Πολύ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,
σαγηνεύτηκε πολύ
απ’ την έγκαιρη μεγάλη περιπέτεια
του Πολέμου.
(Πού θα πας, πού θα πας, καλέ μου;)
Δεν την άκουσε:
Κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή.
Αυτό το Μέση δεν το χώνεψε καθόλου.
Τα τέρματα ζητούσε.
Για να φύγει τα μέσα και τα μέτρια
κουφάθηκε στο «πού θα πας, καλέ μου».
Μα δεν είχε να διαλέξει και πολύ:
Κατατάχθηκε στη Μέση Ανατολή.
Ριψοκίνδυνος και νέος καθώς ήτανε
προτιμήθηκε, γυμνάστηκεν ευθύς
-ειδικότης: Αλεξιπτωτιστής.
(πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
σαν έπεφτε, δεν ήξερε πού πήγαινε.
Μεμιάς και σταματούσεν η καρδιά του
κι ένιωθεν ως τον πάτο πως ρουφούσε
το μεγάλο ποτήρι του κενού.
-Είμαι στην άκρη, συλλογίζονταν.
Μα πάντα και τον έφερνε στη μέση
τ’ αλεξίπτωτο που εγκαίρως ξεδιπλώνονταν
να τον κάνει μια βεντούζα
που νωθρά κολυμπούσε και κατέβαινε
το γαλάζιο τ’ ουρανού...
Είδε πολλούς συντρόφους του
να λέιπουν απ’ τη σύνταξη
(Πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
-Κάποιοι μας θα λείψουνε,
πάντα συλλογίζονταν,
ως να ‘ρθει το τέλος τούτου του πολέμου...
Πέφτει, ξαναπέφτει...Κομπολόγι...
«Χαρακτήρος πολύ τολμηρού
και πολύ ψυχραίμου»
γράφει ο λοχαγός του.
Ώσπου μια μέρα απότομα
σωπαίνουνε τα πάντα:
Ο Πόλεμος τελείωσε.
Λείψαν όσοι έπρεπε κι έφτασε το τέλος.
Τραγουδούνε και φεύγουν τα παιδιά
που’ χουν ζήσει και πίσω θα γυρίσουν.
Μικραίνουν, ατροφούνε τα φτερά
στο νου τους, στους ώμους, στην καρδιά...
-Τον απέλυσαν «αλεξιπτωτιστή»
-ποια πρακτικήν εφαρμογή να φανταστεί;
Πολύ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,
κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή,
τίμησε όσο πάει τη στολή,
μα πάντα αυτό το Μέση
δεν το χώνεψε καθόλου.
Αν ήταν βολετό πάλι να πέσει,
πάλι στην άκρη να βρεθεί!
Να πέσει ζητά, το πέσιμο του λείπει:
Το’ κανε μια μέρα:
πρωί,
απ’ το παράθυρο ενός έκτου πατώματος.
πηγή
σαγηνεύτηκε πολύ
απ’ την έγκαιρη μεγάλη περιπέτεια
του Πολέμου.
(Πού θα πας, πού θα πας, καλέ μου;)
Δεν την άκουσε:
Κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή.
Αυτό το Μέση δεν το χώνεψε καθόλου.
Τα τέρματα ζητούσε.
Για να φύγει τα μέσα και τα μέτρια
κουφάθηκε στο «πού θα πας, καλέ μου».
Μα δεν είχε να διαλέξει και πολύ:
Κατατάχθηκε στη Μέση Ανατολή.
Ριψοκίνδυνος και νέος καθώς ήτανε
προτιμήθηκε, γυμνάστηκεν ευθύς
-ειδικότης: Αλεξιπτωτιστής.
(πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
σαν έπεφτε, δεν ήξερε πού πήγαινε.
Μεμιάς και σταματούσεν η καρδιά του
κι ένιωθεν ως τον πάτο πως ρουφούσε
το μεγάλο ποτήρι του κενού.
-Είμαι στην άκρη, συλλογίζονταν.
Μα πάντα και τον έφερνε στη μέση
τ’ αλεξίπτωτο που εγκαίρως ξεδιπλώνονταν
να τον κάνει μια βεντούζα
που νωθρά κολυμπούσε και κατέβαινε
το γαλάζιο τ’ ουρανού...
Είδε πολλούς συντρόφους του
να λέιπουν απ’ τη σύνταξη
(Πού θα πας, πού θα πας καλέ μου;)
-Κάποιοι μας θα λείψουνε,
πάντα συλλογίζονταν,
ως να ‘ρθει το τέλος τούτου του πολέμου...
Πέφτει, ξαναπέφτει...Κομπολόγι...
«Χαρακτήρος πολύ τολμηρού
και πολύ ψυχραίμου»
γράφει ο λοχαγός του.
Ώσπου μια μέρα απότομα
σωπαίνουνε τα πάντα:
Ο Πόλεμος τελείωσε.
Λείψαν όσοι έπρεπε κι έφτασε το τέλος.
Τραγουδούνε και φεύγουν τα παιδιά
που’ χουν ζήσει και πίσω θα γυρίσουν.
Μικραίνουν, ατροφούνε τα φτερά
στο νου τους, στους ώμους, στην καρδιά...
-Τον απέλυσαν «αλεξιπτωτιστή»
-ποια πρακτικήν εφαρμογή να φανταστεί;
Πολύ νέος, μορφωμένος, ριψοκίνδυνος,
κατατάχτηκε στη Μέση Ανατολή,
τίμησε όσο πάει τη στολή,
μα πάντα αυτό το Μέση
δεν το χώνεψε καθόλου.
Αν ήταν βολετό πάλι να πέσει,
πάλι στην άκρη να βρεθεί!
Να πέσει ζητά, το πέσιμο του λείπει:
Το’ κανε μια μέρα:
πρωί,
απ’ το παράθυρο ενός έκτου πατώματος.
πηγή
Ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου, 1906-1990) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Αθήνα. Στα εφηβικά του χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δυο χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου κοντά σε συγγενείς του. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει ποτέ. Εργάστηκε για τριανταπέντε χρόνια ως υπάλληλος του Διπλωματικού Σώματος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και από το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης. Το 1929 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη δημοσίευση στο περιοδικό "Αλεξανδρινά Γράμματα" του ποιήματος "Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα", που θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή και το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του "Συνθέσεις". Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Ρυθμός", "Νέα Εστία", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Πειραϊκά Γράμματα", "Ποιητική Τέχνη", "Τέχνη", "Πυρσός", κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με την ποιητική μετάφραση (Ορχάν Βελή, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ κ.α.), την πεζογραφία, την αρθρογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στη μεσοπολεμική και τη νεώτερη ελληνική ποίηση, η οποία συνδυάζει επιρροές από την ειρωνεία του Καβάφη, τον κοσμοπολιτισμό του Κώστα Ουράνη, το πικρό χιούμορ του Καρυωτάκη και τις τάσεις της γαλλικής συμβολιστικής ποίησης. Τίτλοι βιβλίων