Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (Dostojevskij Fedor Michajlovic), «Ο ηλίθιος» (μορφή pdf)

Ο ΗΛΙΘΙΟΣ είναι ένα από τα καλύτερα και πιο γνωστά μυθιστορήματα του μεγάλου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, όπου ο Ρώσος συγγραφέας δείχνει όλη του την μαεστρία αναλύοντας σε βάθος την ψυχοσύνθεση των βασανισμένων ηρώων του. Η υπόθεση του έργου μιλάει για τον εικοσιεξάχρονο πρίγκιπα Μίσκιν όπου ύστερα από μακροχρόνια θεραπεία στην Ελβετία, επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, όπου μαθαίνει ότι κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία. Έτσι βρίσκεται ανέλπιστα στο επίκεντρο της άγνωστης για αυτόν ζωής της μεγαλούπολης. Οι άντρες που τον περιβάλλουν, μην μπορώντας να εξηγήσουν διαφορετικά την άδολη και αγνή φύση του, τον χαρακτηρίζουν «ηλίθιο», ενώ οι γυναίκες, συνεπαρμένες από αυτές ακριβώς τις ιδιότητές του, τον ερωτεύονται τρελά, με τραγικές συνέπειες…

Μέρος πρώτο

ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ, μια μέρα που φύσαγε νοτιάς, κατά τις εννιά το πρωί, η αμαξοστοιχία της Βαρσοβίας πλησίαζε στην Πετρούπολη, τρέχοντας μ' όλη της την ταχύτητα. Είχε τόση υγρασία και τόση ομίχλη που μόλις και μετά βίας πρόβαλε η μέρα∙ δέκα βήματα πιο κει, δεξιά κι αριστερά απ' τη γραμμή, δεν ξεχώριζες τίποτα σχεδόν πίσω απ' τα τζάμια του βαγονιού. Ανάμεσα στους επιβάτες, ήταν και μερικοί που επέστρεφαν απ' το Εξωτερικό. Μα ο πιο πολύς κόσμος ήταν στριμωγμένος στα βαγόνια της τρίτης θέσης, όλο λαουτζίκος και κάτι μικροεπιχειρηματίες που δεν έρχονταν από πολύ μακριά. Όλοι φυσικά ήταν κουρασμένοι, ολονών τα μάτια ήταν βαριά απ' την άγρυπνη νύχτα, όλοι ήταν ξεπαγιασμένοι, όλα τα πρόσωπα ήταν ωχροκίτρινα, στο χρώμα της ομίχλης.

Σ' ένα απ' τα βαγόνια της τρίτης θέσης, απ' το χάραμα κιόλας, βρεθήκανε να κάθονται ο ένας αντίκρυ στον άλλον, δίπλα στο παράθυρο, δυο επιβάτες, κι οι δυο τους νέοι, κι οι δυο τους χωρίς σχεδόν αποσκευές κι οι δυο τους ντυμένοι μάλλον φτωχικά, κι οι δυο τους με αρκετά αξιοπρόσεχτη, φυσιογνωμία, και που κι οι δυο τους τέλος δείξανε τη διάθεση να πιάσουν κουβέντα. Αν ξέρανε κι οι δυο τους τι ήταν το ιδιαίτερο κείνη τη στιγμή που τους έκανε αξιοπρόσεχτους, τότε, φυσικά, θα μέναν έκπληκτοι, που η σύμπτωση τους είχε τόσο παράξενα καθίσει τον ένα αντίκρυ στον άλλον, στην τρίτη θέση της αμαξοστοιχίας Βαρσοβία — Πετρούπολη. 

Ο ένας απ' αυτούς είχε μέτριο ανάστημα, ήταν κάπου είκοσι εφτά χρονών, κατσαρομάλλης και σχεδόν μελαχρινός, με σταχτιά, μικρά, μα φλογερά μάτια. Η μύτη του ήταν πλατιά και πλακουτσωτή, το πρόσωπο με πεταχτά μήλα.Τα λεπτά του χείλη στραβώνανε συνεχώς σ' ένα αδιάντροπο, κοροϊδευτικό και μάλιστα μοχθηρό χαμόγελο, το μέτωπό του όμως ήταν ψηλό και καλοφτιαγμένο κι ομόρφαινε το κάτω μέρος του προσώπου με τα κάπως αγροίκα χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερη εντύπωση σου 'κανε στο πρόσωπο εκείνο η θανατερή του χλομάδα που 'δινε σ' όλη τη φυσιογνωμία του νέου ένα ύφος εξαντλημένο, παρ' όλο που ήταν αρκετά γεροδεμένος, και ταυτόχρονα του πρόσδινε κάτι τόσο παθιάρικο, που θα 'λεγες πως υποφέρει, πράγμα που δεν εναρμονιζόταν καθόλου με το αυθάδικο και βάναυσο χαμόγελό του και το σκληρό, γεμάτο αυταρέσκεια βλέμμα του. Ήταν ζεστά ντυμένος∙ φόραγε μια μαύρη, κλειστή γούνα από προβιά και τη νύχτα δεν κρύωνε, ενώ ο γείτονάς του βρέθηκε αναγκασμένος να υποφέρει όλη τη γλύκα της υγρής νοεμβριανής ρούσικης νύχτας —κι είχε ρίγη στη ράχη— γιατί φαίνεται πως δεν ήταν προετοιμασμένος για τέτοιο κρύο. Φόραγε έναν αρκετά φαρδύ και χοντρό μανδύα, χωρίς μανίκια και με τεράστια κουκούλα, ίδιον κι απαράλλαχτο με τους μανδύες που φοράνε συχνά οι ταξιδιώτες το χειμώνα, κάπου μακριά στο Εξωτερικό, στην Ελβετία ή λόγου χάρη στη Βόρεια Ιταλία, χωρίς φυσικά να υπολογίζουν σε τόσο μεγάλες διαδρομές, σαν απ' το Εϊντκούνεν ως την Πετρούπολη. Όμως εκείνο που έφτανε και παράφτανε στην Ιταλία, αποδείχτηκε πως δεν ήταν και τόσο αρκετό στη Ρωσία. 

Ο κάτοχος του μανδύα με την κουκούλα κι αυτός ήταν ένας νέος είκοσι έξι με είκοσι εφτά χρονών, με ανάστημα λίγο ψηλότερο απ' το μέτριο, πολύ ξανθός, με πυκνά μαλλιά, με αδύνατο πρόσωπο και μ' ένα μικρό, μυτερό σχεδόν άσπρο γενάκι. Τα μάτια του ήταν μεγάλα, γαλανά κι ασάλευτα∙ στο βλέμμα τους υπήρχε κάτι το ήρεμο, βαρύ ωστόσο,κάτι γεμάτο από κείνη την παράξενη έκφραση που κάνει μερικούς να μαντεύουν απ' την πρώτη κιόλας ματιά πως ο άνθρωπος αυτός πάσχει από επιληψία. Το πρόσωπο του νέου ήταν άλλωστε ευχάριστο, λεπτό και στεγνό, άχρωμο όμως, και τώρα μάλιστα είχε μελανιάσει απ' το κρύο. Απ' τα χέρια του κρεμόταν ένα μικρό μπογαλάκι από παλιό ξεθωριασμένο φουλάρι που φαίνεται να 'χε μέσα όλα τα ταξιδιωτικά του υπάρχοντα. Φορούσε παπούτσια με διπλές σόλες και γκέτες — όλα αυτά κάθε άλλο παρά ρούσικα. Ο μαυρομάλλης γείτονας με την προβιά τα περιεργάστηκε όλ' αυτά,όχι τόσο από περιέργεια μα γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει, και τέλος ρώτησε με εκείνο το αδιάκριτο χαμόγελό του που μ' αυτό εκφράζεται καμιά φορά απροσχημάτιστα κι ακατάδεχτα η ανθρώπινη ευχαρίστηση μπροστά στις ατυχίες του πλησίον:

— Κρύο, ε;
Κι ανασήκωσε τους ώμους [..]

η συνέχεια του μυθιστορήματος ΕΔΩ
Μετάφραση: Αλεξάνδρου Άρης

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης