ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ
William Shakespeare
Ημερομηνία δημοσίευσης 1597
Η ιστορία δύο πανέμορφων νέων, γόνων αντίπαλων οικογενειών, οι οποίοι ερωτεύονται και επιλέγουν τον θάνατο, αφού δεν μπορούν να ενωθούν στην ζωή, είναι αρχετυπική. Από την πρώτη πρώτη αρχαιότητα δημιούργησε την δική της παράδοση, αποτελώντας βάση αμέτρητων μύθων, παραμυθιών, ποιημάτων, διηγημάτων, μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων, αφού τελικά είναι κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας. Ακόμα και σήμερα, η άρνηση αρκετών οικογενειών να δεχθούν τις ερωτικές επιλογές των παιδιών τους είναι αρκετά συνηθισμένη – αν και όχι με τραγικά αποτελέσματα. Το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, δεσπόζει ακλόνητο, αξεπέραστο σ’ αυτήν την παράδοση, όχι γιατί είναι δική του ιστορία, αλλά γιατί κανείς δεν της έδωσε τελειότερη μορφή.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Ο Κυβερνήτης της Βερόνας Έσκαλος
ΠΑΡΙΣ
Κόμης, συγγενής του Πρίγκιπα και ένθερμος μνηστήρας της Ιουλιέτας
ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ
Εξάδελφος του Πρίγκιπα και του Πάρι. Στενός φίλος του Ρωμαίου και του Μπεμβόλιο.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Εξέχουσα προσωπικότητα της Βερόνας, πατέρας της Ιουλιέτας.
Ο οίκος του βρίσκεται σε διαρκή διαμάχη με τον οίκο του Μοντέγου.
ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΥ
Σύζυγος του Καπουλέτου, μητέρα της Ιουλιέτας.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μοναχοκόρη των Καπουλέτων.
ΤΥΒΑΛΔΟΣ
Ανεψιός της Λαίδης Καπουλέτου και αγαπημένος εξάδελφος της Ιουλιέτας.
ΠΕΤΡΟΥΚΙΟΣ
Φίλος του Τυβάλδου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Τροφός και έμπιστη ακόλουθος της Ιουλιέτας
ΠΕΤΡΟΣ
Υπηρέτης της Παραμάνας
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Υπηρέτης των Καπουλέτων
.
ΣΑΜΣΩΝ
Υπηρέτης των Καπουλέτων
.
ΤΕΤΖΕΡΑΚΗΣ
Νωθρός υπηρέτης των Καπουλέτων
ΕΞΑΔΕΛΦΟΣ
Ηλικιωμένος εξάδελφος του Καπουλέτου
ΜΟΝΤΕΓΟΣ
Εξέχουσα προσωπικότητα της Βερόνας, πατέρας του Ρωμαίου.
Ο οίκος του βρίσκεται σε διαρκή διαμάχη με τον οίκο του Καπουλέτου.
ΛΑΙΔΗ ΜΟΝΤΕΓΟΥ
Σύζυγος του Μοντέγου και μητέρα του Ρωμαίου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μοναχογιός των Μοντέγων
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ
Ανεψιός του Μοντέγου εξάδελφος και στενός φίλος του Ρωμαίου
.
ΒΑΛΤΑΣΑΡ
Ακόλουθος και έμπιστος φίλος του Ρωμαίου.
ΑΒΡΑΑΜ
Υπηρέτης των Μοντέγων.
ΠΑΤΗΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Φραγκισκανός μοναχός, εξομολογητής του Ρωμαίου.
ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φραγκισκανός μοναχός, έμπιστος του Πατρός Λαυρέντιου.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ
Φτωχός παρασκευαστής ελιξιρίων, στην Μάντοβα.
ΦΥΛΑΚΕΣ
Τρεις στρατιώτες, στην υπηρεσία του Πρίγκιπα.
ΜΟΥΣΙΚΟΙ
Τρεις μουσικοί καλεσμένοι στον γάμο της Ιουλιέτας με τον Πάρι.
ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ, ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΑΣ, ΥΠΗΡΕΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
{ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ}
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
(Έρχεται ο Χορός)
Δυο οικογένειες ευγενών, εξίσου ισχυρές (στην όμορφη, αρχοντική, Βερόνα, όπου συμβαίνουν τα γεγονότα του έργου μας) με λύσσα επιμένουν πως έχουν αγεφύρωτες χαώδεις διαφορές, που αν και παλιές, δεν παύουνε ακόμα να μολύνουν μ’ αίμα αδελφού τα τίμια χέρια των πολιτών. Από τα σπλάχνα τ’ άσπλαχνα των άσπονδων εχθρών γεννήθηκαν δυο πλάσματα, που έμελε να γίνουν του έρωτα παρανάλωμα και των σκληρών γονιών την έχθρα την ανένδοτη να πάρουνε μαζί τους. Δυο ώρες έχουμε, λοιπόν, να δούμε πώς σκοτώνει τον έρωτα η παράλογη μανία και πώς ενώνει ανυποχώρητους εχθρούς, που χάνουν το παιδί τους. Αυτός ήταν ο πρόλογος κι αν φαίνεται μικρός, υπομονή: το έργο μας τα λέει καταλεπτώς.
(Ο Χορός αποχωρεί)
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ
Σκηνή I
(Έρχονται ο Σαμψών και ο Γρηγόρης του Οίκου των Καπουλέτων, με σπαθιά και ασπίδες.)
ΣΑΜΨΩΝ
Λοιπόν, Γρηγόρη, σου το λέω καθαρά: τέρμα η λάντζα .
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Ποια λάντζα; Πλύστρες είμαστε;
ΣΑΜΨΩΝ
Άλλο λέω. Άμα κάνουν πως κουνιούνται, ορμάμε και τους κοπανάμε κανονικά.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Εγώ λέω να κανονίσεις να την κοπανήσεις, όσο είσαι ακόμα ζωντανός.
ΣΑΜΨΩΝ
Μωρέ άμα πάρω φόρα εγώ...
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
...ορμάς και μην τον είδατε.
ΣΑΜΨΩΝ
Άμα δω Μοντέγο, δεν κρατιέμαι...
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Αυτό λέω κι εγώ. Δεν κάθεσαι να τον κοιτάς – παίρνεις φόρα κι εξαφανίζεσαι.
ΣΑΜΨΩΝ
Παίρνω φόρα και τα τρώω τα παλιόσκυλα. Με το που βλέπω να ’ρχεται Μοντέγος, άντρας – γυναίκα, πάω τοίχο - τοίχο: να βουτήξει αυτός μέσα στις λάσπες του δρόμου.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Τοίχο - τοίχο; Τοίχο - τοίχο πάνε όσοι κωλώνουνε.
ΣΑΜΨΩΝ
Σωστά, γι’ αυτό οι γυναίκες πιάνουν τοίχο με τον κώλο· φοβούνται. Λοιπόν, έτσι θα κάνω: θα πετάω τους σερνικούς στον δρόμο και θα στριμώχνω στον τοίχο τα θηλυκά τους.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Άσε τις γυναίκες. Ο καυγάς είναι ανάμεσα στ’ αφεντικά μας κι εμάς, τους άντρες.
ΣΑΜΨΩΝ
Ίδιες είναι κι αυτές. Αλλά εδώ, στον δρόμο, το αφεντικό είμαι εγώ – και τι αφεντικό: τύραννος Πρώτα θα φάω τους άντρες κι ύστερα θα περιλάβω τις γυναίκες στις κουτουλιές...
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Κουτουλιές σε γυναίκες;
ΣΑΜΨΩΝ
Ναι! Κατευθείαν με το κεφάλι... το πάνω... το κάτω... παρ’ το όπως θέλεις
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Εγώ; Αυτές οι φουκαριάρες να δούμε πώς θα το πάρουν.
ΣΑΜΨΩΝ
Κανονικά· και θα καταλάβουν πως εγώ δεν κωλώνω - είναι σκληρό το κρέας μου.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Κρέας, ε; Ευτυχώς, γιατί αν ήταν ψάρι, καμιά ρέγκα θα ήτανε. Έλα, τράβα τώρα το εργαλείο σου.
(Έρχεται ένας Μοντέγος.)
(Έρχεται ο Αβραάμ κι άλλος ένας υπηρέτης.)
ΣΑΜΨΩΝ
Στο χέρι το ’χω. Όρμα κι ορμάω πίσω εγώ.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Πίσω μου ή προς τα πίσω;
ΣΑΜΨΩΝ
Μην φοβάσαι.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Δεν φοβάμαι - σε φοβάμαι, φουκαρά!
ΣΑΜΨΩΝ
Κάτσε να κάνουν αυτοί την αρχή. Να έχουμε το δίκιο με το μέρος μας.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Θα τους κοιτάξω άγρια να δούμε τι θα κάνουν.
ΣΑΜΨΩΝ
Τι θα τολμήσουν να κάνουν θες να πεις. Θα τους τρίξω τα δόντια κι αν δεν αντιδράσουν, θα είναι εντελώς ξευτίλες.
ΑΒΡΑΑΜ
Σε μας τρίζεις τα δόντια, ρε;
ΣΑΜΨΩΝ
Τα τρίζω, ρε.
ΑΒΡΑΑΜ
Σε μας, ρε;
ΣΑΜΨΩΝ
[Στον Γρηγόρη]
Άμα πω «Ναι, ρε!» έχουμε το δίκιο με το μέρος μας;
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
[Στον Σαμψών] Όχι.
ΣΑΜΨΩΝ
Όχι, ρε· δεν τα τρίζω σε σας. Έτσι είμαι εγώ – μου αρέσει να τα τρίζω.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Καυγά θέλεις, ρε;
ΑΒΡΑΑΜ
Όχι, ρε· δεν θέλω καυγά.
ΣΑΜΨΩΝ
Καλά. Αλλά άμα θέλεις, εδώ είμαι. Έχω κι εγώ αφεντικό σπουδαίο.
ΑΒΡΑΑΜ
Όχι πιο σπουδαίο απ’ το δικό μου
.
ΣΑΜΨΩΝ
Ναι, ρε...
(Έρχεται ο Μπεμβόλιο.)
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
[Στον Σαμψών] Πες «πιο σπουδαίο»· έρχεται ένας συγγενής του αφεντικού.
ΣΑΜΨΩΝ
Το αφεντικό μου, ρε, είναι πιο σπουδαίο απ’ το δικό σου.
ΑΒΡΑΑΜ
Δεν ξέρεις τι λες.
ΣΑΜΨΩΝ
Τραβάτε, ρε, αν είστε άντρες. — Γρηγόρη, θυμήσου τα κεφάλια, που λέγαμε. Ξιφομαχούν.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Χωρίστε, βλακόμουτρα! [Τραβάει το σπαθί του] Μαζέψτε αμέσως τα σπαθιά. Τι παλαβομάρες είναι αυτές;
( Έρχεται ο Τυβάλδος, τραβώντας το σπαθί του.)
ΤΥΒΑΛΔΟΣ
Άσε τους παρακατιανούς, Μπεμβόλιε Εδώ, σε μένα γύρνα - να δεις πώς μοιάζει ο θάνατός σου.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Ειρήνη προσπαθώ να τους κάνω. Μάζεψε το σπαθί σου ή βάλε κι εσύ ένα χέρι να δούμε τι θα γίνει.
ΤΥΒΑΛΔΟΣ
Ειρήνη με γυμνό σπαθί; Τότε πως είναι η κόλαση; Ανάθεμά σε - κι εσένα κι όλους τους Μοντέγους. Έλα, δειλέ, αν σου βαστάει. Ξιφομαχούν.
(Έρχονται τρεις - τέσσερις πολίτες με κλαδευτήρια και κοντάρια.)
ΠΟΛΙΤΕΣ
Βαράτε τους... ξύλα, κλαδευτήρια, κοντάρια... ό,τι βρείτε! Τσακίστε τους. Κάτω οι Καπουλέτοι! Κάτω οι Μοντέγοι!
(Έρχονται ο γερο - Καπουλέτος με την νυχτικιά και η γυναίκα του.)
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι φασαρία είναι αυτή; Φέρτε μου το μεγάλο σπαθί μου· άντε!
ΛΑΙΔΗ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΥ
Την μαγκούρα του, την μαγκούρα του! Τι να το κάνεις το σπαθί;
(Έρχονται ο Μοντέγος και η γυναίκα του.)
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Το σπαθί μου, λέω. Έρχεται ο γερο Μοντέγος και μου μοστράρει την λεπίδα του να τον φοβηθώ
ΜΟΝΤΕΓΟΣ
Κάθαρμα Καπουλέτο! Μην με κρατάτε – αφήστε με!
ΛΑΙΔΗ ΜΟΝΤΕΓΟΥ
Δεν θα πας πουθενά. Άφησε τις παλικαριές.
(Έρχεται ο πρίγκιπας Έσκαλος με την ακολουθία του.)
ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Ανάποδοι άνθρωποι, στιγμή δεν ησυχάζετε! Επιδημία κατάντησε στα νύχια σας το αίμα του γείτονά σας... Πάψτε να σκούζετε, χυδαία αρπακτικά! Τι προσπαθείτε να κάνετε – να σβήσετε την πρόστυχη δίψα του εμφύλιου κτήνους σας, στο ποτάμι των φλεβών σας; Αφήστε ετούτη την στιγμή τα όπλα από τα χέρια σας, αν δεν θέλετε να βρείτε θάνατο μαρτυρικό στα χέρια του οργισμένου άρχοντά σας. Τρεις φορές επιχειρήσατε να κάνετε την πόλη στάχτες στον άνεμο, για λόγια του αέρα Ακούς, γερο-Μοντέγε κι εσύ Καπουλέτε; Τρεις φορές λύσατε την λύσσα που τρέφετε στα σπίτια σας να βγει να μαγαρίσει την γαλήνη των δρόμων της Βερόνας. Αξιοσέβαστοι άρχοντες, πέταξαν από πάνω τους τα σεμνότερα στολίδια της ειρήνης και βάλθηκαν να ψάχνουν, με χέρια σκουριασμένα, τα σκουριασμένα όπλα τους.Τους μόλυνε ο λοιμός του μίσους σας. Μα ως εδώ! Αν ξανακούσω ταραχή στους δρόμους, θα πληρώσετε με την ζωή σας την αξία της ειρήνης που διώξατε απ’ την πόλη μας. Πηγαίνετε τώρα. Εσύ, Καπουλέτε, θα έρθεις μαζί μου. Κι εσύ, Μοντέγε, θα περάσεις το απόγευμα απ’ το κυβερνείο να μάθεις επιτόπου τι επιβάλλει ο νομός και τι θέλει η εξουσία επί του προκειμένου. Κι εσείς, πολεμιστές της συμφοράς, διαλυθείτε· αλλιώς θ’ αρχίσουν να πέφτουν κεφάλια!
(Αποχωρούν όλοι εκτός απ’ τον Μοντέγο, την Λαίδη Μοντέγου και τον Μπεμβόλιο.)
ΜΟΝΤΕΓΟΣ
[Στον Μπεμβόλιο]
Ποιος φούντωσε πάλι τον παλιό καυγά; Μίλα, ανιψιέ! Πού ήσουν όταν άρχισε;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Δεν ξέρω· εγώ έλειπα. Όταν ήρθα, βρήκα τους υπηρέτες –δικούς του και δικούς σας- να χτυπιούνται, για τα καλά· και τράβηξα σπαθί να τους χωρίσω. Αλλά την ώρα εκείνη είδα τον Τυβάλδο να έρχεται καταπάνω μου, λυσσομανώντας προστυχιές. Χτυπούσε τον αέρα με το σπαθί του, ο άθλιος· κι εκείνος τον κορόιδευε βουίζοντας σαν σφίγγα πάνω από το κεφάλι του. Μ’ αυτά και μ’ αυτοστήσαμε πόλεμο κανονικό.Κι όσο περνούσε η ώρα, κατέφταναν από παντού οπλισμένοι –άλλοι μ’ αυτούς κι άλλοι με εμάς. Ώσπου εμφανίστηκε ο πρίγκιπας και μας χώρισε.
ΛΑΙΔΗ ΜΟΝΤΕΓΟΥ
Ο Ρωμαίος που είναι; Τον είδες σήμερα; Ευτυχώς που δεν μπλέχτηκε σ’ αυτόν το καυγά.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Κυρία μου, μιαν ώρα πριν προβάλει ο αφέντης ήλιος στο χρυσό μπαλκόνι της αυγής να δει την ομορφιά σας, ένοιωσα δυσφορία και βγήκα για να πάρω λίγο αέρα στην εξοχή, ώσπου έφτασα σε κείνο το άλσος με τις μουριές, στα δυτικά της πόλης. Τότε είδα τον γιο σας. Προφανώς, ήταν εκεί από πολύ νωρίς. Κινήθηκα αμέσως προς το μέρος του, αλλά εκείνος με κατάλαβε κι απομακρύνθηκε, ώσπου χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα. Υπέθεσα πως είχε όση διάθεση είχα για συντροφιά. Καμιά απολύτως δηλαδή. Γιατί υπάρχουνε στιγμές, που ούτε τον εαυτό του δεν μπορεί κανείς ν’ αντέξει δίπλα του. Αλλιώς γιατί να πάρει τις ερημιές μες στ’ άγρια χαράματα. Έτσι τον άφησα μετά χαράς στην μοναξιά του κι έσωσα την δική μου.
ΜΟΝΤΕΓΟΣ
Τον έχουν δει και άλλοι τέτοιαν ώρα να συντροφεύει με το δάκρυ του το δάκρυ της δροσιάς και την πυκνή ομίχλη με βαθιά μελαγχολία. Όμως - όχι πριν βγει ο άρχοντας ήλιος στο μπαλκόνι της αυγής, πριν καν αφήσει το κρεβάτι της - σέρνει το δύστυχο παιδί μου ένα βήμα πικραμένο, σκοτεινό, στην κάμαρά του και κλείνει τα παράθυρα· μην μπει μέσα γλυκό το φως της μέρας και σκορπίσει την πικρή νύχτα που διάλεξε να ζει. Και αμφιβάλω αν θα βγει ποτέ από κει, αν δεν αστράψει συμβουλή καλή στην σκοτεινιά του να κεραυνώσει την αιτία του κακού.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Ποια είναι αυτή η αιτία, θείε κι άρχοντά μου;
ΜΟΝΤΕΓΟΣ
Ούτε ξέρω ούτε μου λέει.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Τον πιέσατε; Εξαντλήσατε όλα τα μέσα;
ΜΟΝΤΕΓΟΣ
Κι εγώ κι οι περισσότεροι φίλοι του. Όμως αυτός δεν έχει πια πατέρα ούτε φίλους. Μόνος σύμβουλος και φίλος τού είναι ο ίδιος ο εαυτός του – πόσο πιστός δεν ξέρω. Πάντως, τον έχει απομονώσει. Σωπαίνει, κρύβει καλά το μυστικό του, σαν το μπουμπούκι, που το τρώει το επίβουλο σκουλήκι, πριν προλάβει να ανοίξει, να μυρώσει τον αέρα· πριν αξιωθεί να δείξει στο φως την τρυφερή ομορφιά του. Πώς να γιατρέψω την πληγή του αν δεν ξέρω τι είναι αυτό που την κρατάει ανοιχτή;
( Έρχεται ο Ρωμαίος.)
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Να, έρχεται. Αφήστε μας μόνους, σας παρακαλώ. Εμένα θα μου πει τι του συμβαίνει – εκτός αν δεν του κάνω πια ούτε εγώ για φίλος.
ΜΟΝΤΕΓΟΣ
Με την ευχή μου να ευτυχήσεις μιαν απάντηση. —Εμπρός, κυρά μου, ας πηγαίνουμε εμείς.
(Ο Μοντέγος και η λαίδη Μοντέγου αποχωρούν)
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Καλημέρα, ξάδελφε.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Είναι πρωί ακόμα;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Μόλις χτύπησε εννιά.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πόσο αργά φεύγουν οι ώρες της θλίψης. Ο πατέρας μου ήταν αυτός που είδα να φεύγει τόσο βιαστικά;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Ναι. Όμως για πες μου ποια θλίψη σταματά τις ώρες του Ρωμαίου;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αυτή που αν δεν τις έθλιβε θα έφευγαν πριν την ώρα τους...
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
...με έρωτα;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Χωρίς...
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
...έρωτα;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Χωρίς τον έρωτα του έρωτά μου.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Κι ύστερα λένε πως αυτός ο τύραννος είναι γλυκός!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Γλυκός, δεν ξέρω – αλλά τυφλός σίγουρα, παρ’ όλο που αντί να θέλει οδηγό σε οδηγεί όπου θέλει. Πού θα φάμε; Τι ’ναι αυτό! Εδώ πρέπει να έγινε σωστό μακελειό! Άφησε ξέρω! Έκανε πάλι το μίσος την δουλειά του... αλλά, δουλεύει και ο έρωτας – και είναι κι αυτός το ίδιο εργατικός! Αχ, μίσος του έρωτα, έρωτας του μίσους, χάος που έπλασε τα πάντα από το τίποτα του χάους! Θλίψη χαρούμενη, σοφία τρελή. Άβυσσος άμορφη των όμορφων πλασμάτων! Φτερούγα πέτρινη, διάφανη ομίχλη, φλόγα της παγωνιάς, αρρώστια ευλογημένη, άγρυπνος ύπνος, όνειρα της πιο βαθιάς αγρύπνιας! Αυτός είναι ο έρωτας, που δεν χορταίνω να νηστεύω. Δεν γελάς;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Όχι, ξάδερφέ μου· μάλλον κλαίω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Γιατί, καρδιά μου;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Για τον πόνο της καρδιάς σου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Έλα τώρα! Έτσι είναι ο έρωτας: βαριά η ποινή για το παράπτωμά του. Μην στεναχωριέσαι· φτάνει η δική μου στεναχώρια. Μια καρδιά την έχω, φίλε – την σπαράζει που την σπαράζει ο έρωτας, δεν είναι ανάγκη να την σπαράζει και η θλίψη της αγάπης σου για μένα. Καπνός είναι ο έρωτας, από των στεναγμών την χόβολη· αν πάψει να πνίγει τον αέρα, γίνεται η χόβολη φωτιά στου εραστή το βλέμμα· αν μείνει μέσα σου, γίνεται δάκρυα πικρά, που τρέφουν ένα πέλαγο ακόμα πιο πικρό. Τι άλλο; Η πιο λογική τρέλα, πίκρα φονιάς, γλύκα σωτήρας. Γεια σου τώρα.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Έτσι με παρατάς; Μην με πληγώνεις, ξάδελφε. Θα έρθω μαζί σου.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Σε παρατάω; Εγώ δεν είμαι καν εδώ. Δεν είμαι ο εαυτός μου από καιρό. Αν τον δεις πουθενά, θύμισέ του πως είναι ο Ρωμαίος.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Έλα τώρα, σοβαρά· πες μου ποιαν αγαπάς.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Σοβαρά; Δηλαδή, με βαθύ αναστεναγμό;
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Χωρίς βαθύ αναστεναγμό. Απλά σοβαρά.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Σοβαρά ζητάς από έναν άρρωστο να κάνει την διαθήκη του; Είναι σαν να τον σκοτώνεις, ξάδελφε. Όμως άκου απλά και καθαρά τι μου συμβαίνει: είμαι σοβαρά ερωτευμένος μ’ ένα κορίτσι.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Το πέτυχα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μπράβο σημάδι! Και είναι ωραία πολύ.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Τα όμορφα είναι, όμορφέ μου, που πετυχαίνονται εύκολα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εδώ αστόχησες. Αυτήν δεν την πιάνουν τα βέλη του Έρωτα. Είναι σωστή Άρτεμις στην σπιρτάδα και κρατάει την ασύντριπτη ασπίδα της αγνότητας. Μπορεί το τρυφερό αγοράκι της Αφροδίτης να την τρυπήσει με τα βελάκια του; Στρατιές ολόκληρες μεθυστικά λόγια και φλογερές ματιές να την πολιορκήσουν, θ’ αντέξει, δεν θ’ ανοίξει τις πύλες του έρωτά της ούτε για όλου του κόσμου το χρυσάφι, που μια χούφτα του μόνο κολάζει και Άγιο. Εκείνη έχει θησαυρό ομορφιά της. Μα τι τα θες, είναι φτωχή, αφού τον φιλάει για να τον πάρει στον θάνατο μαζί της.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Ορκίστηκε αγνότητα;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ορκίστηκε να είναι όσο ζει σπάταλη στην τσιγκουνιά της, να επιβάλει αυστηρή νηστεία στην ομορφιά της, να την υποχρεώσει ν’ αποκληρώσει από τώρα τα παιδιά που δεν θ’ αποκτήσει ποτέ. Είναι σεμνή, ωραία, πολύ σεμνά ωραία, για ν’ αξίζει τον παράδεισο, που ρίχνει στην κόλαση εμένα. Ορκίστηκε να μείνει αγνή κι εγώ γυρίζω σαν τον νεκρό ανάμεσα στους ζωντανούς, να λέω και να ξαναλέω αυτόν τον όρκο που με σκοτώνει κάθε μέρα.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Κάνε ατό που θα σου πω: σταμάτα να την σκέφτεσαι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πώς γίνεται αυτό; Πες μου εσύ ο δάσκαλος!
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Άφησε το βλέμμα σου ελεύθερο να τρέξει σε άλλες ομορφιές.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Για ν’ αποδείξω ακόμα μια φορά πως δεν συγκρίνεται καμιά μαζί της; Μάσκες θα ’ναι τα πρόσωπά τους – μαύρες μάσκες, σαν εκείνες που φορούν οι όμορφες κυρίες στα καρναβάλια, για να υποθέτουμε την ομορφιά που κρύβεται από πίσω. Μα, ξέρεις, ο τυφλός δεν ξεχνά ποτέ τον θησαυρό του χαμένου του φωτός. Δείξε μου την πιο αρχοντική ομορφιά. Το πρόσωπό της θα ’ναι μια μάσκα που θα κρύβει την ασύγκριτη ομορφιά της ομορφιάς μου. Φεύγω· δεν μπορείς να με μάθεις να ξεχνώ.
ΜΠΕΜΒΟΛΙΟ
Στην ζωή μου – ή θα σε μάθω ή θα πεθάνω προσπαθώντας.
Σκηνή
II
( Έρχονται ο Καπουλέτος, ο κόμης Πάρις κι ένας υπηρέτης.)
.
.
...Ολόκληρο το αριστούργημα ΕΔΩ
Μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας
Η τελευταία παράγραφος:
ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Ειρήνη ζοφερή μας έφερε η μέρα. Ο ήλιος απ’ την λύπη του δεν λέει να φανεί. Ελάτε, έχουμε πολλά να πούμε ακόμα γι’ αυτήν την τραγωδία. Κάποιοι θα συγχωρηθούν και κάποιοι θα τιμωρηθούν, γιατί καμιά ιστορία, δεν γέννησε ποτέ τόση οδύνη όση ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα.
ΤΕΛΟΣ
~ ~ ~
«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές
Εκδόσεις Κέδρος 2007
Εκδόσεις Κέδρος 2007