Κάθε μέρα η ίδια πέτρα
μοιράζεται στα δυο
στα τέσσερα, στα οχτώ.
Σπάζει το φράγμα
του μύθου νωχελικά.
Κάθε μέρα ορμάς ανόρεκτα
μοιράζεται στα δυο
στα τέσσερα, στα οχτώ.
Σπάζει το φράγμα
του μύθου νωχελικά.
Κάθε μέρα ορμάς ανόρεκτα
όλα εκείνα που ήσουν παλιά.
Κάθε νύχτα το φάντασμα
της απραξίας σπαράζει το συκώτι
και σε βιάζει αφήνοντας κράμπες
στο κουράγιο για να θυμάσαι
χωρίς μνήμη ξανά.
Κάθε που σε παίρνει ο ύπνος
μονολογείς σαν τζογαδόρος
πως θα γυρίσει αυτή την φορά.
Κι όταν κομπάζει το άγχος
ο φόνος των υποθέσεων
ξεκινά.
Δεν βρίσκεις διέξοδο πια.
Σηκώνεις αμήχανα την πένα
κι εθίζεσαι σταδιακά.
Γεννιέσαι και πεθαίνεις ξανά.
Στην ίδια ανηφόρα που ξεψυχάς
γαντζώνεσαι με την γλώσσα
απ’ την γλώσσα και η μάχη ξεκινά.
Κάποιες φορές γέρνεις το κεφάλι
ματωμένο στις μουντζούρες
και καταφεύγεις στου ύπνου τα ρευστά.
Δεν υπάρχουν προνόμια σ’ αυτή τη μάχη.
Γυμνός γεννιέσαι
Γυμνός παλεύεις
Γυμνός πεθαίνεις
Γυμνός σηκώνεσαι
Γυμνός παλεύεις ξανά.
Αλλάζει διάσταση ο χρόνος.
Κοιτάς το ρολόι.
Δεν έχεις να πας πουθενά.
Ορμάς σαν ύαινα και γλύφεις
απομεινάρια και οστά.
Σε λίγο θα νιώσεις
την πρώτη χαρακιά.
Σε λίγο το μολύβι στιλέτο
και τα μάτια σου ανοιχτά.
Βλέπεις την πληγή σου στο χέρι
μα ήδη αρμενίζεις
Οδυσσέας.
Δον Κιχώτης.
Ξανά.
II
Υπάρχει ένας μαυρόασπρος γάτος στη γειτονιά.
Συχνά με κοιτά και μου μιλά.
Σήμερα ήρθε και είχε μόνο ένα μάτι.
Τον φώναξα να πλησιάσει.
Μιλήσαμε για ποίηση.
Του απάγγειλα το «Αν» του Κίπλινγκ.
Παρατηρούσαμε μαζί ένα φύλλο
να πετά και να χάνεται
στη δίνη του αέρα.
Άναρχα και σιωπηλά.
Έτσι όπως κερδίζει
– καθετί που μας μοιάζει –
την συμπάθεια μας.
Κάθε νύχτα το φάντασμα
της απραξίας σπαράζει το συκώτι
και σε βιάζει αφήνοντας κράμπες
στο κουράγιο για να θυμάσαι
χωρίς μνήμη ξανά.
Κάθε που σε παίρνει ο ύπνος
μονολογείς σαν τζογαδόρος
πως θα γυρίσει αυτή την φορά.
Κι όταν κομπάζει το άγχος
ο φόνος των υποθέσεων
ξεκινά.
Δεν βρίσκεις διέξοδο πια.
Σηκώνεις αμήχανα την πένα
κι εθίζεσαι σταδιακά.
Γεννιέσαι και πεθαίνεις ξανά.
Στην ίδια ανηφόρα που ξεψυχάς
γαντζώνεσαι με την γλώσσα
απ’ την γλώσσα και η μάχη ξεκινά.
Κάποιες φορές γέρνεις το κεφάλι
ματωμένο στις μουντζούρες
και καταφεύγεις στου ύπνου τα ρευστά.
Δεν υπάρχουν προνόμια σ’ αυτή τη μάχη.
Γυμνός γεννιέσαι
Γυμνός παλεύεις
Γυμνός πεθαίνεις
Γυμνός σηκώνεσαι
Γυμνός παλεύεις ξανά.
Αλλάζει διάσταση ο χρόνος.
Κοιτάς το ρολόι.
Δεν έχεις να πας πουθενά.
Ορμάς σαν ύαινα και γλύφεις
απομεινάρια και οστά.
Σε λίγο θα νιώσεις
την πρώτη χαρακιά.
Σε λίγο το μολύβι στιλέτο
και τα μάτια σου ανοιχτά.
Βλέπεις την πληγή σου στο χέρι
μα ήδη αρμενίζεις
Οδυσσέας.
Δον Κιχώτης.
Ξανά.
II
Υπάρχει ένας μαυρόασπρος γάτος στη γειτονιά.
Συχνά με κοιτά και μου μιλά.
Σήμερα ήρθε και είχε μόνο ένα μάτι.
Τον φώναξα να πλησιάσει.
Μιλήσαμε για ποίηση.
Του απάγγειλα το «Αν» του Κίπλινγκ.
Παρατηρούσαμε μαζί ένα φύλλο
να πετά και να χάνεται
στη δίνη του αέρα.
Άναρχα και σιωπηλά.
Έτσι όπως κερδίζει
– καθετί που μας μοιάζει –
την συμπάθεια μας.
~
Ο Ιάσωνας Σταυράκης γεννήθηκε το 1982. Σπούδασε Ισπανική Φιλολογία και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Δημιουργική Γραφή και στην Αφηγηματολογία. Διδάσκει Ισπανικά και Δημιουργική Γραφή. Τίτλοι βιβλίων: Το τσίρκο των στοχασμών (Ακτίς, 2012). Απόπειρες Υψώσεως του Ψ (Ακτίς, 2013). Μηδέν Γραμμάρια (Ανεμιστήρας, 2014). Είμαι (Παλινωδίαι, 2019). Ό,τι επέζησε απ’ τη φωνή μας (Συμεών, 2021)