιος προσφέρει μόνον ένα μικρό μέρος, από τον εαυτό του, ανακηρύσσεται ευεργέτης και φιλάνθρωπος.

Πώς αισθάνεται ένας άνθρωπος απέναντι στην Αμερι­κανική κυβέρνηση σήμερα; Απαντώ, ότι του προξενεί μεγά­λη δυσαρέσκεια, ο οιοσδήποτε συσχετισμός μαζί της. Μου είναι αδύνατο, για παράδειγμα, να αναγνωρίσω το πολιτικό αυτό όργανο, ως δική  μου κυβέρνηση,  εφόσον παραμένει και κυβέρνηση του δούλου.

Όλοι αναγνωρίζουν το δικαίωμα της επανάστασης, το δικαίωμα της άρνησης υπακοής και προβολής αντίστασης στην κυβέρνηση, όταν η τυραννία της ή η ανικανότητά της, είναι βαριά και δυσβάσταχτη. Αλλά, όλοι σχεδόν λένε, ότι τώρα, δεν συντρέχει παρόμοιος λόγος. Ανάλογες θεωρούν, ότι ήταν οι περιστάσεις, κατά την Επανάσταση του 75. Εάν κάποιος μου έλεγε, ότι αυτή, τότε, ήταν μια κακή κυβέρνη­ση,  επειδή φορολόγησε ορισμένα ξένα εμπορεύματα στα λιμάνια της, είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα αντιδρούσα, εφό­σον μπορώ να ζήσω και χωρίς τα συγκεκριμένα προϊόντα. Όλοι οι μηχανισμοί εμφανίζουν τριβές, ενδεχομένως δε, εί­ναι αρκετό καλό αυτό, ως αντίβαρο στο κακό. Εν πάσει περιπτώσει, θα ήταν πολύ κακό να γίνουν ταραχές μόνον για αυτόν τον λόγο. Αλλά όταν ο μηχανισμός φτάνει σε σημείο να εμφανίζει μόνον τριβές, όταν η ληστεία και η καταδυνά­στευση είναι οργανωμένες, τότε θα έλεγα, δεν μας χρειάζε­ται πλέον ένας μηχανισμός αυτού του είδους. Εν ολίγοις, όταν σε ένα έθνος το οποίο επωμίστηκε την υποχρέωση να είναι το άσυλο της ελευθερίας, το ένα έκτο του πληθυσμού του, το αποτελούν δούλοι, και όταν μια ολόκληρη χώρα κατακτάται και καταληστεύεται άδικα από ξένο στρατό, και υποβάλλεται σε στρατιωτικό νόμο, τότε νομίζω, ότι δεν είναι και πολύ πρώιμο για τους έντιμους ανθρώπους, να εξεγερθούν και να επαναστατήσουν. Και εκείνο, που κάνει αυτό το καθήκον, ακόμη περισσότερο επιτακτικό, είναι το γεγονός, ότι η χώρα που καταληστεύεται, δεν είναι η δική μας χώρα, ενώ ο ει­σβολέας είναι ο δικός μας στρατός.

Ο Paley, γνωστή αυθεντία σε πολυάριθμα ηθικά ζητήμα­τα, στο κεφάλαιο του έργου του, Duty o f submission to CivilGonemment «Καθήκον  Υποταγής στην Πολιτική Διακυβέρ­νηση», ανάγει κάθε υποχρέωση του πολίτη, στην λυσιτέλεια, και συνεχίζει, αναφέροντας ότι, «για όσο διάστημα απαιτείτο συμφέρον όλης της κοινωνίας, δηλαδή, για όσο διάστημα η εδραιωμένη  κυβέρνηση  δεν αντιμετωπίζει  αντίσταση  ούτε μπορεί να αλλάξει χωρίς αναταραχή,  τότε,  για το διάστημα αυτό,  και όχι για περισσότερο χρόνο,  η υπακοή προς αυτήν είναι  θέλημα  Θεού.  Εφόσον αυτή η αρχή γίνεται αποδεκτή,τότε, η απονομή της δικαιοσύνης για κάθε ιδιαίτερη περίπτω­ση προβολής αντίστασης, ανάγεται από τη μια, στον υπολογι­σμό του μεγέθους του κινδύνου και της βαρύτητας της περί­πτωσης,  και  από την άλλη,  στην δυνατότητα  επανόρθωσης και στο κόστος της». Και ως προς το ζήτημα αυτό, αναφέρει ότι «ο κάθε άνθρωπος, οφείλει να το κρίνει από μόνος του». Φαίνεται όμως ότι ο Paley, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τις περι­πτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί ο κανόνας της λυσιτέλειας, και όπου ο λαός, όπως και το άτομο, οφεί­λουν να απονείμουν δικαιοσύνη, όποιο και αν είναι το τίμη­μα. Διότι εάν εντελώς αναίτια, άδικα αρπάξω τη σανίδα από τον άνθρωπο που πνίγεται, τότε οφείλω να του την επιστρέ­φω, ακόμη και εάν κινδυνεύω να πνιγώ εγώ. Αυτό, σύμφω­να με τον Paley, δεν θα ήταν ορθό. Όμως εκείνος που θα έσωζε μια ζωή, σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχανε τη δική του. Και ο λαός αυτός, θα πρέπει να πάψει να έχει δούλους και να πολεμά εναντίον του  Μεξικού, έστω και με τίμημα την ύπαρξή του.

Στην πρακτική τους, τα έθνη συμφωνούν  με τον Paley. Αλλά υπάρχει ένας, κάποιος, που να πιστεύει ότι η Μασσαχουσέτη πράττει σωστά, κατά την παρούσα κρίση;

Πουτάνα πολιτεία,  τσόλι στο μάλαμα πνιγμένο, Σηκώνεις τον ποδόγυρο ψηλά,Μα αφήνεις την ψυχή σου Να σέρνεται στον βούρκο

Στην πραγματικότητα, οι ανατιθέμενοι σε μια μεταρρύθ­μιση στην Μασσαχουσέτη, δεν είναι οι εκατό χιλιάδες πολι- τικολογούντες του  Νότου,  αλλά οι εκατό χιλιάδες  έμπο­ροι και κτηματίες εδώ, οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότε­ρο για το εμπόριο και τη γεωργία από όσο για τον άνθρωπο, ανέτοιμοι να απονείμουν δικαιοσύνη με οποιοδήποτε τίμη­μα στους δούλους και το Μεξικό. Δεν φιλονικώ με τους αντι­πάλους που είναι μίλια μακρυά, αλλά με εκείνους οι οποίοι εδώ, στον τόπο μας, συνεργάζονται μαζί τους, και προβαί­νουν σε αγοραπωλησίες για λογαριασμό τους, χωρίς τις οποίες θα ήταν ακίνδυνοι. Έχουμε συνηθίσει να λέμε, ότι οι μάζες των ανθρώπων είναι απροετοίμαστες, ότι η βελτίωση καθυστερεί, επειδή οι σοφότεροι ή οι καλλίτεροι, είναι λι- γότεροι από τους πολλούς. Αλλά, δεν έχει νόημα να είναι οι πολλοί εξίσου καλοί με τους λίγους, λες και υπήρχε κάπου, κάποια απόλυτη καλοσύνη. «Ουκ είδατε ότι μικρά ζύμη άλαντο φύραμα ζυμοί»**. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι, που θεωρητικά, ανατίθενται στην δουλεία και τον πόλεμο, αλλά στην πράξη δεν κάνουν τίποτα για να τα σταματήσουν, οι οποίοι ενώ θεωρούν τους εαυτούς τους, τέκνα του Ουάσινγκτον και του Βενιαμίν Φρανκλίνου*, στέκονται με τα χέρια στις τσέ­πες, λένε ότι δεν ξέρουν τι να κάνουν, και δεν κάνουν τίπο­τα, μεταθέτοντας το ζήτημα της ελευθερίας, προς όφελος του ελεύθερου εμπορίου, και εφησυχασμένοι διαβάζουν τις δια­κυμάνσεις των τιμών, μαζί με τις τελευταίες ειδήσεις από το Μεξικό, μετά το δείπνο, και ενδεχομένως αποκοιμούνται επάνω και στις δύο. Τι νόημα, όμως, έχουν οι διακυμάνσεις των τιμών σήμερα, για έναν άνθρωπο έντιμο και πατριώτη; Έχουν δισταγμούς, εκφράζουν τη λύπη τους και ενίοτε υπο­βάλλουν υπομνήματα διαμαρτυρίας, αλλά δεν κάνουν τίπο­τα σοβαρό, και συγχρόνως αποτελεσματικό, θα  περιμένουν καλόπιστα να θεραπεύσουν άλλοι το κακό, ώστε να μην εί­ναι υποχρεωμένοι πλέον, να νοιώθουν θλίψη. Κυρίως, προ­σφέρουν μόνον μίαν ευτελή ψήφο, και μια διατακτική εν­θάρρυνση και ευχή, και αντιπαρέρχονται το δίκαιο. Για κάθε ενάρετο άνθρωπο, παρεμβάλλονται εννιακόσιοι ενενήντα εννέα πάτρονες της αρετής!  Είναι προτιμότερο όμως, να συναλλάσσεται κανείς με τον πραγματικό κάτοχο ενός πράγ­ματος, παρά με τον πρόσκαιρο φρουρό του.

Κάθε ψηφοφορία είναι ένα είδος παιχνιδιού,  όπως το σκάκι ή το τάβλι, με μιαν ελαφρά ηθική επικάλυψη, ένα παι­χνίδι με το δίκαιο και το άδικο, με τα ηθικά ζητήματα, και όπως είναι φυσικό, συνοδεύεται με στοιχήματα. Ο χαρακτή­ρας των ψηφοφόρων, τίθεται υπό αίρεση. Ψηφίζω στην τύχη, όσο πιο δίκαια νομίζω. Δεν συνιστά όμως για μένα ζήτημα ζωής ή θανάτου, η επικράτηση του δίκαιου. Υποχωρώ πρό­θυμα στη θέληση της πλειοψηφίας. Κατά συνέπεια, η υποχρέωσή μου, δεν υπερβαίνει ποτέ την λυσιτέλεια. Ψηφίζω πάντα για το δίκαιο, αλλά δεν κάνω τίποτα για αυτά. Και η ψήφος αυτή, εκφράζει υποτονικά, προς τους άλλους, την επι­θυμία ότι πρέπει να επικρατήσει το δίκαιο.  Ένας σοφός άνθρωπος όμως, δεν εγκαταλείπει το δίκαιο στην τύχη, ούτε τρέφει την ελπίδα να το δει να επικρατεί μόνον διαμέσου της δύναμης της πλειοψηφίας. Δεν υπάρχουν, παρά ψήγματα αρετής,  εκεί που οι άνθρωποι δρουν ως μάζα.  'Οταν η πλειο-ψηφία θα ψηφίσει τελικά υπέρ της κατάργησης της δουλείας,θα προβεί σε αυτήν την πράξη,  διότι  η δουλεία,  θα της είναι αδιάφορη,  ή επειδή θα έχει απομείνει ελάχιστη δουλεία για να καταργηθεί με την ψήφο της. Οι μόνοι δούλοι τότε, θα είναι οι ψηφοφόροι.  Η  μόνη ψήφος που είναι δυνατόν να  επισπεύσει την κατάργηση της δουλείας είναι  η ψήφος του ατόμου,  που διεκδικεί την ελευθερία του,  διαμέσου της ψηφοφορίας.

Άκουσα για ένα συνέδριο που έγινε στη  Βαλτιμόρη, ή κάπου αλλού, σχετικά με την  εκλογή  ενός υποψήφιου για την προεδρία, απαρτιζόμενο κυρίως, από συντάκτες εντύ­πων και επαγγελματίες πολιτικούς.  Ποια η αξία όμως της απόφασης που ελήφθη, για τον κάθε ανεξάρτητο, ευφυή και αξιότιμο άνθρωπο, χωρίς τη συμβολή, παρόλα αυτά, της σοφίας και της εντιμότητάς του; Δεν μπορούμε να υπολογί­ζουμε σε μερικές ανεξάρτητες ψήφους; Δεν υπάρχουν αρ­κετά άτομα στη χώρα, που να μην συμμετέχουν στις συγκε­ντρώσεις; Αλλά όχι: Θεωρώ ότι ο αποκαλούμενος αξιότιμος άνθρωπος, απομακρύνεται άμεσα από τις θέσεις του, και απελπίζεται από τη χώρα του, όταν η χώρα του έχει περισ­σότερους λόγους να απελπίζεται από αυτόν. Διότι υιοθετεί αυτοστιγμεί,  έναν από τους υποψήφιους, που επιλέχτηκαν με τον τρόπο αυτό, ως τον μόνο διαθέσιμο, αποδεικνύοντας έτσι, ότι αυτός ο ίδιος, είναι ο μόνος διαθέσιμος προς κάθε δημαγωγική χρήση. Η ψήφος του, δεν έχει περισσότερη αξία, από εκείνην του οιουδήποτε ξένου χωρίς αρχές, ή κάποιου μίσθαρνου συμπολίτη  μας, που ενδεχομένως εξαγοράστη­κε. Αλλοίμονο στον άνθρωπο που παραμένει άνθρωπος, και όπως λέει ο γείτονάς μου, δεν επιτρέπει θωπείες στα νώτα του  . Οι στατιστικές μας είναι λανθασμένες: ο πληθυσμός μας εμφανίζεται εσφαλμένα πολυάριθμος. Πόσοι άνθρωποι υπάρχουν σε κάθε χίλια τετραγωνικά μίλια αυτής της χώ­ρας; Ζήτημα να υπάρχει ένας. Μήπως η Αμερική, δεν παρέ­χει κίνητρα στους πραγματικούς ανθρώπους να εγκαταστα­θούν εδώ; Ο μέσος Αμερικανός, κατήντησε μία κοσμική φι­λάνθρωπος κυρία*, πασίγνωστος, πιθανόν, για την καλλιέρ­γεια του αγελαίου αισθήματός του, αλλά με έκδηλη την απου­σία πνεύματος ευφρόσυνης αυτάρκειας.  Η πρώτη δε, και κύρια μέριμνά του, καθώς έρχεται στον κόσμο, είναι να δει εάν συντηρούνται καλά τα πτωχοκομεία,  ενώ, πριν ακόμη ενδυθεί το ένδυμα του ενήλικα, συλλέγει συνδρομές για προ­σφορά βοήθειας σε χήρες και ορφανά, και ο οποίος, εν ολί- γοις, ρισκάρει να ζήσει μόνον με τη βοήθεια μιας εταιρείας αμοιβαίων ασφαλίσεων, η οποία του υπόσχεται βεβαίως να τον θάψει αξιοπρεπώς.

Φυσικά, δεν είναι καθήκον του οποιουδήπστε ανθρώπου να αφοσιωθεί στο έργο της εξάλειψης των κακώς κείμενων, ακόμη και των μεγαλλίτερων. Πιθανόν, να τον απασχολή­σουν άλλα ενδιαφέροντα. Αλλά, τουλάχιστον, έχει την υπο­χρέωση, να μείνει σε απόσταση από αυτά τα κακώς κείμενα, στην πράξη. Εάν με απασχολήσουν άλλοι στόχοι και άλλες μέριμνες, οφείλω πάνω από όλα, τουλάχιστον, να φροντίσω να μη γίνει αυτό,  στην πλάτη κάποιου άλλου ανθρώπου.

Πρέπει να τον απαλλάξω από το βάρος μου, (άστε να ασχο­ληθεί και αυτός, απερίσπαστος με τις δικές του μέριμνες. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας και θα διαπιστώσετε πόσο ανεκτή είναι αυτή, η κραυγαλέα ασυνέπεια. Άκουσα ορισμένους από τους συμπολίτες μου να λένε: «Ας με πρόσταζαν να βοηθήσω στην καταστολή μιας εξέγερσης δούλων,  ή να βαδίσω ενα­ντίον του Μεξικού και θα έβλεπες εάν πήγαινα». Και παρόλα αυτά, οι ίδιοι άνθρωποι, έχουν προσφέρει τουλάχιστον ένα υποκατάστατο στη  θέση τους, είτε  άμεσα, συμπράττοντας, είτε έμμεσα με τα χρήματά τους. Αυτοί οι οποίοι δεν αρνού- νται να στηρίξουν την άδικη κυβέρνηση που διεξάγει τον άδικο πόλεμο, χειροκροτούν τον στρατιώτη, όταν αρνείται να υπηρετήσει τη θητεία του. Αυτοί, που τις πράξεις και την εξουσία τους, αψηφά και περιφρονεί ο στρατιώτης, αυτοί οι ίδιοι τον χειροκροτούν,  λες και  η  Πολιτεία μεταμελείται έμπρακτα  και  προσλαμβάνει  κάποιον να  την μαστιγώνει,καθώς διαπράττει το αμάρτημά της, όχι όμως σε βαθμό που να πάψει έστω,  και για μια στιγμή να αμαρτάνει. Έτσι, στο όνομα της τάξης και της πολιτικής διακυβέρνησης, αναγκα­ζόμαστε όλοι τελικά, να αποδίδουμε τιμές και να ενισχύου­με την θρασυδειλία μας. Μετά το πρώτο κοκκίνισμα για την διάπραξη του αμαρτήματος, επέρχεται η αδιαφορία. Και από ανήθικη αρχικά, καταλήγει στο τέλος, αυτό, που ανέκαθεν υπήρξε, ξένη προς την ηθική και όχι εντελώς ανώφελη για τη ζωή που έχουμε οικοδομήσει.

Όσο περισσότερο εξαπλώνεται  και  επικρατεί το άδικο,τόσο περισσότερο απαιτείται αφιλοκερδής αρετή για τη συ­ντήρησή του. Ο ευπατρίδης είναι περισσότερο ευάλωτος στην αρετή του πατριωτισμού. Εκείνοι που, ενώ αποδοκιμάζουν το χαρακτήρα και τα μέτρα μιας κυβέρνησης, συμπράττουν με αυτήν και τη στηρίζουν, είναι αναμφίβολα οι πλέον συ­νειδητοί υποστηρικτές της, και συνιστούν συνήθως, τα σοβαρότερα εμπόδια στη  μεταρρύθμιση.  Ορισμένοι υποβάλ­λουν αιτήματα στην Πολιτεία, προκειμένου να διαλύσει την Ομοσπονδία και να αψηφήσει τις επιταγές του Προέδρου. Αλλά,  γιατί αυτοί δεν λύουν μόνοι  τους,  την ένωση μεταξύ των ιδίων και της Πολιτείας, αρνούμενοι να καταβάλλουν τη συνεισφορά τους, στα ταμεία της; Μήπως δεν διατηρούν την ίδια σχέση με την Πολιτεία, όπως η Πολιτεία με την Ομοσπον­δία;  Και  δεν έχουν τους ίδιους λόγους να μην προβάλλουν αντίσταση στην Πολιτεία,  για  τους οποίους  και  εκείνη,  δεν προβάλλει αντίσταση την Ομοσπονδία;

Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να διαμορφώνει απλά και μόνον  μιαν άποψη και συγχρόνως να αντλεί ευχαρίστηση από αυτήν; Υπάρχει ευχαρίστηση στην άποψή του, εάν αυτή του προξενεί θλίψη;  Εάν ο γείτονάς σας, σας εξαπατήσει για ένα δολλάριο, ικανοποιείστε γνωρίζοντας ότι εξαπατη- θήκατε, ή λέγοντας ότι εξαπατηθήκατε, ή ακόμη ζητώντας του να σας πληρώσει τα οφειλόμενα, ή αντίθετα, προβαίνε­τε αμέσως σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, προκειμένου να αποκτήσετε τα χρήματα, και φροντίζετε να μην εξαπατηθεί- τε ποτέ ξανά στο μέλλον; Η  δράση με βάση τις αρχές,  την αντίληψη και την απόδοση του δικαίου, μεταβάλλει πράγμα­τα και σχέσεις.  Είναι στην ουσία της επαναστατική,  και συ­νολικά δεν ταυτίζεται με τα μέρη της. Όχι μόνον διαιρεί πο­λιτείες,  εκκλησίες και  οικογένειες,  αλλά  ναι,  διαιρεί και  το άτομο,  διαχωρίζοντας το διαβολικό από το θεϊκό του μέρος.

Άδικοι νόμοι υπάρχουν: Θα αρκεστούμε να τους υπακού­με, θα αποπειραθούμε να τους βελτιώσουμε και θα τους υπα­κούμε μέχρι να το κατορθώσουμε, ή θα τους παραβιάσουμε στη  στιγμή; Γενικά οι άνθρωποι, με μια κυβέρνηση αυτού του είδους, θεωρούν ότι οφείλουν να περιμένουν μέχρι να πείσουν την πλειοψηφία να τους αλλάξει. Πιστεύουν ότι, εάν προβάλλουν αντίσταση, η θεραπεία θα είναι χειρότερη από το κακό. Αλλά το σφάλμα είναι της ίδιας της κυβέρνησης εάν το φάρμακο είναι χειρότερο από την αρρώστια. Αυτή το κάνει χειρότερο. Γιατί δεν διαθέτει την ικανότητα να το προλάβει και να προχωρήσει σε μια μεταρρύθμιση; Γιατί δεν μεριμνά, για τη σοφή της  μειοψηφία;  Γιατί φωνασκεί και αντιδρά πριν καν πονέσει; Γιατί δεν ενθαρρύνει τους πολί­τες της, να βρίσκονται σε διαρκή  εγρήγορση, ώστε να της υποδεικνύουν τα σφάλματά της, και να πράττει το καλλίτερο με τη βοήθειά τους; Γιατί σταυρώνει πάντα τον Χριστό, για­τί αφορίζει τον Κοπέρνικο και τον Λούθηρο, γιατί καταγ­γέλλει ως αντάρτες τον Ουάσινγκτον και τον Βενιαμίν Φρανκλίνο;

θα  έλεγε κανείς, ότι η μόνη παρανομία που δεν σκέφτηκε ποτέ να διαπράξει μια κυβέρνηση, είναι η ηθελημένη και έμπρακτη άρνηση της εξουσίας της. Διαφορετικά, πως συμ­βαίνει και δεν προβλέπεται η καθορισμένη, η αρμόζουσα και η ανάλογη ποινή; Εάν ένας άνθρωπος χωρίς ιδιοκτησία αρνηθεί να κερδίσει εννέα σελίνια*, προκειμένου να πλη­ρώσει τον φόρο για την Πολιτεία, τότε, σύμφωνα με όλους τους νόμους που γνωρίζω, φυλακίζεται αμέσως, η δε διάρ­κεια της φυλάκισής του, εναπόκειται στη διακριτική ευχέ­ρεια εκείνων, οι οποίοι τον φυλάκισαν. Αντίθετα, εάν κλέ­ψει ενενήντα φορές,  εννέα σελίνια από την Πολιτεία, σύ­ντομα τον αφήνουν και πάλι ελεύθερο.

Εάν η αδικία είναι μέρος των αναγκαίων τριβών του κυ­βερνητικού μηχανισμού, αφήστε την να συνεχίσει να αδικεί, διότι ίσως επιτέλους, φθαρεί και καταστραφεί. Εάν η αδι­κία είναι κάποιο ελατήριο, ή τροχαλία, ή σκοινί, ή κοχλίας του μηχανισμού, τότε μπορείτε να σταθμίσετε, εάν το αντί­δοτο δεν είναι χειρότερο από την ασθένεια. Αλλά, εάν απαιτεί από εσάς να καταστείτε ο φορέας της αδικίας προς τον συνάνθρωπό σας, τότε  ένα έχω να προτείνω: Παραβιάστε αμέσως το νόμο. Αποτρέψτε τις τριβές με την ίδια σας τη ζωή,και  σταματήστε  τον μηχανισμό.  Διότι  αυτό που  οφείλω να κάνω,  είναι  να  εξετάσω,  όποιο και  αν είναι  το  τίμημα,  εάν συναινώ και εγώ, ο ίδιος, στην αδικία την οποία καταδικάζω.

Και σε ότι αφορά την υιοθέτηση μεθόδων, με τις οποίες υποτίθεται ότι είναι εξοπλισμένη η Πολιτεία, προκειμένου να θεραπεύει το κακό, εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω μεθό­δους αυτού του είδους. Πρόκειται για διαδικασίες εξαιρετι­κά χρονοβόρες και η ζωή είναι μικρή . Έχω για να ασχολη­θώ,  άλλες υποθέσεις.  Σε  αυτόν τον κόσμο δεν ήρθα  για  να εξωραΐσω τη ζωή,  αλλά για να ζήσω σ ’ αυτόν,  είτε είναι κα­λός είτε κακός. Δεν οφείλει κάθε άνθρωπος να κάνει τα πά­ντα, αλλά μόνον κάτι, αλλά επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε αυτό,  το κάτι,  και εσφαλμένα.  Δεν είναι δουλειά μου, να υποβάλλω αιτήσεις στον κυβερνήτη ή στο νομοθετικό σώμα, όπως δεν είναι δουλειά τους, να υποβάλλουν και αυτοί αιτήσεις σε μένα. Διότι εάν δεν ανταποκριθούν στις αιτήσεις μου, τότε εγώ τι κάνω; Για την περίσταση αυτή, η Πολιτεία δεν διαθέ­τει οιαδήπστε μέθοδο θεραπείας: Το Σύνταγμα, αυτό καθ αυ­τό, είναι το κακό. Αυτό είναι δυνατόν, ενδεχομένως, να φα­ντάζει άτεγκτο, δογματικό και ανελέητο, αλλά η αντιμετώ­πιση με καλοσύνη και κατανόηση προς τον άλλον, αρμόζει μόνον στο πνεύμα εκείνο, το οποίο διαθέτει την ικανότητα να τις εκτιμήσει, και το δικαιούται. Αυτό συμβαίνει με κάθε αλλαγή προς το καλλίτερο, όμοια με τις συσπάσεις που συ­γκλονίζουν το σώμα, κατά τη γέννηση και τον θάνατο.

Δεν διστάζω να πω, ότι όσοι αυτοαποκαλούνται οπαδοί της κατάργησης της δουλείας, οφείλουν άμεσα και ενεργη­τικά να αποσύρουν την υποστήριξή τους, είτε προσωπική είτε οικονομική, από την κυβέρνηση της Μασσαχουσέτης, χωρίς να αναμένουν να αποτελέσουν συμπαγή πλειοψηφία, προ- κειμένου να ανέχονται τη χρησιμοποίησή τους, για την επι­κράτηση του νόμου.  Πιστεύω, ότι είναι αρκετό που έχουν τον Θεό μαζί τους, χωρίς να περιμένουν τίποτα από κανέ- ναν άλλο. Άλλωστε, κάθε άνθρωπος δικαιότερος από τους γείτονες του, συνιστά, ήδη, μια πλειοψηφία.

Αυτήν, την Αμερικανική κυβέρνηση, ή τον εκπρόσωπό της, την κυβέρνηση της Πολιτείας, την συναντώ άμεσα, πρόσωπο με πρόσωπο, μια φορά το χρόνο, στο πρόσωπο του εισπράκτορά της. Είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος στη θέση όπου βρίσκομαι εγώ, συναντά κατ’ ανάγκην την κυ­βέρνηση, και αυτή του λέει κατηγορηματικά: «Αναγνώρισή με». Τότε, ο πλέον απλός, ο πλέον αποτελεσματικός, και στην πα­ρούσα κατάσταση, ο πλέον αναγκαίος τρόπος αντιμετώπισής της, ως προς αυτό το ζήτημα, προκειμένου να εκφραστεί η ελάχιστη ικανοποίηση και αγάπη σου απέναντι της, είναι να της αρνηθείς αυτήν την αναγνώριση. Ο άνθρωπος με τον οποίο έχω να κάνω είναι ο πολίτης γείτονάς μου, ο φοροεισπράκτο­ρας* (διότι, σε τελευταία ανάλυση, έχω διαφορές με τους αν­θρώπους και όχι με τα έγγραφα), και ο οποίος οικειοθελώς επέλεξε να είναι εκπρόσωπος της κυβέρνησης. Πως λοιπόν θα μάθει επιτέλους, τι είναι, ή τι κάνει, ως υπάλληλος της κυ­βέρνησης, είτε ως άνθρωπος, αν δεν υποχρεωθεί να διερωτηθεί, αν θα με αντιμετωπίσει εμένα, τον γείτονά του, ένα άτομο που το σέβεται, ως γείτονα και καλοπροαίρετο άνθρωπο ή ως ένα μανιακό και ταραχοποιό στοιχείο, και νοιώσει, αν είναι σε θέση να υπερβεί αυτό το εμπόδιο στη γειτνίασή μας, χωρίς τις ανάρμοστες σκέψεις και φράσεις που αντιστοιχούν στις ενέργειας του; Το γνωρίζω καλά αυτό.  Εάν χίλιοι, εκατό, ή και δέκα, άνθρωποι τους οποίους θα μπορούσα να κατονομά­σω, «εάν δέκα μόνον έντιμοι άνθρωποι», ναι, μάλιστα, εάν ένας μόνον ΤΙΜΙΟΣ άνθρωπος, σε αυτήν εδώ την Πολιτεία της Μασαχουσέτης ,προσκειμένου να σταματήσει η δουλεία, έλυνε αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο και φυλακιζόταν για αυτόν τον λόγο, αυτό θα σήμαινε αυτομάτως και την κατάργηση της δουλείας στην Αμερική. Διότι δεν έχει σημασία πόσο ασήμαντο φαντά­ζει το ξεκίνημα: 'Οτι άπαξ γίνει καλά, διαρκεί αιώνια. Αλλά, αρεσκόμεθα να μιλάμε μόνον, γι’ αυτό: Αυτό,  λέμε,  είναι  η αποστολή μας.  Μια μεταρρύθμιση, αποκτά μεγάλη δημοσιό­τητα στις εφημερίδες που την υποστηρίζουν, κάτι που δεν συμ­βαίνει με έναν άνθρωπο, μόνο του. Εάν ο άλλος, αξιότιμος γείτονάς μου, ο διαπιστευμένος εκπρόσωπος της Πολιτείας*, ο οποίος, στο τοπικό Κοινοβούλιο, θα αφιερώσει τον χρόνο του στην αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντί να ασχολείται με τον επαπειλούμενο εγκλεισμό του στις φυ­λακές της Καρολίνας, αφιερωνόταν στην υπεράσπιση των φυλακισμένων της Μασσαχουσέτης, αυτής της Πολιτείας που τόσο διακαώς επιθυμεί να επιρρίψει το αμάρτημα της δου­λείας στην αδελφή Πολιτεία ( αν και προς το παρόν, το μόνο που μπορεί να εντοπίσει ως αίτιο διένεξης της, είναι μια πρά­ξη κακής φιλοξενίας), το τοπικό Κοινοβούλιο δεν θα αντιπα- ρερχόταν εξ ολοκλήρου το ζήτημα, κατά την διάρκεια του χει­μώνα που επακολούθησε.

Κάτω από την εξουσία μιας κυβέρνησης η οποία κλείνει στην φυλακή, τελείως άδικα, τον οιονδήπστε, η πραγματική θέση, για έναν δίκαιο άνθρωπο είναι ωσαύτως, η φυλακή. Η σωστή  θέση σήμερα, η  μόνη  θέση την οποία προβλέπει η Μασαχουσέτη για τα πλέον ελεύθερα και λιγότερο παραι­τημένα πνεύματα, είναι οι φυλακές της, ώστε δια νόμου της Πολιτείας, να εκδιωχθούν και να απομονωθούν εκτός αυ­τής, εφόσον έχουν ήδη αυτοαποκλειστεί, χάριν των αρχών τους. Και εκεί, θα πρέπει να πάνε να τους βρουν, ο δραπέτης δούλος, και ο υπό αναστολή φυλακισμένος Μεξικάνος, και ο Ινδιάνος που έρχεται να διαμαρτυρηθεί για το άδικο, που έχει υποστεί η φυλή του. Σε αυτόν τον διαχωρισμένο, αλλά πλέον ελεύθερο και σεβαστό χώρο, όπου η Πολιτεία στοιβάζει όσους δεν είναι μαζί της αλλά εναντίον της, το μόνο κτίριο σε ένα κράτος σκλάβων, όπου μπορεί να κατοικήσει ένας ελεύθερος άνθρωπος, διατηρώντας την αξιοπρέπειά του. Και εάν κάποιος σκεφτεί, ότι η επιρροή που ασκούν θα εξανεμισθεί μέσα στη φυλακή, ότι οι φωνές τους δεν θα τρι- βιλίζουν πλέον τα αυτιά της Πολιτείας, ότι δεν θα είναι πλέον εχθροί εντός των τειχών, τότε δεν γνωρίζει πόσο ισχυρότε­ρη είναι η αλήθεια από το ψέμα, και πόσο η ευγλωττία και η αποτελεσματικότητά τους, έχουν τη δύναμη να πολεμήσουν την αδικία, όταν έχει βιωθεί έστω και για λίγο στο πετσί τους. Ρίξτε ολόκληρη την ψήφο σας, όχι μόνον ένα κομμάτι χαρτί, αλλά ασκείστε  όλη την επιρροή σας. Μια μειοψηφία  είναιαδύναμη, όταν συμβιβάζεται με την πλειοψηφία, δεν είναι καν μειοψηφία.  Αντίθετα,  γίνεται  ακαταμάχητη  εάν επικεντρώ­σει  όλες τις δυνάμεις της στην υπόθεσή της.  Εάν η επιλογή είναι,  μεταξύ του να εγκλειστούν στις φυλακές οι δίκαιοι άνθρωποι, ή να πάρει τέλος ο πόλεμος και η δουλεία, η Πο­λιτεία δεν θα έχει τον παραμικρό δισταγμό στο τι να επιλέ- ξει. Εάν, αυτόν τον χρόνο, χίλιοι άνθρωποι αρνούνταν να πληρώσουν φόρους, αυτή η ενέργεια δεν θα ήταν τόσο βίαιη και αιμμοσταγής, όσο η πράξη της πληρωμής των φόρων, που επέτρεψε στην πολιτεία να βιαιοπραγήσει και να χύσει αίμμα αθώων. Αυτός είναι, πράγματι, ο ορισμός για μια ει­ρηνική  επανάσταση,  εάν κάτι τέτοιο  είναι εφικτό.  Εάν ο φοροεισπράκτορας ή ο οιοσδήποτε δημόσιος λειτουργός, με ρωτήσει, όπως έχει ήδη συμβεί, «Μα τι να κάνω εγώ»; η απά­ντησή μου είναι, «Εάν πράγματι  θέλεις να κάνεις κάτι,  πα­ραιτήσου από τη θέση σου». 'Οταν ο υπήκοος αρνείται τη σύ­μπραξη και  ο λειτουργός παραιτείται  από  το λειτούργημά του,  τότε η επανάσταση έχει ήδη επιτελεσθεί Αλλά ας υπο­θέσουμε, έστω ότι θα χυθεί αίμα. Δεν υπάρχει ήδη αιμμα- τοχυσία όταν τραυματίζεται η συνείδηση; Και από αυτό του το τραύμα, δεν χάνονται η αληθινή ανθρωπιά και η αθανα­σία του ανθρώπου, και δεν αιμμορραγεί ανεπανόρθωτα κα­ταδικάζοντας τον εαυτό του σε αιώνιο θάνατο; Βλέπω ήδη αυτό το αίμμα να ρέει, τώρα.

Με απασχόλησε η φυλάκιση του παραβάτη, και όχι η κα­τάσχεση της περιουσίας του, παρόλο που και τα δύο, θα εξυ­πηρετούσαν τον ίδιο σκοπό, διότι εκείνοι που διεκδικούν το απόλυτο δίκαιο, και κατά συνέπεια είναι οι πλέον επικίνδυ­νοι για μια διεφθαρμένη Πολιτεία, δεν έχουν κατά κανόνα σπαταλήσει πολύ χρόνο, προκειμένου να συσσωρεύσουν μια περιουσία Σε αυτούς, η Πολιτεία παρέχει συγκριτικά λίγες υπηρεσίες, και ένας μικρός φόρος συνήθως, φαντάζει υπέρ­μετρος, κυρίως, όταν είναι υποχρεωμένοι να τον πληρώσουν με πρόσθετη εργασία των χεριών τους. Εάν υπήρχε κάποιος, ικανός να ζει χωρίς να χρησιμοποιεί καθόλου χρήματα, τότε η Πολιτεία θα δίσταζε να του ζητήσει φόρο. Αλλά ο πλούσιος, για να μην προβούμε σε κάποια προσβλητική αναφορά, είναι πάντοτε πουλημένος στο θεσμό, μέσω του οποίου πλουτίζει. Και να το πούμε επακριβώς: Όπου πολλά χρήματα, λίγη αρετη.  Διότι τα χρήματα μεσολαβούν μεταξύ του ανθρώπου και των αντικειμένων του, και τα κατακυριεύουν για λογαριασμό του, και δεν απαιτεί μεγάλη αρετή, η δραστηριοποίηση για την απόκτηση χρημάτων. Τα χρήματα, θέτουν κατά μέρος, πολλά ζητήματα τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα υπέ­βαλλαν τον πλούσιο σε δοκιμασίες, ενώ το μόνο νέο ζήτημα που αναφύεται λόγω των χρημάτων, είναι μεν δύσκολο, αλλά άνευ λόγου: πώς να τα ξοδέψει. Οπότε, χάνει τα ηθικά του ερείσματα. Οι ευκαιρίες για ζωή ελαχιστοποιούνται, όσο αυ­ξάνονται τα αποκαλούμενα μέσα επιβίωσης. Το καλλίτερο που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος για την παιδεία του όταν πλου­τίσει, είναι να προσπαθήσει να υλοποιήσει όλα τα σχέδια που εξέθρεψε όταν ήταν φτωχός. Ο Χριστός έδωσε την ανάλογη απάντηση, προς την κατάστασή τους, στους ανθρώπους του Ηρώδη:

«Επιόείξατέ μοι το νόμισμα τον κήνσσυ, οι όε προσή-νεγκαν αντώ όηνάριον,  και λέγει  αυτοίς,  τίνος η εικών αυτήκαι η επιγραφή; λέγουσιν αντώ, Καίσαρος, τότε λέγει αντοίς,απόδοτε συν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» *,αφήνοντάς τους, όχι σοφότερους από ότι προηγουμένως, σχε­τικά με το ποιο είναι ποιο, διότι αυτοί οι ίδιοι, δεν επιθυμούν να το γνωρίσουν.

Οταν συζητώ με τους πλέον ελεύθερους από τους γείτονές μου, αντιλαμβάνομαι, πως, ό,τι και εάν πουν σχετικά με το μέγεθος και τη σοβαρότητα του ζητήματος και το ενδιαφέρον τους για τη δημόσια ειρήνη, η κατάληξη πάντα είναι, ότι δεν μπορούν να διακυβεύσουν την προστασία από την υφιστάμε­νη κυβέρνηση, και τρέμουν τις συνέπειες της ανυπακοής απέ­ναντι της, επάνω στην περιουσία και την οικογένειά τους. Προσωπικά, είμαι τελείως αντίθετος στην ιδέα, να επαφίεμαι στην προστασία της Πολιτείας. Αλλά, εάν αρνηθώ την εξουσία της Πολιτείας, όταν μου στείλλει τον λογαριασμό της εφο­ρίας, σύντομα θα κατάσχει και θα κατασπαταλήσει όλη μου την περιουσία, καθιστώντας την ζωή μου και την ζωή των παι­διών μου, ένα ατέρμονο μαρτύριο. Αυτό είναι πολύ σκληρό. Εμποδίζει έναν άνθρωπο να ζήσει μιαν έντιμη και επιφανεια­κά άνετη ζωή. Δεν αξίζουν τον κόπο οι ώρες που σπαταλήθη- καν για τη συσσώρευση της περιουσίας, διότι αυτό είναι σί­γουρο, ότι θα επαναληφθεί. Θα πρέπει να νοικιάσετε ή να καταλάβετε παράνομα κάποια έκταση γης, να καλλιεργήσετε μια μικρή σοδειά και να την φάτε αμέσως. Θα πρέπει να στη­ρίζεστε στον εαυτό σας, και να εξαρτάσθε μόνον από τον εαυ­τό σας, χωρίς πολλά πολλά,  έτοιμος για μια καινούρια αρχή,και χωρίς να έχετε πολλές δραστηριότητες. Ένας άνθρωπος μπορεί να πλουτίσει ακόμη και στην Τουρκία, εάν από κάθε άποψη είναι καλός υπήκοος της Τουρκικής κυβέρνησης. Ο Κομφούκιος λέει, «Εάν μια Πολιτεία κυβερνάται με τις αρχές της λογικής, τότε η φτώχεια και η αθλιότητα είναι υπήκοοι τηςντροπής»*.  Όχι,  μέχρις ότου χρειαστώ την προστασία της Μασσαχσυσέτης, μέχρις ότου ζητήσω να φτάσει το χέρι της έως εμένα, σε κάποιο μακρινό λιμάνι του Νότου, όπου η ελευ­θερία μου θα κινδυνεύει, ή μέχρις ότου, αφοσιωθώ αποκλει­στικά στην απόκτηση  μιας περιουσίας εδώ, στον τόπο μου, μέσω κάποιας ειρηνικής δραστηριότητας, είμαι σε θέση να αρνούμαι τη σύμπραξή μου με την Μασσαχουσέτη, και την άσκηση των δικαιωμάτων της επάνω στην περιουσία και τη ζωή μου. Από κάθε άποψη, μου κοστίζει λιγότερο να διακιν­δυνεύσω την ποινή της ανυπακοής στην Πολιτεία,  από το να καταβάλλω το τίμημα της υπακοής. Στην περίπτωση αυτή, θαένοιωθα εντελώς ανάξιος.

Πριν μερικά χρόνια, ήρθε να με βρει η Πολιτεία για λογαριασμό της εκκλησίας, και με διέταξε να καταβάλλω ένα ποσό, για τη μισθοδοσία κάποιου κληρικού, τα κηρύγματα του οποίου παρακολουθούσε ο πατέρας μου, αλλά ποτέ εγώ. «Πλήρωσε είπε,  διαφορετικά  θα  σε  ρίξω στη φυλακή».  Εγώ αρνήθηκα. Αλλά δυστυχώς, κάποιος άλλος άνθρωπος το θεώρησε σωστό να πληρώσει. Δεν βλέπω γιατί ο δάσκαλος του σχολείου, θα πρέπει να φορολογείται προς όφελος του ιερέα, και όχι ο ιε­ρέας προς όφελος του δασκάλου. Δεν υπήρξα ποτέ δημόσιος δάσκαλος της Πολιτείας, αλλά συντηρούσα τον εαυτό μου παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί η Φιλολογική Λέσχη δεν μπορούσε να παρουσιάζει τον δικό της προϋπολογισμό, απολαμβάνοντας την οικονομική υποστή­ριξη της Πολιτείας, όπως και η εκκλησία. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματος των φοροεισπρακτόρων, δέχτηκα να τα δηλώσω όλα αυτά, γραπτά: «Με το παρόν,  καθιστώ γνωστό σε όλους τους ανθρώπους,  ότι εγώ,  ο Χένρι Θορώ,  δεν επιθυμώ να θεωρού­μαι μέλος της οιασδήποτε νομίμως ανεγνωρισμένης ενώσεως,στην οποία  δεν έχω  εγγράφει».  Έδοσα αυτό το χαρτί στον γραμματέα του Δήμου, το πήρε, και το έχει. Η δε Πολιτεία, στο βαθμό που πληροφορήθηκε ότι δεν επιθυμούσα να θεω­ρούμαι μέλος αυτής της εκκλησίας, ποτέ δεν μου ξαναζήτησε να πληρώσω για παρόμοιο λογαριασμό, παρόλο που υποστη­ρίζεται, ότι έπρεπε να επανέλθει στην αρχική της θέση. Εάν γνώριζα, ποιες είναι και πως ονομάζονται, θα είχα παραιτη­θεί από όλες αυτές τις ενώσεις στις οποίες δεν έχω ποτέ εγ­γραφεί ως μέλος. Αγνοώ όμως, που μπορώ να βρω έναν πλή­ρη κατάλογο.'

Για έξι ολόκληρα χρόνια δεν πλήρωνα κεφαλικό φόρο. Έμεινα στη φυλακή γι’ αυτόν το λόγο, για μια νύχτα, και, καθώς είχα μείνει να κοιτάω τους τοίχους από στέρεη πέ­τρα, πάχους δυο ή τριών ποδών, την πόρτα από σίδερο και ξύλο ένα πόδι πάχος, και τα σιδερένια κάγκελα που εμπόδι­ζαν το φως, ένοιωσα έκπληξη, εμπρός στην έκταση της ανοη­σίας του θεσμού, ο οποίος, με αντιμετώπιζε σαν να ήμουν μόνον από κρέας, αίμμα και κόκκαλα, που μπορούσε να τα κλειδώσει μέσα στην φυλακή. Απορρούσα πώς είχε καταλή- ξει στο συμπέρασμα, ότι αυτός ήταν ο καλλίτερος τρόπος χρήσης για το άτομό μου, χωρίς να αναλογισιεί ότι θα ήταν δυνατό, να επωφεληθεί από τις υπηρεσίες μου, με διαφορε­τικό τρόπο. Διαπίστωσα ότι αυτός ο τοίχος, ανάμεσα σε μένα και στους συμπολίτες μου, δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τον άλλον, πολύ πιο δύσκολο στην αναρρίχηση ή την διάτρη­ση, από τον οποίο θα έπρεπε να αποδράσουν, για να κατορ­θώσουν να γίνουν ελεύθεροι όσο και εγώ. Ούτε στιγμή δεν αισθάνθηκα περιορισμένος. Οι τοίχοι της φυλακής, μου φά­νηκαν απλά, σαν μια αλόγιστη σπατάλη πέτρας και τσιμέ­ντου. Ένοιωσα ωσάν να ήμουν ο μοναδικός, από όλους τους συμπολίτες μου, που  είχε πληρώσει κανονικά τον φόρο. Ήταν προφανές, ότι δεν γνώριζαν πώς να μου συμπερκρερ- θούν, και συμπεριφέρονταν ως ανάγωγα άτομα. Σε κάθε απειλή ή σε κάθε φιλοφρόνηση η απάντηση ήταν και μια γκάφα.  Διότι πίστευαν ακλόνητα, ότι διακαής μου πόθος, ήταν να βρίσκομαι από την άλλη πλευρά του πέτρινου τοί­χου.  Χαμογελούσα,  βλέποντάς τους να κλειδώνουν τόσο επιμελώς την πόρτα τους, μπροστά στους διαλογισμούς μου, όι οποίοι τους ακολουθούσαν πάλι έξω, χωρίς να τους αφή­νουν στιγμή ή να παρεμβάλλονται, και αυτοί να είναι στην πραγματικότητα,  οι μόνοι επικίνδυνοι. Αφού λοιπόν δεν μπορούσαν να με αγγίξουν, αποφάσισαν να τιμωρήσουν το σώμα μου. Οπως οι πιτσιρικάδες, που όταν δεν μπορούν να τα βάλουν με κάποιον μεγάλο που του έχουν άχτι, ξεσπούν στον σκύλο του. Είδα ότι η Πολιτεία πλέον τα είχε χαμένα, ότι ήταν σαν μια φοβισμένη και άβγαλτη γυναίκα που δεν διέκρινε φίλους από εχθρούς, και εγώ έχασα και τον τελευ­ταίο σεβασμό, που  μου είχε  απομείνει για αυτήν, και την συμπόνεσα.

Κατά συνέπεια, ποτέ η Πολιτεία ηθελημένα δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη συνείδηση ενός ανθρώπου, πνευμα­τική ή ηθική, αλλά μόνον με το σώμα και τις αισθήσεις του. Δεν διαθέτει κάποια ανώτερη ευστροφία ή ηθικό σθένος, αλλά μόνον ανώτερη φυσική δύναμη. Εγώ, δεν είμαι γεννη­μένος για τον καταναγκασμό. Επιθυμώ να αναπνέω με τον δικό μου τρόπο.  Να δούμε λοιπόν ποιος είναι ο ισχυρότε­ρος. Πόση δύναμη έχει το πλήθος; Ο μόνος, ο οποίος είναι δυνατόν να με υποβάλλει σε καταναγκασμό, είναι ο νόμος, ο ανώτερος, από τον δικό μου. Θέλουν να με αναγκάσουν να γίνω όπως αυτοί. Αλλά εγώ δεν υπακούω σε ανθρώπους που είναι καταναγκασμένοι να ζσυν με αυτόν τον τρόπο, ούτε σε ανθρώπινες μάζες. Τι είδους ζωή θα ήταν, τότε αυτή, για να την ζήσεις; Όταν συναντώ μια κυβέρνηση η οποία λέει, «Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου»,  για ποιο λόγο να βιαστώ να της δόσω τα λεφτά μου; Ενδεχομένως να βρίσκεται σε μεγά­λη δυσχέρεια, και να μην ξέρει τι να κάνει, αλλά εγώ δεν μπορώ να τη βοηθήσω. Ας βοηθήσει μόνη της τον εαυτό της. Ας κάνει ό,τι κάνω και εγώ. Δεν είναι ανάγκη να κλαυθμηρίζει για αυτό. Δεν είμαι εγώ ο υπεύθυνος για τη σωστή λει­τουργία του μηχανισμού της κοινωνίας. Δεν είμαι ο ψυχο­γιός του μηχανικού. Όταν ένα βελανίδι και ένα κάστανο πέσουν στη γη, το ένα, δίπλα στο άλλο, δεν μένει αδρανές το ένα προκειμένου να παραχωρήσει τη  θέση του στο άλλο, αλλά και τα δυο υπακούουν στους δικούς τους νόμους, φυ­τρώνουν, αναπτύσσονται και ανθίζουν όσο καλλίτερα μπορούν, ώσπου ενδεχομένως, το ένα να επισκιάσει και να κα­ταστρέφει το άλλο. Όταν ένα φυτό αδυνατεί να ζήσει, σύμ­φωνα με τη φύση του, πεθαίνει. Το ίδιο και ο άνθρωπος.

Η  νύχτα  στη  φυλακή ήταν κάτι  το νέο για μένα  και ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα.  Όταν μπήκα,  οι φυλακι­σμένοι με  τα  κοντομάνικα,  απολάμβαναν τις κουβε­ντούλες και το βραδυνό αεράκι στον διάδρομο. Αλλά,ο δεσμοφύλακας είπε, «Ελάτε παιδιά, ώρα να σας κλει­δώσω.» Και έτσι διαλύθηκαν,  και άκουσα τον ήχο των βημάτων τους, να επιστρέφουν στα άδεια κελιά.  Ο δε­σμοφύλακας, μου συνέστησε τον συγκρατούμενό μου,ως έναν «έξυπνο και πρώτης τάξεως άνθρωπο.» Καιόταν κλειδώθηκε η πόρτα,  εκείνος μου έδειξε, πού να κρεμάσω το καπέλο μου,  και πώς είχαν τα πράγματα εκεί.  Τα κελιά ασπρίζονταν μια φορά το μήνα,  και το δικό μας,  ήταν το καλλίτερα ασπρισμένο, με λιτή επί­πλωση,  ενδεχομένως το πλέον καθαρό και ευχάριστο διαμέρισμα στην πόλη.  Βέβαια,  ήθελε  να μάθει,  από πού ήμουν και τι με έφερνε εκεί,  και αφού του είπα,τον ρώτησα με τη σειρά μου πώς βρέθηκε αυτός εκεί,θεωρώντας τον φυσικά, ως έναν έντιμο άνθρωπο. Και,πιστεύω, πως πράγματι ήταν. «Με κατηγορούν ότι έκα­ψα  έναν αχυρώνα,»  είπε,  «αλλά  ποτέ μου δεν έκανα κάτι τέτοιο.» Α πό όσα κατόρθωσα να μάθω,  πήγε να κοιμηθεί σε έναν αχυρώνα πιωμένος,  άναψε την πίπα του,  και  ο αχυρώνας κάηκε.  Είχε τη φήμη ενός ιδιο­φυούς ανθρώπου, και βρισκόταν εκεί κάπου τρεις μή­νες, περιμένοντας τη δίκη του, ενδεχομένως δε, να πε-ρίμενε άλλο τόσο,  αλλά  είχε  εξοικειωθεί αρκετά  και έδειχνε μάλλον ευχαριστημένος,  εφόσον είχε διασφα­λίσει  την τροφή του,  χωρίς να πληρώνει,  και πίστευε ότι  του φέρονταν καλά.  Πιάσαμε ο καθένας από ένα παράθυρο, και διαπίστωσα, ότι εάν κάποιος έμενε εκεί για καιρό, η κύρια ενασχόλησή του, θα ήταν να κοιτά­ζει από το παράθυρο. Σύντομα,  είχα διαβάσει όλα τα θρησκευτικά φυλλάδια που είχαν αφεθεί εκεί, και εξέ­τασα τα σημεία, από όπου είχαν δραπετεύσει οι προη­γούμενοι κρατούμενοι, καθώς και ένα κάγκελλο πριο­νισμένο. Άκουσα την ιστορία των προηγούμενων τρο­φίμων του κελιού, διότι ανακάλυψα, ότι ακόμη και εδώ υπήρχαν ιστορίες και  κουτσομπολιά που όεν κυκλο­φορούσαν ποτέ,  έξω από τους τοίχους της φυλακής.Το κτίριο αυτό,  είναι πιθανότατα το μόνο στην πόλη,όπου οι άνθρωποι συνθέτουν στίχους,  τους κυκλοφο­ρούν μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν δημοσιεύονται. Άκου­σα πολυάριθμους στίχους, συνθέσεις κάποιων νεαρών,που  τους εμπνεύστηκαν,  καθώς  προσπαθούσαν ναδραπετεύσουν,  και πήραν την εκδίκησή τους τραγου­δώντας.

Άντλησα, όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από τον συγκρατούμενό μου, με το φόβο, ότι δεν επρόκειτο,ποτέ μου, να τον ξαναδώ. Αλλά στο τέλος, μου έδειξε το κρεββάτι μου και με άφησε να σβήσω τη λάμπα.

Ή ταν σαν να ταξείδευα σε χώρα μακρυνή, που ποτέ μου δεν περίμενα να αντικρύσω,  σε μία και μόνο νύ­χτα.  Μου φάνηκε,  σαν να μην είχα ξανακούσει τους κτύπους του ρολογιού της πόλης,  και τους βραδυνούς θορύβους του χωριού,  ποτέ πριν,  διότι  κοιμηθήκαμε με τα παράθυρα ανοιχτά, πίσω από τα κάγκελλο. Ήταν σαν να έβλεπα το χωριό μου στο φως του Μεσαίωνα και  την Κόνκορντ να  έχει μεταμορφωθεί στον Ρήνο ποταμό,  και οράματα ιπποτών και κάστρων, να περ­νούν από εμπρός μου.  Ή ταν οι φωνές των γερόντων πολιτών του Μεσαίωνα, αυτές που άκουσα στους δρό­μους.  Υπήρξα  ο ακούσιος θεατής και  ακροατής,  του οτιδήποτε συνέβαινε και λεγόταν στην κουζίνα του δι­πλανού πανδοχείου, μια εντελώς νέα και σπάνια εμπει­ρία για μένα.  Ήταν, μια εκ του σύνεγγης εικόνα,  της πόλης που γεννήθηκα. Τη ζούσα, όντως από μέσα Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τα ιδρύματά της.  Και αυτό,  εδώ,  εί­ναι ένα από τα αντιπροσωπευτικά της ιδρύματα, διότι πρόκειται για μια επαρχιακή πρωτεύουσα. Άρχισα να κατανοώ το ποιόν των κατοίκων της.

Το πρωί, μας έδοσαν το πρόγευμα από μια τρύπα της πόρτας,  σε μικρά μακρόστενα  τσίγκινα  δοχεία,  που περιείχαν μισό λίτρο σοκολάτα,  μαύρο ψωμί και ένα σιδερένιο κουτάλι. 'Οταν μας ζήτησαν να επιστρέφου­με τα σκεύη, φέρθηκα σαν πρωτάρης και πήγα να επι­στρέφω το ψωμί, που μου είχε περισσέψει, αλλά ο σύ­ντροφός μου το άρπαξε έγκαιρα,  και είπε ότι πρέπει να το φυλάξω για το γεύμα και το δείπνο. Λίγο αργό­τερα, οδηγήθηκε έξω, να μαζέψει σανό σε ένα γειτονι­κό χωράφι, όπου πήγαινε καθημερινά και δεν επέστρε­φε μέχρι το μεσημέρι, οπότε και με αποχαιρέτησε, λέ­γοντας πως αμφέβαλλε,  εάν θα με ξανάβλεπε.

Όταν βγήκα από τη φυλακή,  διότι κάποιος μεσολά­βησε και πλήρωσε τον φόρο, δεν αντιλήφθηκα αμέσως ότι μεγάλες αλλαγές είχαν συντελεστεί στο τοπίο,  ως συνήθως, όπως εκείνες που θα παρατηρούσε κάποιος που έφυγε νέος και ξαναγύρισε τρικλίζοντας,  γκριζο­μάλλης.  Και ακόμη,  υπήρχε μία αλλαγή στο σκηνικό,μπροστά στα μάτια μου, στην πόλη, στην Πολιτεία, στη χώρα, μεγαλλίτερη από όση θα μπορούσε να επιφέρει ένα,  τόσο,  χρονικό διάστημα.  Έβλεπα με περισσότε­ρη καθαρότητα την Πολιτεία που ζούσα. Είδα ως ποιο σημείο,  άξιζαν εμπιστοσύνης οι  άνθρωποι,  ανάμεσα στους οποίους ζούσα,  ως γείτονες και φίλος  ότι η φι­λία τους ήταν μόνον για τους καλούς καιρούς,  ότι δεν τους απασχολούσε και πολύ να κάνουν το σωστό,  ότι ήταν μια διαφορετική φυλή από εμένα, με τις προκα­ταλήψεις και  τις  δεισιδαιμονίες τους,  όπως  είναι  οι Μαλαίσιοι και οι Κινέζοι, ότι δεν θα θυσίαζαν και πολ­λά  για  την ανθρωπότητα,  ότι  δεν  θα  διακινδύνευαν πολλά,  ούτε καν για την ιδιοκτησία τους,  ό,τι  τελικά,δεν είναι  τόσο γενναιόφρονες αλλά συμπεριφέρονται στον κλέφτη,  όπως τους έχει  συμπεριφερθεί και  αυ­τός,  και ελπίζουν,  ότι τηρώντας επιφανειακά τους τύ­πους,  με λίγες προσευχές και  ακολουθώντας την ευ­θεία και την πεπατημένη, όσο και αν είναι μάταιο, θασώσουν τις ψυχές τους.  Ενδεχομένως,  αυτή είναι μια σκληρή κριτική για τους γείτονές μου,  διότι  πιστεύω ότι οι περισσότεροι από αυτούς,  δεν έχουν επίγνωση,ότι υπάρχει ένα ίδρυμα, όπως η φυλακή στην πόλη τους.Παλαιότερα, υπήρχε η συνήθεια στο χωριό μας, όταν κάποιος φτωχός οφειλέτης έβγαινε από τη φυλακή, όλοι οι  γνωστοί του  να  τον χαιρετούν,  κοιτώντας τον,  με ανοιχτά και σταυρωμένα δάχτυλα επάνω στο πρόσω­πο, μιμούμενοι τα κάγκελλα της φυλακής,  και να τον ρωτούν:  «Πώς είσαι»;  Οι γείτονές μου,  όμως,  δεν με χαιρέτησαν με τον τρόπο αυτό. Απλά,  πρώτα με κοί­ταξαν και  έπειτα  κοιτάχτηκαν μεταξύ τους,  λες και είχα επιστρέφει από ταξείδι μακρυνό.  Όταν με συνέ­λαβαν για να με κλείσουν στη φυλακή,  πήγαινα στον τσαγκάρη να πάρω ένα παπούτσι που του είχα δόσει να μου μπαλώσει.  Όταν αφέθηκα ελεύθερος,  το επό­μενο πρωί, βιάστηκα να αποτελειώσω τη δουλειά μου,και,  αφού φόρεσα  το μπαλωμένο μου παπούτσι,  συνάντησα μια συστάδα από μυρτιλλιές,  που περίμεναν ανυπόμονα την παρέα μου, και μέσα σε μισή ώρα, διότι το άλογο ζεύτηκε γρήγορα, βρισκόμουν στη μέση ενός αγρού με μυρτιλλιές,  επάνω σε έναν από τους υψηλό­τερους λόφους,  δυο μέλια μακρυά,  και  τότε πλέον η Πολιτεία δεν υπήρχε πουθενά.Αυτή είναι όλη η ιστορία από τις « Φυλακές» μου.

Ποτέ δεν αρνήθηκα να πληρώσω φόρο για τον δημόσιο δρόμο, διότι επιθυμώ να είμαι καλός γείτονας, όσο και κα­κός υπήκοος, και όσον αφορά την ενίσχυση των σχολείων, συμβάλλω και εγώ,  μορφώνοντας τους συγχωριανούς μου. Δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που με κάνει να αρνούμαι να πληρώσω την εφορία. Απλούστατα δεν επιθυμώ να συμπράξω με την Πολιτεία, αποσύρομαι και αποστασιο­ποιούμαι ενεργητικά από αυτήν. Δεν με  ενδιαφέρει η πο­ρεία του δολλαρίου μου, δεν θα με ενδιέφερε, ακόμα και αν μπορούσα να την παρακολουθήσω, από τη στιγμή που με αυτό αγοράζεται ένας άνθρωπος ή ένα τουφέκι, για να σκοτωθεί κάποιος με αυτό. Το δολλάριο είναι αθώο. Αλλά με ενδια­φέρει η πορεία των συνεπειών της σύμπραξής μου.  Στην πράξη, κηρύσσω ειρηνικά τον πόλεμο εναντίον της Πολι­τείας, με τον δικό μου τρόπο, παρόλο που θα εξακολουθώ να την χρησιμοποιώ, και να επωφελούμαι από αυτήν, όπως συνήθως, σε αυτού του είδους τις περιπτώσεις.

Εάν οι άλλοι πληρώσουν τον φόρο που απαιτείται από εμένα, επιδεικνύοντας κατανόηση  προς την Πολιτεία, δεν κάνουν τίποτα άλλο, από ότι θα έκαναν και σε δική τους, ανάλογη περίσταση. Εάν πληρώνουν τον φάρο από ένα κα­κώς εννοούμενο ενδιαφέρον για τον φορολογούμενο, για να σώσουν την περιουσία του, ή να αποτρέψουν την φυλάκιση του, το κάνουν επειδή δεν είχαν τη σύνεση, να διακρίνουν μέχρι ποιο σημείο, επιτρέπουν στο προσωπικό συναίσθημα, να παρεμβαίνει στο δημόσιο συμφέρον.

Προς το παρόν, αυτή είναι η θέση μου. Αλλά δεν μπορεί να είναι ανυποχώρητος ένας άνθρωπος σε αυτές τις περι­πτώσεις, εκτός και αν, οι πράξεις του, καθοδηγούνται από ισχυρογνωμοσυνη ή από αδικαιολόγητο σεβασμό, προς τη γνώμη των ανθρώπων. Ας τον αφήσουμε λοιπόν να ενεργή­σει, σε σχέση με το ποιος είναι, και το τι απαιτεί η στιγμή.

Σκέφτομαι καμιά φορά, «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν καλές προθέσεις,  μόνον που τους λείπει  η γνώση,  θ α   ενεργούσαν πολύ καλλίτερα,  εάν είχαν τη γνώση.  Γιατί να προκαλείς αυ­τόν τον πόνο στους γείτονές σου,  αναγκάζοντάς τους να συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν τους αρμόζει»; Αλλά, σκέ­φτομαι πάλι,  «αυτός δεν είναι  λόγος να  κάνω  και  εγώ,  ότι κάνουν οι άλλοι, ή να επιτρέψω να υποστούν και άλλοι, πολύ περισσότερο  πόνο,  διαφορετικού  είδους».  Και πάλι, πότε πότε, λέω στον εαυτό μου: 'Οταν πολλά εκατομμύρια ανθρώ­πων, χωρίς πάθος, χωρίς κακή πρόθεση, χωρίς κανενός εί­δους συναισθηματική  φόρτιση, σου ζητούν μονάχα μερικά σελίνια, χωρίς την δυνατότητα, (αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία τους), να αποσύρουν ή να τροποποιήσουν το αίτημά τους, και χωρίς την δυνατότητα, από την πλευρά σου, να απευθυνθείς σε κάποια άλλα εκατομμύρια ανθρώπων, γιατί να εκθέσεις τον εαυτό σου σε αυτήν, τη σαρωτική ωμή βία; Δεν αντιστέκε­σαι πεισματικά με αυτόν τον τρόπο στο κρύο και την πείνα, στους ανέμους και τα κύματα, δεν υποκύπτεις ήρεμα σε χίλιες δυο παρόμοιες περιστάσεις ανωτέρας βίας; Δ εν βάζεις το χέρισου στην φωτιά.  Αλλά, όπως αναλογικά θεωρώ αυτήν τη δύναμη, όχι συνολικά ως μια κτηνώδη δύναμη, αλλά εν μέρει, ως μια δύναμη ανθρώπινη, και διατείνομαι, ότι διατηρώ σχέ­σεις με αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων, όπως και με τόσα άλλα πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, και όχι απλά και μόνον με αντικείμενα άψυχα ή κτηνώδη, έτσι εκτιμώ, πως αυτή η έκκληση είναι δυνατή, εδώ και τώρα, από αυτούς προς τον Δημιουργό τους, και δεύτερον, από αυτούς προς τους ίδιους τους εαυτούς τους. Διότι, εάν βάλω σκόπιμα το χέρι μου στη φωτιά, κατόπιν δεν μπορώ να κάνω έκκληση στη φωτιά ή τον δημιουργό της φωτιάς, και τον μόνο που μπορώ να κατηγορή­σω, είναι τον ίδιο μου τον εαυτό. Εάν είχα τη δυνατότητα, να πείσω τον εαυτό μου, ότι έχω οποιοδήποτε λόγο να είμαι ικα­νοποιημένος από τους ανθρώπους όπως είναι, και να τους συ­μπεριφέρομαι ανάλογα, και όχι σύμφωνα με ορισμένες από­ψεις, προς τις δικές μου απαιτήσεις και προσδοκίες για το τι όφειλαν να είναι, ωσάν να ήμουν καλός Μουσουλμάνος και μοιρολάτρης, θα όφειλα να προσπαθήσω να είμαι ικανοποιη­μένος με τα πράγματα όπως είναι, και να πω ότι αυτό είναι θέλημα θεού. Κυρίως δε, ότι εκεί έγκειται, η ουσιαστική δια­φορά της αντίστασης, απέναντι σε αυτήν, την απερίφραστα κτηνώδη και φυσική δύναμη, στην οποία μπορώ να αντισταθώ, με κάποια αποτελεσματικότητα. Δεν μπορώ όμως να πε­ριμένω, όπως ο Ορφέας, να μεταβάλλω τη φύση των βράχων, των δέντρων και των ζώων.

Δεν επιθυμώ να αντιδικήσω με κανέναν άνθρωπο ή έθνος. Στόχος μου, δεν είναι να διυλίσω τον κώνωπα, να ωραιο­ποιήσω τις διακρίσεις, ή να προβάλλω τον εαυτό μου, ως καλλίτερο από τους γείτονές μου. θα  μπορούσα να πω, ότι επιζητώ μάλλον μια δικαιολογία για συμμόρφωση προς τους νόμους της χώρας. Είμαι περισσότερο από ό,τι πρέπει, έτοι­μος να συμμορφωθώ προς αυτούς. Πράγματι, έχω λόγους να υποπτεύομαι τον εαυτό μου, σε αυτόν τον τομέα, και κάθε χρόνο, όταν κάνει τον γύρο του ο φοροεισπράκτορας, βρί­σκω τον εαυτό μου διαθέσιμο να επανεξετάσει τις πράξεις και τις θέσεις των ομοσπονδιακών και των πολιτειακών κυ­βερνήσεων, και τις διαθέσεις του κόσμου, προκειμένου να ανακαλύψω, ένα πρόσχημα για να συμμορφωθώ. Πιστεύω, ότι η Πολιτεία, θα είναι σύντομα σε θέση, να πάρει από τα χέρια μου, όλο αυτό το έργο, και τότε δεν θα είμαι καλλίτε­ρος πατριώτης από τον οιονδήποτε συγχωριανό μου. Ιδωμέ­νο, από μια κατώτερη σκοπιά, το Σύνταγμα, με όλα τα ελαττώματά του, είναι πολύ καλό. Ο νόμος και τα δικαστήρια είναι αξιοσέβαστα, ακόμη και αυτή η Πολιτεία, και αυτή η Αμερικάνικη κυβέρνηση, είναι από πολλές απόψεις, αξιο­θαύμαστα και πρώτης τάξεως πράγματα, που τους αξίζει να νοιώθουμε ευγνωμοσύνη για την ύπαρξή τους, όπως έχουν ήδη  επισημάνει πολλοί. Αλλά, ιδωμένα από μια ελάχιστα ανώτερη σκοπιά, και από μία ακόμη πιο ανώτερη, είναι όπως τα περιέγραψα, και θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, ότι δεν αξίζουν να τους αφιερώσεις ούτε  μια ματιά, ούτε την ελάχιστη σκέψη.

Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν με απασχολεί και πολύ, και δεν είμαι διατεθειμένος να αφιερώσω την ελάχιστη σκέψη γι’ αυτήν. Δεν είναι πολλές οι στιγμές, ακόμη και σε αυτόν τον κόσμο, όπου ζω κάτω από την εξουσία μιας κυβέρνησης. Εάν ένας άνθρωπος διαθέτει ελεύθερη σκέψη,  ελεύθερα αι­σθήματα,  ελεύθερη φαντασία,  αυτό που  δεν υπάρχει,  ποτέ δεν θα του φανεί ωσάν να υπάρχει,  και οι άφρονες κυβερνή­τες ή μεταρρυθμιστές, μοιραία, δεν θα κατορθώσουν ποτέ να τον αναχαιτίσουν.

Γνωρίζω, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σκέπτονται δια­φορετικά από  εμένα, αλλά εκείνοι που  εξ επαγγέλματος έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη  μελέτη  αυτών, ή άλλων σχετικών θεμάτων, μου προσφέρουν ελάχιστη ευχαρίστηση, όπως και κάθε άλλος. Οι άνθρωποι της Πολιτείας και του Νόμου, βρίσκονται τόσο ολοκληρωτικά, βαθιά μέσα στον θεσμό, ώστε ποτέ τους δεν τον βλέπουν, ευκρινώς και απο­γυμνωμένο. Αναφέρονται σε μιαν εν εξελίξει κοινωνία, αλλά δεν έχουν που την κεφαλή κλίναι, εκτός αυτής. Πιθανόν, να είναι άνθρωποι με κάποια εμπειρία και κρίση, και αναμφί- βολλα έχουν επινοήσει ευφυή ή ακόμη και χρήσιμα συστή­ματα, για τα οποία τους ευχαριστούμε με κάθε ειλικρίνεια, αλλά όλη τους η ευφυΐα και η χρησιμότητα, δεν υπερβαίνει κάποια περιορισμένα όρια. Δεν επιθυμούν, να λησμονήσουν ότι ο κόσμος δεν κυβερνάται από την πολιτική και την λυσιτέλεια. Ο Webster*  ποτέ δεν επιχείρησε να ελέγξει την κυ­βέρνηση, και έτσι του είναι αδύνατον να μιλήσει για αυτήν, με κύρος.  Οι λόγοι του είναι σοφοί, για όσους νομοθέτες δεν οραματίζονται κάποια ουσιαστική  μεταρρύθμιση, στην παρούσα κυβέρνηση. Αλλά για τους στοχαστές, και όσους οραματίζονται νόμους αιώνιους, δεν έχει αγγίξει ποτέ, την ουσία του προβλήματος. Γνωρίζω ανθρώπους σαν αυτόν, που οι γαλήνιοι και σοφοί στοχασμοί τους, σχετικά με το θέμα αυτό, αποκαλύπτουν εν συντομία, τα όρια της ευρύτητας και του βεληνεκούς της διάνοιάς τους. Και παρόλα αυτά, σε σύ­γκριση προς τις ευτελείς επαγγελίες των περισσότερων με­ταρρυθμιστών, και την ακόμη πιο ευτελή σοφία και ευφρά­δεια των πολιτικών, εν γένει, οι δικοί του λόγοι, είναι σχε­δόν οι μόνοι που διακρίνονται για την αξία και την ευαισθη­σία τους, και ευχαριστούμε τον θεό γι’ αυτόν. Συγκριτικά, παραμένει πάντα ρωμαλέος, πρωτότυπος, και πάνω από όλα, πρακτικός. Παρόλα αυτά, η αρετή του δεν είναι η σοφία, αλλά η σύνεση. Η αλήθεια του νομομαθούς, δεν είναι η Αλήθεία, είναι η λογική συνέπεια, ή η συνέπεια προς την λυσιτέλεια. Η Αλήθεια, βρίσκεται πάντα σε αρμονία προς τον εαυ­τό της, και ασχολείται και μεριμνά κατά κύριο λόγο για την ανεύρεση του δικαίου, το οποίο ενδεχομένως, συνάδει με την αδικοπραγία.

Ο Webster, έχει αποκληθεί επάξια, Υπερασπιστής του Συντάγματος.  Όλα του τα χτυπήματα, δεν είναι παρά, αμυ­ντικά. Δεν είναι ηγέτης, αλλά οπαδός. Ηγέτες του, είναι οι άνθρωποι που συνέταξαν το Αμερικανικό σύνταγμα το 1787, στην Φιλαδέλφεια. «Ποτέ μου δεν κατέβαλλα  την οποιαδή­ποτε  προσπάθεια,» λέει,  «και  ποτέ μου  δεν προτίθεμαι  να καταβάλλω την παραμικρή προσπάθεια · ποτέ μου δεν συνέ­βαλλα και δεν εννοώ ποτέ μου να συμβάλλω στο παραμικρό,προκειμένου να δημιουργήσω κωλύματα,  στην αρχική σύμ­βαση,  χάρη στην  οποία,  συνενώθηκαν  οι  διάφορες Πολι­τείες»*. Έτσι, σε σχέση με τον καθαγιασμό της δουλείας, η οποία περιέχεται στο Σύνταγμα, λέει: «Εφόσον είναι μέρος της αρχικής σύμβασης,  ας παραμείνει».  Παρά την ιδιαίτερη οξυδέρκεια και ευελιξία που τον διακρίνει, δεν είναι ικανός να αποσπάσει ένα γεγονός, από τις κατά κύριο λόγο πολιτι­κές του συνιστώσες, και να το εντάξει, υπό το άπλετο φως του νοητού. Αυτό, για παράδειγμα, το οποίο αρμόζει σε έναν άνθρωπο, να πράξει εδώ, στην Αμερική σήμερα, απέναντι στο ζήτημα της δουλείας. Αντίθετα όμως, αποτολμά ή φέρε­ται να εκφράζει μια τόσο απελπισμένη  απόφαση,  όπως η ακόλουθη, από την οποία κύριος οίδε, ποιος καινοφανής και ιδιότυπος κώδικας κοινωνικών καθηκόντων εκπηγάζει, ενώ ισχυρίζεται, ότι μιλάει απόλυτα, και ως άτομο. «Ο τρόπος»,λέει, «με τον οποίο ρυθμίζουν τη δουλεία οι κυβερνήσεις των Πολιτειών στις οποίες υφίσταται, είναι δικό τους ζήτημα, ενα­πόκειται στην ευθύνη των δικών τους ψηφοφόρων,  στους γε­νικούς νόμους περί ιδιοκτησίας,  ανθρώπινης φύσεως και δι­καιοσύνης,  και  στον Θεό.  Οργανωμένα  σχήματα,  τα  οποία διαμορφώνονται αλλού,  και εκπορεύονται από ένα αίσθημα ανθρωπιάς, ή οποιαόήπστε άλλη αιτία, δεν έχουν καμμία σχέ­ση με  αυτό.  Ποτέ τους δεν είχαν τ ψ  οποιανδήποτε  ενθάρ­ρυνση από μέρους μου, και δεν πρόκειται ποτέ να τ ψ  έχουν».

Αυτοί που δεν γνωρίζουν καθαρότερες πηγές της αλή­θειας, που δεν τις έχουν αναζητήσει ψηλότερα, παραμένουν, και σοφά παραμένουν, πλάι στην πηγή της Βίβλου και του Συντάγματος, και πίνουν από αυτή, με σεβασμό και ταπει­νοφροσύνη. Εκείνοι όμως, που μέλημά τους είναι να αναζη­τήσουν το από που, προέρχεται, ό,τι ενσταλάζει σε  αυτήν την λίμνη, ή τη στέρνα, ανασκουμπώνονται και πάλι, και συ­νεχίζουν την περιπλάνησή τους, όπως ο προσκυνητής ανα­ζητά την αρχική πηγή.

Κανένας προικισμένος νομοθέτης, καμία νομική ιδιοφυία, δεν έκανε την εμφάνισή του στην Αμερική. Εξάλλου, είναι σπάνιο φαινόμενο στην Παγκόσμια Ιστορία. Υπάρχουν ρή­τορες, πολιτικοί, εύγλωττοι άνθρωποι, κατά χιλιάδες, αλλά δεν έχει ανοίξει ακόμη το στόμα του, ο ικανός ομιλητής, ο άξιος να διαλευκάνει τα επίμαχα ζητήματα του παρόντος. Αγαπάμε την ευγλωττία για την ευγλωττία, και όχι για την όποια αλήθεια είναι δυνατόν να εκφέρει, ή για τον όποιο ηρωισμό, είναι δυνατόν να μας εμπνεύσει. Οι νομοθέτες μας, δεν έμαθαν ακόμη την σχετική αξία του ελεύθερου εμπο­ρίου, σε σχέση με την απόλυτη αξία που έχει για ένα έθνος, η ελευθερία, η ομοθυμία, η χρηστότητα. Τους λείπει η ιδιο­φυία ή το ταλέντο, σε σχέση  με τα πλέον απλά ζητήματα, όπως η φορολόγηση, η διαχείριση των οικονομικών, του εμπορίου, της βιοτεχνίας και της γεωργίας. Εάν επαφιέμεθα στην αποκλειστική καθοδήγηση από τους πνευματώδεις λόγους των νομοθετών του Κογκρέσσου, χωρίς τη βελτίωση, που πηγάζει από τη σύγχρονη εμπειρία και τις αποτελεσμα­τικές διαμαρτυρίες του λαού, η Αμερική δεν θα ήταν ικανή για πολύ, να διατηρήσει την θέση της, ανάμεσα στα έθνη. Επί χίλια οκτακόσια χρόνια, αν και ενδεχομένως, δεν έχω δικαίωμα να το πω αυτό, η Καινή Διαθήκη συνέχιζε να γρά­φεται. Παρόλα αυτά, πού είναι ο νομοθέτης, με την επαρκή σοφία και το πρακτικό ταλέντο, ο ικανός να επωφεληθεί από το φως που ρίχνει στη νομική επιστήμη;

Το κύρος της κυβέρνησης, ακόμη και εκείνης, στην οποία εγώ θα ήμουν πρόθυμος να υποταχθώ,  διότι θα υπάκουα πρόθυμα σε αυτούς που γνωρίζουν και είναι ικανοί να λει­τουργήσουν καλλίτερα από εμένα και για πολλά πράγματα ακόμα και σε αυτούς, που ούτε γνωρίζουν, ούτε μπορούν να τα κάνουν τόσο καλά, δεν είναι καθαρό τοπίο. Για να είναι μια κυβέρνηση αυστηρά δίκαιη, με την αυστηρή έννοια του όρου, οφείλει να έχει την ευλογία και τη συγκατάθεση του κυβερνόμενου. Δεν είναι δυνατόν να έχει πλήρη δικαιώμα­τα, επάνω στο άτομο και την ιδιοκτησία μου, πέρα από εκεί­να που της εκχωρώ εγώ. Η πρόοδος από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία, και από τη συνταγματική μοναρχία στην δημοκρατία,  είναι πρόοδος προς τον πραγματικό σε­βασμό του ατόμου. Είναι δημοκρατία, όπως ακριβώς τη γνω­ρίζουμε, η  μέγιστη  δυνατή  βελτίωση της κυβέρνησης;  Δεν είναι δυνατόν, να προβούμε σε ένα ακόμη βήμα, μακρύτερα, προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης και της οργάνω­σης των δικαιωμάτων του ανθρώπου; Δεν θα υπάρξει ποτέ πραγματικά ελεύθερη και φωτισμένη Πολιτεία, έως ότου, η Πολιτεία δεν αναγνωρίσει το άτομο, ως μια υψηλότερη και ανεξάρτητη δύναμη, (από την οποία αντλεί όλη τη δύναμη και όλο το κύρος της), και δεν του συμπεριφέρεται ανάλογα.  Μου προκαλεί μεγάλη  ευχαρίστηση, να οραματίζομαι μια Πολιτεία ικανή, που επιτέλους αποδίδει το δίκαιο προς όλους τους ανθρώπους, και που συμπεριφέρεται στο άτομο με σεβασμό,  όπως σε  έναν γείτονα, που δεν ταράζεται ο ύπνος της,  εάν κάποιοι πάνε να ζήσσυν μακρυά της, ούτε παρεμβαίνει επιζήμια στις υποθέσεις τους, και δεν περισφίγ­γει ασφυκτικά, όσους εκπληρουν όλα τους τα καθήκοντα, ως γείτονες και ως συνάνθρωποι. Μία πολιτεία που θα κυο­φορήσει έναν καρπό αυτού του είδους, για να τον αποδώσει με ωδίνες όταν ωριμάζει,  και που θα προετοιμάσει τον δρό­μο για μια άλλη, ακόμα πιο τέλεια, ακόμη πιο λαμπρή Πολι­τεία, την οποία έχω επίσης οραματιστεί, αλλά δεν την βλέπω ακόμη πουθενά. Πηγή

************

Η Πολιτική Ανυπακοή«Civil Disobedience», εκδόθηκε για πρώτη φορά το  1849, με τον τίτλο Resistance to Civil Government «Αντίσταση στην Πολιτική Διακυβέρνηση», στα Aesthetic Papers«Τετράδια Αισθητικής»,της Ελίζαμπεθ Πιμπόντι, αλλά ο θορώ είχε ήδη φέρει σε επαφή το κοι­νό, είτε με ολόκληρο το κείμενο, είτε με μέρη του, μέσω διαλέξεων κατά τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του  1848,  στη  Φιλοσοφική Λέσχη του Κόνκορντ, με τον τίτλο,  The Rights and Duties of the Individual inRelation to Government«Δικαιώματα  και  Υποχρεώσεις του Ατόμου,έναντι της Κυβέρνησης».

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ
Τίτλος πρωτοτύπου: CIVIL DISOBEDIENCE
Εκδόσεις «ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ»


ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: WALKING
Διαβάστε το ΕΔΩ


ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΑΡΧΕΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: LIFE WITHOUT PRINCIPLE
Διαβάστε το ΕΔΩ

 Μετάφραση: Σΰλβια

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης