Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

720 Ποιητές - 8.148 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Άξιον Εστί» (1959)

Το Άξιον Εστί είναι μια ποιητική σύνθεση που γράφτηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη και κυκλοφόρησε το 1959. Εν πολλοίς ήταν αυτό που χάρισε στ...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Οι Εμποροι των εθνών» (1882)

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´
ΕΚΔΡΟΜΗ
Ἐν ἔτει σωτηρίῳ 1199 οὐδεὶς καθ᾽ ὅλον τὸ Αἰγαῖον πέλαγος εἶχεν ὡραιοτέραν σύζυγον τῆς τοῦ Ἰωάννου Μούχρα, πλουσίου εὐπατρίδου κατοικοῦντος ἐν Νάξῳ. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἐκώλυεν αὐτὸν τοῦ νὰ ἐκτελῇ παραβόλους ἐκδρομὰς κατὰ τῶν Γενουαίων
πειρατῶν, τῶν ἐνοχλούντων ἀδιαλείπτως τοὺς Βενετοὺς ἐπιδρομεῖς καὶ τοὺς φιλησύχους νησιώτας.

Ὁ Ἰωάννης Μούχρας κατῴκει κατὰ τὴν ἄκραν τοῦ Νεοχωρίου ἐπί τινος λόφου παρὰ τὴν θάλασσαν. Ἡ οἰκία του, μεγάλη καὶ εὐπρεπής, ἦτο ὠχυρωμένη μὲ τρεῖς πύργους καὶ ὑψηλὸν τεῖχος. Ἐνομίζετο δὲ ὡς ἄσυλον ἐν τῷ τόπῳ. Ὁ Ἰωάννης Μούχρας εἶχε λάβει ἐκ προγόνων προνόμια παρὰ τῶν Βενετῶν, ἅτινα ἐφύλαττε καὶ διεξεδίκει ἐπιμόνως. Αὐτοὶ οἱ Γενουαῖοι πειραταὶ ἐσέβοντο παραδόξως τὴν οἰκίαν του. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος, μὴ εὑρίσκων αὐτοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ των ἵνα τοὺς σεβασθῇ, ἐξεστράτευε κατ᾽ αὐτῶν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν τολμηροτάτων ἐκ τῶν νησιωτῶν.

Ἄλλως δέ, ἦτο φιλόξενος καὶ εὐπροσήγορος πρὸς πάντας. Ἡ σύζυγός του, ὡραία καὶ ἀθῴα ὡς περιστερά, ἦτο τὸ σέμνωμα τῆς οἰκίας. Ἄρχουσα δωδεκάδος θεραπαινίδων διεύθυνε φρονίμως τὰ τοῦ οἴκου. Οὐδαμοῦ ἠκούσθη ποτὲ ὅτι ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ Ἰωάννου Μούχρα ἀπεπέμφθη πτωχὸς μὲ κενὰς τὰς χεῖρας ἢ ἀπεβλήθη ξένος ζητῶν φιλοξενίαν. Πάντες οἱ ὑπηρέται ἐμιμοῦντο τοὺς κυρίους των καὶ ἦσαν λίαν φιλόφρονες πρὸς τοὺς ξένους. Αἱ ἀποθῆκαι τῆς οἰκίας ἔγεμον σίτου καὶ ἐδωδίμων, οἱ σταῦλοι χόρτου καὶ κριθῆς. Ὁ Θεὸς ἐφαίνετο ὅτι εἶχεν ἀνοικτὴν τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ οἴκου τούτου, ὁ δὲ ἰδιοκτήτης ἐδέχετο τὴν εὐλογίαν ταύτην μὲ ἀσκεπῆ τὴν κεφαλήν. Ἦτο ὡς βιβλικὸς πατριάρχης ἔχων ἐκτεταμένους τοὺς κόλπους πρὸς τὰς ἀνθρωπίνας ψυχὰς τὰς κειμένας παρὰ τοὺς πόδας του.

Μία μόνη σκιὰ ὑπῆρχεν ἐπὶ τῆς εἰκόνος ταύτης· ἐστερεῖτο τέκνων καὶ τοῦτο ἔφερεν αὐτὸν εἰς ἀπόγνωσιν.

Ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος ὁ Ἰωάννης Μούχρας ἀπήρχετο νύκτωρ ἐκ τῆς οἰκίας του καὶ ἐπανήρχετο μετὰ εἰκοσιτέσσαρας ἢ τριάκοντα ἓξ ὥρας ἄυπνος καὶ κεκμηκώς. Ἡ οἰκοδέσποινα συνήθισε νὰ τὸν προπέμπῃ ἀταράχως ἀφ᾽ ἑσπέρας καὶ νὰ τὸν περιμένῃ τὴν πρωίαν ἥσυχος. Ἀπέμαθε δὲ τὸ νὰ γογγύζῃ ἢ νὰ μεμψιμοιρῇ κατ᾽ αὐτοῦ, καθὼς ἔπραττε τοὺς πρώτους μετὰ τὸν γάμον μῆνας.

Ποῦ μετέβαινε;

Τὰ πέριξ νησύδρια ἦσαν πολλάκις, καὶ μάλιστα ἐν καιρῷ τρικυμίας, καταφύγιον τῶν πειρατῶν. Ὁ Μούχρας ἐπέβαινεν ἐπὶ τῆς γαλέρας του καὶ τοὺς κατεδίωκεν. Ἦτο δὲ ἡ γαλέρα αὕτη μεγάλη καὶ ὀχυρά. Τὴν εἶχεν ἀγοράσει ἀντὶ τοῦ ἡμίσεος τῆς τιμῆς της παρ᾽ Ἑνετοῦ τινος τυχοδιώκτου δυστυχήσαντος, ὅστις ἅμα καθελκύσας αὐτὴν ἐχρεοκόπησε τὸν δεύτερον ἀπὸ τῆς ἀποδημίας του μῆνα. Οἱ ναῦταί του ἐστασίασαν κατ᾽ αὐτοῦ, διότι ἦσαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἄσιτοι. Ὁ Βενετὸς τοὺς προέτρεπε νὰ ἐπιτεθῶσι κατὰ τῶν Γενουαίων καὶ τῶν νησιωτῶν καὶ νὰ λάβωσι παρ᾽ αὐτῶν τροφάς. Ἀλλ᾽ ἄνθρωποι ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν μὴ ἀριστήσαντες δὲν εἶχον ὄρεξιν νὰ ἐπιτεθῶσι κατ᾽ ἄλλων ἀφθόνως δειπνησάντων, καὶ τὸ μόνον ὅπερ ἠδυνήθησαν νὰ πράξωσιν, ἦτο νὰ ρίψωσι τὸν Βενετὸν εἰς τὴν θάλασσαν. Οὗτος ἐσώθη κολυμβῶν καὶ μεταβὰς εἰς τὸν πρῶτον λιμένα, ὅπου ἤξευρεν ὅτι ἡ γαλέρα ἔμελλε νὰ προσορμισθῇ, τὴν ἐπώλησεν εἴς τινα ἀνταποκριτὴν τοῦ Μούχρα, ὅστις εἶχε λάβει ἀπὸ πολλοῦ ἐντολὴν ν᾽ ἀγοράσῃ δι᾽ αὐτὸν ἓν πλοῖον.

Τίς ἠδύνατο νὰ προΐδῃ πρὸ ἕνδεκα μηνῶν, ὅτε ἐναυπηγήθη ἐν τοῖς ναυστάθμοις τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅτι τὸ ὡραῖον τοῦτο σκάφος ἔμελλε νὰ περιέλθῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ προεστοῦ τῆς Νάξου;

Καὶ ὅμως ὁ Ἰωάννης ἠδύνατο νὰ καυχηθῇ ὅτι ἡ σχέσις αὕτη δὲν ἦτο ἡ μόνη, ἣν πρὸς τὴν Βενετίαν ποτὲ συνέδεσε. Πολλοὶ ἀνδρεῖοι καὶ τολμηροὶ τῆς Πολιτείας ἱππόται εἶχον λάβει παρ᾽ αὐτοῦ ξενίαν, καὶ ἦσαν πρόθυμοι νὰ τῷ τὴν ἀποδώσωσί ποτε, ἂν παρεπέμπετο νὰ δικασθῇ ἐνώπιον τοῦ κραταιοτάτου συμβουλίου τῶν Δέκα.

Ἐν τούτοις ἡ ὡραία Αὐγούστα, ἡ σύζυγος τοῦ Μούχρα, ἂν καὶ ἐγεννήθη ἐν Νάξῳ, ἦτο κατὰ τὸ ἥμισυ Βενετὴ τὴν καταγωγήν. Ἠγάπα τὸν σύζυγόν της καὶ ἔτρεφε βαθεῖαν στοργὴν πρὸς τὴν ὡραίαν νῆσον, ἐν ᾗ εἶδε τὸ φῶς. Ἦτο οὐ μόνον πρὸς τοὺς ξένους εὐπροσήγορος καὶ εὐεργετικὴ πρὸς τοὺς πτωχούς, ἀλλ᾽ εὐσεβὴς περὶ τὰ θεῖα, καὶ ἡ μήτηρ Φηλικίτη, ἡ ἡγουμένη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, μετὰ τῶν πατέρων Μάρθωνος καὶ Βικεντίου, διενέμοντο πρὸς ἀλλήλους τὰ προϊόντα τῆς εὐσεβείας της.

Τὸ αἴτιον δι᾽ ὃ ὁ Μούχρας κατεδίωκεν ἐπιμόνως τοὺς πειρατὰς ἦτο ὅτι εἶχε λάβει παρὰ τῆς Βενετίας εἰδικὸν προνόμιο. Ὁ δὲ σκοπός του ἦτο νὰ τύχῃ, ὡς τῷ εἶχον ὑποσχεθῆ, διπλώματος ναυάρχου καὶ εὐπατρίδου τῆς Βενετίας.

Ἑσπέραν τινὰ περὶ τὰ μέσα Μαρτίου ἔσπευσε κατὰ τὸ σύνηθες νὰ ἐπιβῇ τῆς γαλέρας. Τὸ πλήρωμα γινῶσκον τὴν συνήθη ὥραν ἦτο ἐπὶ τοῦ πλοίου ἐγρηγορός. Ἡ δὲ λέμβος μετὰ δύο ἐρετῶν τὸν περιέμενε παρὰ τὴν προκυμαίαν.

―Ἐδῶ εἶσαι, Μηνᾶ; ἔκραξεν ὁ Ἰωάννης Μούχρας πλησιάζων.

―Ἐδῶ εἴμεθα, ἀρχηγέ· ἀπήντησεν ὁ ἕτερος τῶν ἐρετῶν.

Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν λέμβον ὁ Μούχρας. Οἱ ἐρέται ἐκάθισαν ἐπὶ τῶν ζυγῶν καὶ ἐκωπηλάτουν.

―   Δὲν μᾶς δείχνουν μέτωπον, ἀρχηγέ, αὐτοὶ οἱ ἀνδρεῖοι, εἶπεν ὁ Μηνᾶς, ὅστις ἐλάμβανε θάρρος ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸν εὐνοίας τοῦ κυρίου του. Εἶναι τώρα πέντε μῆνες ὁποὺ κάμνομεν κάθε ἑβδομάδα τὸν συνήθη γῦρόν μας. Ἀλλ᾽ οὔτε Γενοβέζος ἐφάνη οὔτε Βαρβαρέζος.

―Ἀπόψε κάτι μοὶ λέγει ὅτι θὰ ἔχωμεν ἐργασίαν, εἶπεν ὁ δεύτερος ἐρέτης.

―  Πόθεν συμπεραίνεις τοῦτο, γέρον Πειράχτη; ἠρώτησεν ὁ ἀρχηγός.

―  Τὸ μάτι μου τὸ ἀριστερὸν πηδᾷ, ἀρχηγέ· καὶ τὸ χέρι μου τὸ δεξιὸν μὲ τρώγει.

―  Τί θὰ κάμωμεν! Ὅ,τι τοῦ τύχῃ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ τραβᾷ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς, ὅστις ἦτο εἰκοσαετής, καὶ ἐφιλοσόφει προώρως.

―Ἐπεθύμουν νὰ ἀκούσω ἄλλο τι ἀπὸ τὸ στόμα σου, Μηνᾶ, εἶπεν ὁ Μούχρας. Τώρα σὺ ὡμίλησες ὡς γέρων.

―Ἀρχηγέ, μὴ ἀμφιβάλλῃς διὰ τὸ θάρρος μου. Εἰς τὸ ἔργον θὰ τὸ δείξω. Ὅσοι λέγουν λόγους, εἰς τὰ πράγματα εἶναι ψόφιοι· καὶ οἱ λόγοι των εἶναι στρογγυλοί, ὡς μηδενικόν.

Ἐν τούτοις ἔφθασαν ἤδη εἰς τὴν γαλέραν. Ὁ Μούχρας μὲ ἐλαφρότητα νεανικὴν ἐπήδησεν εἰς τὸ κατάστρωμα. Ἡ λέμβος ἀνειλκύσθη ἐπὶ τῆς πλευρᾶς. Ἀνέσπασαν τὴν ἄγκυραν καὶ ἀπέπλευσαν.

Προσήγγιζε τὸ μεσονύκτιον καὶ τὸ ἀπόγειον ἤρχισε νὰ πνέῃ ἐκ τῆς ξηρᾶς. Ὁ δόλων ἐξωγκώθη μετρίως καὶ τὸ πλοῖον ἐκινεῖτο ἐπαισθητῶς. Μετὰ δύο ὡρῶν πλοῦν ἔφθασαν εἰς τὰ νησύδρια Μάκαρας.

Ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει καὶ ἔφεγγεν ὠχρῶς τὴν θάλασσαν καὶ τοὺς γυμνοὺς βράχους. Ὅτε ἔκαμψαν τὸ πρῶτον νησύδριον, ὁ Μηνᾶς παρηγγέλθη παρὰ τοῦ πρῳρέως νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν ἀρχηγόν, ὅστις μόλις εἶχεν ἀποκοιμηθῇ.

―  Τί τρέχει, Μηνᾶ; εἶπεν οὗτος.

―Ἀρχηγέ, φαίνεται ἓν πλοῖον ἀραγμένον εἰς τὸν Μέγαν Μάκαρα.

Οὕτως ὠνομάζετο ἡ μεγίστη τῶν νησίδων.

Ὁ Μούχρας ἀνεπήδησεν εὐθύς.

―  Ποῦ εἶναι, Μηνᾶ; ἠρώτησεν ἀνοίγων τοὺς ὀφθαλμούς.

―Ἰδοὺ αὐτό, ἀρχηγέ.

Καὶ ἔδειξε τὴν πρύμνην σκάφους προσωρμισμένου παρὰ τὴν ἀκτήν.

Ὁ Μούχρας ἐστάθη ἐπί τινας στιγμὰς παρατηρῶν προσεκτικῶς.

―  Κάμετε τὸ σημεῖον, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὸν πρῳρέα.

Ἠκούσθη τι, ὡς λυγμός, συρίζον διὰ τοῦ ἀέρος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´
ΣΥΜΠΛΟΚΗ
...Όλα τα κεφάλαια ΕΔΩ
~
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 1851 - Σκιάθος, 1911 είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη. Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.  Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα (Η μετανάστις, Οι έμποροι των εθνών, Η Γυφτοπούλα) και τα τρία εκτεταμένα διηγήματα ((νουβέλες) - Χρήστο Μηλιόνη, Η Φόνισσα, Τα Ρόδινα Ακρογιάλια)), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. [Βιογραφία]

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης