"Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρυα των αθώων.
σε λευκά δάση μαργαριταριών
εμείς που πελεκήσαμε στην πέτρα
τη γαληνή μορφή του ονείρου
δεν ξέρουμε να περπατάμε
πάνω στους δρόμους που μέρα βάφονται
με το αίμα του ξανθού Ιησού.
Πίσω από τους τοίχους μάς παραμονεύουν.
Απ' τις γωνιές φεύγουν περίτρομα
πλήθη αγριοπερίστερων.
Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα κεφάλι αποκεφαλισμένο.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
με ανθρώπινα κόκαλα
για ν' ανέβουν.
Κύριε, Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι και αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ' ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα και απορημένα που δεν επαιτούν.
[....]
θυμάσαι το γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τ' αστέρια
για να κερδίσει τη νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;"
~
Απόσπασμα από το "Εμβατήριο του Ωκεανού"