Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Τζέιν Όστεν (Jane Austen), «Περηφάνια και προκατάληψη» απόσπασμα

Το μυθιστόρημα Περηφάνια και προκατάληψη (πρώτη έκδοση στην αγγλική γλώσσα το 1813), ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της αγγλικής λογοτεχνίας, είναι πολυεπίπεδο και, ως εκ τούτου, πολλαπλώς ερμηνεύσιμο. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κωμωδία ηθών» της τάξης των μεσαίων γαιοκτημόνων της Αγγλίας, προς τα τέλη του 18ου, αρχές του 19ου αιώνα, ως ρεαλιστικό «οικογενειακό μυθιστόρημα» ή ως μαρτυρία της μετάβασης της κοινωνίας της Αντιβασιλείας προς το σύγχρονο κόσμο. Πάνω απ' όλα, όμως, πρόκειται για μια μελέτη της μοίρας της γυναίκας σε μια κοινωνία που ήταν ανίκανη να την αντιμετωπίσει ως άνθρωπο με κρίση, απόψεις, επιλογές, με ανδρικά, δηλαδή, για την εποχή, χαρακτηριστικά. Από την άποψη αυτή, το παρόν μυθιστόρημα είναι βαθύτατα φεμινιστικό και η κεντρική ηρωίδα του, η Ελίζαμπεθ Μπέννετ, που εξεγείρεται κατά της καταστάσεως αυτής και τελικά νικά, είναι πρόδρομος της σημερινής χειραφετημένης γυναίκας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΙΝΑΙ μια πεποίθηση βαθιά ριζωμένη σ' όλο τον κόσμο. Ένας άνδρας ελεύθερος και με σημαντική περιουσία χρειάζεται οπωσδήποτε μία σύζυγο!

Όσο κι αν είναι ελάχιστα γνωστά τα αισθήματα και οι απόψεις ενός ελεύθερου άνδρα, όταν εμφανιστεί για πρώτη φορά σε μια γειτονιά, επειδή η πεποίθηση αυτή είναι πολύ βαθιά ριζωμένη στα μυαλά των οικογενειών της περιοχής, εκείνος θεωρείται, δικαιωματικά, ιδιοκτησία της μιας ή της άλλης θυγατέρας τους.

«Αγαπητέ μου κύριε Μπέννετ» έλεγε στον σύζυγό της μια μέρα η κυρία Μπέννετ «έμαθες πως νοικιάστηκε επιτέλους το Νέδερφιλντ Παρκ;»

Ο κύριος Μπέννετ απάντησε ότι δεν το είχε μάθει.

«Και όμως, έτσι είναι» επέμεινε η κυρία Μπέννετ. «Μόλις πριν λίγο, ήταν εδώ η κυρία Λογκ και μου τα είπε όλα».

Ο κύριος Μπέννετ δεν αποκρίθηκε.

«Δε θέλετε λοιπόν να μάθετε ποιος είναι ο ενοικιαστής;» ρώτησε ανυπόμονα η σύζυγός του.

«Αφού εσείς θέλετε να μου το πείτε, εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση να το ακούσω».
Αυτό της έφτανε της κυρίας Μπέννετ.

«Λοιπόν, αγαπητέ μου, πρέπει να ξέρετε ότι η κυρία Λογκ λέει πως το Νέδερφιλντ το πήρε ένας νεαρός με μεγάλη περιουσία από το βορρά της Αγγλίας· πως κατέβηκε ως εδώ, τη Δευτέρα, με τέθριππο για να δει το μέρος και πως ήταν τόσο ενθουσιασμένος, που συμφώνησε αμέσως με την κυρία Μόρρις. Λέει επίσης πως θα εγκατασταθεί πριν από τα τέλη Σεπτεμβρίου και πως ορισμένοι από τους υπηρέτες του θα βρίσκονται στο σπίτι προς το τέλος της επόμενης εβδομάδας».

«Και πώς λέγεται;»

«Μπίγκλεϋ».

«Έγγαμος ή άγαμος;»

«Μα και βέβαια άγαμος, αγαπητέ μου! Ελεύθερος και πλούσιος, με τέσσερις πέντε χιλιάδες το χρόνο. Τι υπέροχη τύχη για τα κορίτσια μας!»

«Πώς έτσι; Τι σχέση έχουν μ' όλ' αυτά οι κόρες μας;»

«Αγαπητέ μου κύριε Μπέννετ» αποκρίθηκε η σύζυγός του «μην είσθε τόσο κουραστικός! Δεν καταλαβαίνετε ότι τον βλέπω κιόλας να παντρεύεται μια απ' αυτές;»

«Λέτε αυτός να είναι ο σκοπός της εγκατάστασής του εδώ;»

«Ο σκοπός! Μα τι ανοησίες λέτε! Ωστόσο, θα μπορούσε να ερωτευθεί μια απ' αυτές και ως εκ τούτου πρέπει να τον επισκεφθείτε αμέσως μόλις φθάσει».

«Και με ποια δικαιολογία θα το έκανα αυτό; Καλύτερα θα ήτανε να πάτε εσείς μαζί με τα κορίτσια ή ακόμη πιο καλά θα ήταν ίσως να τα στείλετε μονάχα τους γιατί, έτσι που τους παραβγαίνετε στην ομορφιά, μπορεί και να διαλέξει εσάς ο κύριος Μπίγκλεϋ».

«Με κολακεύετε, αγαπητέ μου. Κάποτε, είχα κι εγώ σίγουρα το μερδικό μου σε ομορφιά, αλλά δεν μπορώ πλέον να προφασίζομαι ότι είμαι κάτι το εξαιρετικό. Όταν μια γυναίκα έχει πέντε ενήλικα κορίτσια, οφείλει να μη σκέφτεται πλέον τη δική της ομορφιά».

«Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν της έχει απομείνει και πολλή ομορφιά για να τη σκέφτεται».

«Ωστόσο, αγαπητέ μου, πρέπει να επισκεφθείτε πράγματι τον κύριο Μπίγκλεϋ όταν μας έρθει εδώ».

«Σας διαβεβαιώ πως μου είναι αδύνατο να το υποσχεθώ».

«Μα σκεφθείτε τις κόρες σας, σκεφθείτε τι εξασφάλιση θα ήτανε για μία από αυτές. Ο σερ Γουίλλιαμ και η λέδη Λούκας έχουν αποφασίσει να πάνε απλώς και μόνο γι' αυτό το λόγο καθότι, όπως καλά γνωρίζετε, δε συνηθίζουν γενικά να επισκέπτονται νεοφερμένους. Πρέπει λοιπόν να πάτε οπωσδήποτε γιατί θα είναι αδύνατο για μας να τον επισκεφτούμε αν δεν προηγηθείτε εσείς».

«Σίγουρα, είσθε υπερβολικά προσεκτική. Εγώ θα έλεγα ότι ο κύριος Μπίγκλεϋ θα ήτανε πανευτυχής να σας γνωρίσει. Όσο για μένα, θα σας δώσω να του πάτε ένα σημείωμα με τη διαβεβαίωση ότι συγκατατίθεμαι προθύμως εις το να νυμφευθεί όποιο από τα κορίτσια επιλέξει· καίτοι θα πρέπει να προσθέσω έναν καλό λόγο για τη μικρή μου Λίζυ».

«Δε θα 'θελα να κάνετε κάτι τέτοιο. Η Λίζυ μας δεν είναι διόλου καλύτερη από τις άλλες και είμαι σίγουρη ότι δεν είναι ούτε κατά το ήμισυ ωραία όσο η Τζέιν ή καλόγνωμη όσο η Λύντια. Αυτή όμως ήταν πάντα η αδυναμία σας».

«Καμιά τους δεν έχει κάποιο αξιέπαινο προσόν» παρατήρησε ο κύριος Μπέννετ. «Όλες τους είναι ανόητες και αμαθείς όπως κάθε άλλο κορίτσι· ωστόσο η Λίζυ είναι κάπως πιο ξύπνια από τις αδελφές της».

«Πώς μπορείτε, κύριε Μπέννετ, να κακολογείτε έτσι τα ίδια τα παιδιά σας; Σας ευχαριστεί να μ' εξοργίζετε. Δε λυπάσθε διόλου τα φτωχά τα νεύρα μου;»

«Με παρεξηγείτε, αγαπητή μου. Τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για τα νεύρα σας· είναι παλιοί μου φίλοι. Επί είκοσι τουλάχιστον χρόνια, σας ακούω με προσοχή να αναφέρεσθε αδιάκοπα σ' αυτά».

«Αχ! Δεν ξέρετε τι υποφέρω».

«Ελπίζω ωστόσο ότι θα το ξεπεράσετε και θα ζήσετε για να δείτε πολλούς νεαρούς των τεσσάρων χιλιάδων το χρόνο να εγκαθίστανται στην περιοχή».

«Και είκοσι απ' αυτούς να έρχονταν, δε θα 'χαμε κανένα όφελος αφού εσείς αρνείσθε να τους επισκεφθείτε».

«Σας διαβεβαιώ, αγαπητή μου, πως, όταν γίνουν είκοσι, θα τους επισκεφθώ όλους».

Ο κύριος Μπέννετ ήταν ένα τόσο παράξενο κράμα ευστροφίας, σαρκαστικού χιούμορ, επιφυλακτικότητας και ιδιοτροπίας, που, παρά την εμπειρία είκοσι τριών ετών, η σύζυγός του δεν ήταν ακόμη σε θέση να καταλάβει το χαρακτήρα του. Ο δικός της τρόπος σκέψης ήταν αρκετά απλούστερος. Ήταν μια γυναίκα χαμηλής νοημοσύνης, με ελάχιστες γνώσεις και ασταθή ψυχοσύνθεση. Όταν τη δυσαρεστούσε κάτι, φανταζόταν ότι πάθαινε νευρικό κλονισμό. Σκοπός της ζωής της ήταν να παντρέψει τις κόρες της· παρηγοριά της, οι επισκέψεις και τα κουτσομπολιά.

[...]
Ολόκληρο το μυθιστόρημα 
«Περηφάνια και προκατάληψη» 
της Τζέιν Όστεν διαβάστε το ΕΔΩ
☆☆☆☆☆☆

Χρήσιμες πληροφορίες του μυθιστορήματος ΕΔΩ
☆☆☆☆☆☆

 (Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Δεκέμβριος 1997)
☆☆☆☆☆☆

Τζέιν Όστεν
Η Τζέιν Όστεν (1775-1817) είναι μία από τις πιο δημοφιλείς και πολυδιαβασμένες μυθιστοριογράφους της αγγλικής λογοτεχνίας.

Από το 1811 έως το 1815 γράφοντας τα μυθιστορήματα Λογική και ευαισθησία (1811), Περηφάνια και προκατάληψη (1813), Μάνσφιλντ Παρκ (1814) και Έμμα (1815) καθιερώθηκε ως συγγραφέας.
Επίσης έγραψε τα Αββαείο του Νορθάνγκερ και την Πειθώ τα οποία δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό της το 1817.

Τα έργα της Όστεν είναι μέρος της μετάβασης προς το ρεαλισμό του δέκατου-ένατου αιώνα. Οι πλοκές των έργων της αν και κατά βάση κωμικές, υπογραμμίζουν την εξάρτηση των γυναικών από το γάμο προς εξασφάλιση κοινωνικού κύρους και οικονομικής ασφάλειας.

Κατά τη διάρκεια της ζωής της, τα έργα της Όστεν της έφεραν λίγη δόξα και λίγες θετικές κριτικές. Οι κριτικές ήταν λιγόλογες και αναφέρονταν κυρίως σε επιφανειακά χαρακτηριστικά του έργου της, όπως τα ηθικά διδάγματα. Κατά τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, τα μυθιστορήματα της έχαιραν το θαυμασμό μόνο μιας λογοτεχνικής ελίτ. Ένας λόγος γι' αυτό ήταν ότι έγραφε ανώνυμα.

Εντούτοις, η δημοσίευση ενός απομνημονεύματος για τη ζωή της από τον ανιψιό της το 1870 γνωστοποίησε την ταυτότητά της και εισήγαγε τη ζωή και τα έργα της στο ευρύτερο αγγλικό κοινό.

Έως τη δεκαετία του 1940 η Όστεν είχε πλέον καθιερωθεί ως σπουδαία Αγγλίδα συγγραφέας.

Τα έργα της και η ζωή της έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών.

Η Τζέιν Όστεν γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1775.

Ο πατέρας της ήταν διδάκτωρ της Οξφόρδης και κληρικός. Είχε επτά αδέρφια, εκ των οποίων μόνο μία αδερφή, την Κασσάνδρα. Η Τζέιν και η Κασσάνδρα ήταν πολύ αγαπημένες. Πήγαν στο ιδιωτικό σχολείο μαζί και έζησαν μαζί μέχρι το θάνατο της Τζέιν.

Η οικογένεια έζησε στο Στήβεντον, στο Μπαθ, στο Σαουθάμπτον και στο Τσώτον (Chawton). Εκεί η Τζέιν έδωσε την οριστική τους μορφή στα μυθιστορήματα Περηφάνια και Προκατάληψη και Λογική κι ευαισθησία και έγραψε τα Μάνσφιλντ Παρκ, Έμμα και Πειθώ.

Η Τζέιν Όστεν (όπως και η αδερφή της) δεν παντρεύτηκε ποτέ. Στα 27 της είχε δεχθεί την πρόταση ενός κληρονόμου πλούσιας οικογένειας αλλά την άλλη μέρα άλλαξε γνώμη.
Σε επιστολή της προς μια ανηψιά της, που τη ρωτούσε πώς έπρεπε να αντιδράσει σε ανάλογη πρόταση, η Όστεν απάντησε ότι έπρεπε να δεχτεί μόνο αν υπήρχε αγάπη από τη μεριά της.

Η ταινία Becoming Jane παρουσιάζει σφοδρό έρωτα μεταξύ της Τζέιν Όστεν και του Ιρλανδού Τόμας Λεφρόυ. Παρότι η Τζέιν Όστεν αναφέρει φλερτ με τον Λεφρόυ σε κάποιες επιστολές της προς την αδελφή της, Κασσάνδρα, και παρότι ο ίδιος ο Λεφρόυ σε μεγάλη ηλικία παραδέχτηκε σε έναν ανιψιό του ότι στα νιάτα του ήταν ερωτευμένος με την Τζέιν Όστεν, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να στηρίξουν την υπόθεση του εν λόγω κινηματογραφικού έργου.

Η Τζέιν Όστεν πέθανε το 1817 έπειτα από πολύμηνη ταλαιπωρία από επώδυνη ασθένεια. Το σπίτι της στο Τσώτον είναι σήμερα μουσείο. Πηγή

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης