1
Η εικόνα της γυναίκας που φλέγεται
με λάδι βράζοντας το χέρι
και του αντρός που του καίγονται τα χείλη
ενώ του φιλάει το δέρμα για να του καταπραΰνει τον πόνο.
Το στόμα με ανοιχτή πληγή που ψάχνει σε άλλο στόμα
την ανάσα που αποκοιμίζει την κραυγή,
το παθιασμένο σάλιο που γιατρεύει με τη σειρά του.
Ο Μιγκέλ Τόργκα έγραψε: «Πάει πολύς καιρός
που δεν έχω γράψει ένα ερωτικό ποίημα».
2
Φωτογραφίες κιτρινισμένες.
Τα πρόσωπα μαραζωμένα που πια κανένας δεν αναγνωρίζει.
Στίχοι γεμάτοι από σκισίματα,
από χαμούς, από νοσταλγία.
Το πάθος με είχε κάνει ξένη
και ξαφνικά το ξεχείλισμα.
Η πράξη της γραφής μόνο αυξάνει
την ανάγκη της επιμονής,
της πίστης πως το ποίημα είναι απαραίτητο.
Ο Μπόρχες έγραψε: « Το να είμαι μαζί σου ή το να μην είμαι μαζί σου
είναι η μέτρηση του χρόνου μου».
3
Το βλέμμα που φυλάει τα όνειρά μου αυτή τη νύχτα˙
η πεποίθηση πως ακόμα μες στο σκοτάδι
θα είναι δυνατό να σε συναντήσω˙
το αβέβαιο πέρασμα από τα μισοφωτισμένα σοκάκια
σε πόλεις φανταστικές: η ήττα.
Ο Ραφαέλ Καδένας έγραψε: «Οι αναγνώστες της ποίησης
ψάχνουν, στο βάθος, αποκαλύψεις».
4
Μια λέξη που θα διέσχιζε τις αποστάσεις, το χρόνο,
που θα μάζευε και που θα καρφωνόταν στο ενδότερο του εαυτού μου
για να με αγκυροβολήσει σε ένα καταφύγιο
και να αναμείνω την έλευση του χειμώνα.
Ο Οκτάβιο Παζ έγραψε: «Κάθε ποίημα είναι χρόνος, και φλέγεται».
5
Το δέρμα, το άρωμα.
Δεν υπάρχει άμμος στις παραλίες της εξορίας.
Στη μια πλευρά του γυαλιού το κρύο˙
στην άλλη, η ζέστη.
Άμα τα χέρια μας συναντηθούν.
Ο Μάριο Λούτσι έγραψε: «Τι νύχτα από μακριά
προετοιμάζεται στην ομίχλη».
6
Ένας αέρας μεστωμένος ενός καιρού
που έμεινε παραγκωνισμένος μες στους ιστούς των αραχνών
εκείνου του παλιού σπιτιού,
με μεταφέρει υπνωτισμένα προς εσένα:
αναπνέοντάς σε, πίνοντάς σε, ζώντας σε.
Όντας ένας και μη ξυπνώντας.
Ξαφνικά, η βροχή επέστρεψε
ετοιμοθάνατη και τυφλή.
Η φωνή σου με γεύεται, με μυρίζει,
τη νιώθω βροχή.
Η φωνή σου είναι βροχή.
Ο Ύβ Μπονφουά έγραψε: «αφού
υπάρχει βλέμμα μόνο σ’ αυτό που πεθαίνει».
7
Ο Νικ Μέισον χτυπά με επιμονή τα ντράμς
τη νύχτα της Πομπηίας.
Οι όψεις των ερειπωμένων τοίχων
μοιάζουν να συνοδεύουν με κραυγές και θρήνους.
Τη στιγμή της μεγαλύτερης έντασης
μια μπαγκέτα του ξεφεύγει
κι ο ντράμερ, ευέλικτος, αρπάζει άλλη.
Αυθορμητισμός και ενθουσιασμός,
αδελφωμένοι με τη φωτιά
και την πετρωμένη λάβα του ηφαιστείου.
Γέννηση, θάνατος, ανάσταση.
Στις στάχτες μόνο υπάρχει
ατίμωση και λήθη.
Ο Ρότζερ Γουώτερς ουρλιάζει: «Μία από αυτές τις μέρες
θα σε κόψω κομματάκια».
με λάδι βράζοντας το χέρι
και του αντρός που του καίγονται τα χείλη
ενώ του φιλάει το δέρμα για να του καταπραΰνει τον πόνο.
Το στόμα με ανοιχτή πληγή που ψάχνει σε άλλο στόμα
την ανάσα που αποκοιμίζει την κραυγή,
το παθιασμένο σάλιο που γιατρεύει με τη σειρά του.
Ο Μιγκέλ Τόργκα έγραψε: «Πάει πολύς καιρός
που δεν έχω γράψει ένα ερωτικό ποίημα».
2
Φωτογραφίες κιτρινισμένες.
Τα πρόσωπα μαραζωμένα που πια κανένας δεν αναγνωρίζει.
Στίχοι γεμάτοι από σκισίματα,
από χαμούς, από νοσταλγία.
Το πάθος με είχε κάνει ξένη
και ξαφνικά το ξεχείλισμα.
Η πράξη της γραφής μόνο αυξάνει
την ανάγκη της επιμονής,
της πίστης πως το ποίημα είναι απαραίτητο.
Ο Μπόρχες έγραψε: « Το να είμαι μαζί σου ή το να μην είμαι μαζί σου
είναι η μέτρηση του χρόνου μου».
3
Το βλέμμα που φυλάει τα όνειρά μου αυτή τη νύχτα˙
η πεποίθηση πως ακόμα μες στο σκοτάδι
θα είναι δυνατό να σε συναντήσω˙
το αβέβαιο πέρασμα από τα μισοφωτισμένα σοκάκια
σε πόλεις φανταστικές: η ήττα.
Ο Ραφαέλ Καδένας έγραψε: «Οι αναγνώστες της ποίησης
ψάχνουν, στο βάθος, αποκαλύψεις».
4
Μια λέξη που θα διέσχιζε τις αποστάσεις, το χρόνο,
που θα μάζευε και που θα καρφωνόταν στο ενδότερο του εαυτού μου
για να με αγκυροβολήσει σε ένα καταφύγιο
και να αναμείνω την έλευση του χειμώνα.
Ο Οκτάβιο Παζ έγραψε: «Κάθε ποίημα είναι χρόνος, και φλέγεται».
5
Το δέρμα, το άρωμα.
Δεν υπάρχει άμμος στις παραλίες της εξορίας.
Στη μια πλευρά του γυαλιού το κρύο˙
στην άλλη, η ζέστη.
Άμα τα χέρια μας συναντηθούν.
Ο Μάριο Λούτσι έγραψε: «Τι νύχτα από μακριά
προετοιμάζεται στην ομίχλη».
6
Ένας αέρας μεστωμένος ενός καιρού
που έμεινε παραγκωνισμένος μες στους ιστούς των αραχνών
εκείνου του παλιού σπιτιού,
με μεταφέρει υπνωτισμένα προς εσένα:
αναπνέοντάς σε, πίνοντάς σε, ζώντας σε.
Όντας ένας και μη ξυπνώντας.
Ξαφνικά, η βροχή επέστρεψε
ετοιμοθάνατη και τυφλή.
Η φωνή σου με γεύεται, με μυρίζει,
τη νιώθω βροχή.
Η φωνή σου είναι βροχή.
Ο Ύβ Μπονφουά έγραψε: «αφού
υπάρχει βλέμμα μόνο σ’ αυτό που πεθαίνει».
7
Ο Νικ Μέισον χτυπά με επιμονή τα ντράμς
τη νύχτα της Πομπηίας.
Οι όψεις των ερειπωμένων τοίχων
μοιάζουν να συνοδεύουν με κραυγές και θρήνους.
Τη στιγμή της μεγαλύτερης έντασης
μια μπαγκέτα του ξεφεύγει
κι ο ντράμερ, ευέλικτος, αρπάζει άλλη.
Αυθορμητισμός και ενθουσιασμός,
αδελφωμένοι με τη φωτιά
και την πετρωμένη λάβα του ηφαιστείου.
Γέννηση, θάνατος, ανάσταση.
Στις στάχτες μόνο υπάρχει
ατίμωση και λήθη.
Ο Ρότζερ Γουώτερς ουρλιάζει: «Μία από αυτές τις μέρες
θα σε κόψω κομματάκια».
8
Ακόμα δεν έχω μάθει να προφέρω το όνομά σου.
*Από το βιβλίο Επιστροφή (The dream is over),
Santa Cruz de Tenerife, Εκδόσεις Idea, 2009
Μετάφραση: Άτη Σολέρτη