και το ζεστό ψωμί του νόστου, και κλειστές
εστίες, όπου στέναζαν γυναίκες.
Έφερναν πίσω δώρα και χρυσό·
έπη καλά για βασιλέων εστιάσεις,
και μες στα μάτια των, πολλά θαμμένα.
Όταν εκείνα θα ξυπνούν, το βλέμμα
θα χάνει την σεμνήν ελαία, την αυλή,
και θα πεινά γιʼ άλλες τροφές.
Τη νύκτα, όταν πέφτουν οι φρουρές
του σώματος, κι οι άγκυρες ʼλαφρώνουν·
θα ξαναβρίσκουν ίσως το ταξίδι.
Δύτης, με πέτρα αγαπητό κεφάλι
που ξένο πια τον ώμο του βαραίνει,
καθένας θα βυθίζεται βαθιά
στη λήθη· των ονείρων θηρευτής
εκστατικός, συμπότης των σκιών
που αλιεύουν άστρα στο βυθό.
Κυψέλη δεν θα γίνει, μήτε δένδρο
σοφό, με ρίζες έμπειρες στη γη,
με φύλλωμα σεμνό, κι υποταγμένο
στην ασφαλή δικαιοσύνη των καιρών,
με την σκιά που γράφει της ημέρας
την ήσυχη πορεία, κι ωριμάζει
στην πρώτην ήβη της νυκτός.
Οι μέρες και τα έργα θα περνούν
χωρίς να γίνουν μέλισσες και γύρις·
δίχως ο νους του να γνωρίσει τη χαρά
της ώριμης κηρήθρας, σαν το θέρος
ολόχρυσο στον κόλπο της σταλάζει.
Αυτά διαβάζαμε στα ξένα μάτια
που τα δικά μας συναντούσαν στις ακτές
και μας θυμίζαν την Ιθάκη.
Κι αν τʼ αγαπήσαμε ποτέ, τι τάχα;
Αυτά τα μάτια, λέγαμε, κανείς
δικός μας θʼ αποκτήσει, της θαλάσσης
θεριστής.
Στέγη λαμπρά και δάπεδον αβάτων κόσμων,
θείος της θάλασσας αγρός!
Φαιδρών αφρών αειθαλής συγκομιδή,
στάχεις αμέτρητοι του πόντου, νίκη
της ανδροβούλου πρώρας της νεώς!
Νυμφίοι, και ζεμένοι στο κουπί
σαν άροτρον, εσπέρναμε δελφίνια
το έαρ της θαλάσσης, και νησιά
που συνοδεύαν το καράβι κι έδυαν.
Βλέπαμε πρώτα μια κορφή, κατόπιν
τα δάση, τους λειμώνας με σπαρτά και
δένδρα, και τα έργα των ανθρώπων.
Η πόλις ήτο πάλλευκη και τελευταία.
Κι αυτήν δεν την κοιτάζαμε πολύ,
μην η βουλή μας δειλιάσει.
Έχουμε κι άλλα, λέγαμε, πελάγη
να σπείρομε, κι είμαστε νέοι ακόμα.
Οι άνεμοι το νου μας κατοικούσαν.
Το κύμα είχε μάθει το ρυθμό
της δυνατής καρδιάς μας, κι ο βυθός
μας είχε δώσει τη σιγή του.
Καμιά φορά, σκυμμένοι στους σκαρμούς,
τη μέρα βλέπαμε να λούεται στα βάθη
του σκοτεινού σαπφείρου, μες στʼ αργό
στερέωμα, δεσμία νύκτας ξένης.
Θαλάσσιο ξύλο μόνο μας εχώριζε.
Δίψα ζωής, ελέγαμε, δίψα θανάτου,
μοιραίες αδελφές, απʼ την αυτή πηγή
γεμίζετε τις δίδυμες υδρίες!
ω κυβερνήτιδες του πλοίου, των ψυχών μας
πλοηγοί!
Γιʼ αυτό και δεν γυρίσαμε στʼ ακίνητα χωράφια,
στα σπίτια μας, στους τάφους· τα πιστά
παιδιά, τα χωρίς δόξα.
Της ποντοπόρου μέρας κυνηγοί.
Πάντα σε κάποια θάλασσα, στο πλοίο,
κέντρον πλανώμενον της γλαυκής σφαίρας
του Καιρού.
Ευχαριστώ τη διαδικτυακή φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ο Αλέξανδρος Μάτσας (1911-1969) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο τμήμα οικονομικών και πολιτικών επιστημών του Christ Church College της Οξφόρδης. Από το 1934 και ως το 1962 έκανε καριέρα στο διπλωματικό Σώμα. Διετέλεσε υποπρόξενος στη Μανσούρα (1934) και την Αλεξάνδρεια (1939), γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι (1947-1949), επιτετραμμένος στη Χάγη (1949-1953), σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη (1953-1957) και πρέσβης στην Άγκυρα και την Ουάσιγκτων. Από το 1957 και για δύο χρόνια ήταν διευθυντής της πολιτικής διεύθυνσης του Υπουργείου Εξωτερικών. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση και το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε το 1934 με την ποιητική συλλογή Ποιήματα και ακολούθησε το 1946 η συλλογή Ποιήματα – Εκλογή. Για το θέατρο έγραψε τις τραγωδίες Κλυταιμνήστρα, Ιοκάστη και Κροίσος, από τις οποίες η Κλυταιμνήστρα και ο Κροίσος παραστάθηκαν από το Εθνικό Θέατρο. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου. Τίτλοι βιβλίων