Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά..
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας
πόσα και πόσα χιλιόμετρα ανυπομονησίας
περπατημένη σε δέκα τετραγωνικά..
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαναν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται..
Απεναντίας - Η μνήμη του στον τόπο της :
..Εκείνες, του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ, οι νύχτες,
τότε, οι τόσο φωτεινές..,
οι πρώτοι του έρωτες κάτω απ' τ' άστρα..,
οι θριαμβικές διαδρομές στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα απ' όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε...,
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε..,
ο ποταμός που ξεδιψούσε,
πού είναι; πού είναι;
πόσος καιρός πέρασε; πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν :
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές
όσο κι αν πέρασαν τα έτη,
παρ' όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες στον Παγκόσμιο Πόλεμο
με οικονομίες στις τροφές και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες απ' τα μάτια του δεν έφυγε
όσο κι αν πέρασαν τα έτη :
δεμένοι, οι μυς στο σώμα του σφιχτά
κι ωραία πάντα η χαίτη
όσο κι αν πέρασαν τα έτη.
Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται
- όχι πως του' γινε συνήθεια η σκλαβιά και πως την υποφέρει -
αλλά μονάχα από συναίσθηση περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.
Η Κυριακή σαν έρχεται, το ξέρει, από λεπτή διαίσθηση,
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ' αναιδή κυνάρια στων κυριών τις αγκαλιές
πόρχονται και γαβγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο ενώ διαρκώς πεθαίνει...
Δεν πιάστηκε δα και μικρός για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται..
..Ω, νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ, κάτω από τ' άστρα!
(κι ω, τύχη του, τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)
~
από την πρώτη του ποιητική συλλογή, "Συνθέσεις" (1933)
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά..
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας
πόσα και πόσα χιλιόμετρα ανυπομονησίας
περπατημένη σε δέκα τετραγωνικά..
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαναν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται..
Απεναντίας - Η μνήμη του στον τόπο της :
..Εκείνες, του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ, οι νύχτες,
τότε, οι τόσο φωτεινές..,
οι πρώτοι του έρωτες κάτω απ' τ' άστρα..,
οι θριαμβικές διαδρομές στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα απ' όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε...,
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε..,
ο ποταμός που ξεδιψούσε,
πού είναι; πού είναι;
πόσος καιρός πέρασε; πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν :
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές
όσο κι αν πέρασαν τα έτη,
παρ' όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες στον Παγκόσμιο Πόλεμο
με οικονομίες στις τροφές και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες απ' τα μάτια του δεν έφυγε
όσο κι αν πέρασαν τα έτη :
δεμένοι, οι μυς στο σώμα του σφιχτά
κι ωραία πάντα η χαίτη
όσο κι αν πέρασαν τα έτη.
Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται
- όχι πως του' γινε συνήθεια η σκλαβιά και πως την υποφέρει -
αλλά μονάχα από συναίσθηση περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.
Η Κυριακή σαν έρχεται, το ξέρει, από λεπτή διαίσθηση,
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ' αναιδή κυνάρια στων κυριών τις αγκαλιές
πόρχονται και γαβγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο ενώ διαρκώς πεθαίνει...
Δεν πιάστηκε δα και μικρός για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται..
..Ω, νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ, κάτω από τ' άστρα!
(κι ω, τύχη του, τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)
~
από την πρώτη του ποιητική συλλογή, "Συνθέσεις" (1933)
Ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου, 1906-1990) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Αθήνα. Στα εφηβικά του χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δυο χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου κοντά σε συγγενείς του. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει ποτέ. Εργάστηκε για τριανταπέντε χρόνια ως υπάλληλος του Διπλωματικού Σώματος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και από το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης. Το 1929 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη δημοσίευση στο περιοδικό "Αλεξανδρινά Γράμματα" του ποιήματος "Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα", που θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή και το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του "Συνθέσεις". Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Ρυθμός", "Νέα Εστία", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Πειραϊκά Γράμματα", "Ποιητική Τέχνη", "Τέχνη", "Πυρσός", κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με την ποιητική μετάφραση (Ορχάν Βελή, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ κ.α.), την πεζογραφία, την αρθρογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στη μεσοπολεμική και τη νεώτερη ελληνική ποίηση, η οποία συνδυάζει επιρροές από την ειρωνεία του Καβάφη, τον κοσμοπολιτισμό του Κώστα Ουράνη, το πικρό χιούμορ του Καρυωτάκη και τις τάσεις της γαλλικής συμβολιστικής ποίησης. Τίτλοι βιβλίων