Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη «Γιατί μ αγάπησες». Αντί άλλης εργασίας ανατέθηκε στα παιδιά να συνθέσουν ένα δικό τους ερωτικό ποίημα. Το τελικό αποτέλεσμα παρουσιάζεται παρακάτω. Ανάλογα με την επιθυμία των παιδιών τα ποιήματα δημοσιεύονται είτε ενυπόγραφα είτε ανώνυμα. Η σειρά είναι τελείως τυχαία.
(1)
Ίσως αυτό όλο να είναι ένα όνειρο
Ίσως να μην υπάρχεις καν
Αλλά να σε επινόησα σήμερα το βράδυ
Ποτέ δεν τσακωθήκαμε. Και όλες αυτές που
υπήρξανε μαζί σου δεν σε είδανε ποτέ.
Ήρθες απλά σήμερα στα όνειρά μου
για να μου μάθεις
να προσέχω την επόμενη φορά
και για να με προετοιμάσεις για αύριο που θα ξυπνήσω.
Όλα είναι ένα μάθημα για όσα έρχονται.
Αύριο θα ξυπνήσω και θα πω σε όλους όλο αυτό το μεγάλο όνειρο.
Και δεν θα ψάξω να σε βρω
γιατί και να υπάρχεις δεν θα είσαι εδώ μαζί μου.
Το όνομά σου δεν θα το μάθει κανείς
ούτε καν εγώ. Γι’ αυτό λοιπόν
αν όλο αυτό ήταν όνειρο, σ’ ευχαριστώ.
Μαθήτρια του Γ2
(2)
Φωτίζεις τον κόσμο μου όταν με κοιτάς
Βάζεις φωτιά μέσα μου όταν με ακουμπάς
Τώρα που έχεις φύγει υπάρχει παγωνιά
Αναζητώ και πάλι την φλογερή σου ματιά
Μέσα στην άδεια πόλη ψάχνω να σε βρω
Κάθε βράδυ που έρχεται είναι οδυνηρό
Πρέπει να σε δω έστω και για λίγο
Ρίξε μου ένα γλυκό βλέμμα πριν φύγω
Μαθήτρια του Γ2
(3)
Τα λόγια σου ήταν τόσο τρυφερά
που με γέμισαν χαρά
τα μάτια σου ερωτεύτηκα
και στα δίχτυα σου μπλέχτηκα
Σε κρατώ σαν φυλαχτό
γλυκό μου αγόρι σ’ αγαπώ.
Μαθήτρια του Γ2
(4)
Το ψέμα σου τ’ αγάπησα
Μα μ’ άφησες να φύγω
Τα βράδια περπατώ συχνά,
μόνο, για να ξεφύγω.
Το βλέμμα σου με τρέλανε
μεσ’ του μυαλού τη ζάλη
μα η καρδιά πονάει πολύ
σαν μια παραζάλη.
Η σκέψη σου μ’ αγάπησε
μια νύχτα με φεγγάρι
μικρή, πικρή και σκοτεινή
σαν του κακού το χάδι.
Μαθητής του Γ2
(5)
(Α)
«Το πάθος της αγάπης»
Η αγάπη είναι ένα παιχνίδι
που για κάποιους
έχει αρχή και τέλος
και για
κάποιους
δεν έχει καν αρχή.
Την αγάπη για να την νιώσεις
θα πρέπει να έχεις δίπλα σου
τον κατάλληλο άνθρωπο
που θα σου δώσει όλο του το είναι
όλο του τον εαυτό.
Έρωτας είναι η πιο ισχυρή μας επιθυμία
Ενώ αγάπη το έντονο συναίσθημα
το δυνατό αυτό πάθος
που για να το νιώσεις
θα πρέπει να είσαι δίπλα σε ανθρώπους
που σ’ αγαπούν και αγαπάς.
(Β)
«Η μαγεία της αγάπης»
Η αγάπη είναι σαν ένα γλυκό ήχος
ένας ήχος τόσο γλυκός
που σε γαληνεύει και σε γεμίζει
με πολλά όμορφα συναισθήματα
Η αγάπη είναι σαν μια γλυκιά μελωδία,
σαν μια νότα από την κιθάρα.
Είναι ο γλυκός αυτός ήχος
από το κελάηδημα των πουλιών.
Ο άνεμος που περνάει ανάμεσα
από τα φύλλα και τα άνθη της άνοιξης.
Η αγάπη είναι όπως η φύση
τόσο όμορφη, αγνή
και κρύβει τόσο όμορφα πράγματα
που δεν είναι δύσκολο να τα ανακαλύψει κανείς
αρκεί να αφοσιωθεί σ’ αυτό το όμορφο παραμύθι.
Joan K. Μαθήτρια του Γ2
(6)
Αγάπη θα πει να χάνεσαι
μέσα στα μάτια του,
όταν τον κοιτάς
και να μη μπορεί η καρδιά σου
να μη χτυπά,
αγάπη θα πει να ζεις μόνο γι’ αυτόν
αγάπη θα πει να σκέφτεσαι μόνο αυτόν
και να μην μπορεί να βγει από το μυαλό σου.
Μαθήτρια του Γ2
(7)
Ερωτεύτηκα τον τρόπο που τα δυο μάτια σου
κοίταξαν βαθιά μέσα στην ψυχή μου.
Το χρώμα τους σαν σφραγίδα μου έκαψε την καρδιά
και άφησε σημάδι το όνομά σου.
Λάτρεψα τον τρόπο που τα χέρια της καρδιάς σου
άγγιξαν τις πληγές της καρδιάς μου
και προσπάθησαν να τις κλείσουν.
Μου πρόσφερες τον έρωτά σου
και εγώ ένιωσα το πιο όμορφο και μοναδικό τριαντάφυλλο
σε έναν κήπο γεμάτο από όμοια λουλούδια.
Σαν ανακάλυψα τα μονοπάτια της ψυχής σου
βάλθηκα να τα περπατώ κάθε βράδυ
κοιτάζοντας το μεγαλοπρεπές φεγγάρι
που στέκει ψηλά στον σκούρο ουρανό
Το χάος μου ερωτεύτηκε το φως σου
το πιο λαμπερό φως
που θα μπορούσε κανείς να μου δώσει.
Και τώρα πια το άρωμα του σώματός σου
και μόνο με γεμίζει ασφάλεια.
Νάσια Νικολάου Γ2
(8)
Η αγάπη είναι ένα όνειρο
που αρχίζει με ένα βλέμμα
ζει με ένα χαμόγελο
και πεθαίνει με ένα ψέμα
Η αγάπη είναι μια θάλασσα
που όλο κυματίζει
Σου γαληνεύει την ψυχή
και σου την χρωματίζει.
Η αγάπη είναι ένα σύννεφο
μεγάλο γκρι και μαύρο
που βρέχει όξινη βροχή
και σου μολύνει την ψυχή
Η αγάπη είναι μαχαιριά
αμέσως στην καρδιά σου
τρέχει αίμα τρομερό
απ’ την πικρή σκλαβιά σου
Smurf Μαθήτρια του Γ2
(9)
Δεν βγαίνει από τη σκέψη μου
το όμορφο πρόσωπό σου
πόσο θα ήθελα εγώ
να ‘μουν ο άνθρωπός σου
Όπου κι αν είσαι μάτια μου
να είμαι για σένα χάδι
να μη φοβάσαι πια ποτέ
της νύχτας το σκοτάδι
Τα πάντα εγώ θα κάνω
για σένα κι ας χαθώ
αρκεί εσένα να ‘χω
πλάι μου, στον κόσμο αυτό
Μαθήτρια του Γ2
(10)
Και σαν κοιτούσα από το παράθυρο
σαν να σε είδα, σαν να με κοίταξες
σαν να άκουσα τη φωνή σου
να ψιθυρίζει διάφορα
Άραγε είναι αλήθεια;
ήσουν όντως εσύ;
μήπως ήταν κάποιος άλλος;
ή να ήταν η παραίσθησή μου;
δεν ξέρω
θα κλείσω τα μάτια
και θα το φανταστώ ξανά και ξανά
μήπως γίνει πραγματικότητα.
Μαθήτρια του Γ2
(11)
«Μέσα στην αγκαλιά σου»
Αγάπη είναι να βλέπεις τον άνθρωπο που αγαπάς παντού
να τον σκέφτεσαι κάθε λεπτό
και να είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι
μόλις ξυπνάς και πριν πας να κοιμηθείς.
Όταν είσαι μαζί του να μην μπορείς να φύγεις από την αγκαλιά του
όχι γιατί σε κρατάει σφιχτά,
αλλά γιατί νιώθεις ότι έχεις ενωθεί μαζί του
ότι είναι το άλλο σου μισό
και έχεις γίνει ένα μαζί του.
Αγάπη είναι να χάνεσαι μέσα στην αγκαλιά του
και να λιώνεις με τα φιλιά του.
Να νιώθεις τους χτύπους της καρδιάς του
ακόμα κι όταν είναι μακριά σου.
Μαθήτρια του Γ2
(12)
Λαμπερό φεγγάρι μου
είσαι η φίλη μου η πιο κοντινή μου
βασίλισσα και καλή μου σουλτάνα
Είσαι η ζωή μου, ο ουρανός μου,
η Άνοιξη, η χαρά μου,
η έννοια της κάθε μέρας μου,
το γέλιο του τριαντάφυλλου
Είσαι η χαρά μου,
η γεύση στο ποτό μου,
το ρόδι, το φως το εσπερινό.
Μαθητής του Γ2
(13)
«Η θεωρία της αγάπης»
Αγάπη είναι η ζωή και ο έρωτας μαζί.
Αγάπη είναι αυτό που νιώθεις μέσα σου γι’ αυτόν.
Αγάπη είναι να κοιτάς τα μάτια του και να τον ερωτεύεσαι.
Αγάπη είναι να πονάς για τον άλλον.
γιατί η ζωή είναι σαν το τριαντάφυλλο,
την πληγώνεις και πονάει.
Μαθήτρια του Γ2
~ ~ ~ ~
(1)
Αν σου χαρίσουν μια καρδιά,
κράτα την, μην την πληγώσεις
Χαρά δω σ’ της και αγάπη θα σου δώσει.
Κι αν σου φύγει μια μέρα,
κυνήγησέ την και προσπάθησε να τη γυρίσεις πίσω.
Μαθήτρια του Γ5
(2)
Είμαστε δυο φίλοι,
δυο ερωτευμένοι φίλοι.
Που έχουμε μια αγάπη,
μια αγάπη ιδιαίτερη,
μια αγάπη φιλική
ή και ίσως ερωτική
Μια αγάπη που ό,τι και να’ ναι
είναι μοναδική
Είμαστε σαν τη σελήνη με τον ήλιο
μιλήσαμε, χωρίς όμως να βλεπόμαστε,
μιλάμε, με τον δικό μας μοναδικό τρόπο
ανάμεσα στ’ αστέρια,
στ’ αστέρια αυτά που θα χαράξω σ’ αγαπώ
κι εσύ θα το δεις, θα χαρείς και
θα μου πεις, κι εγώ
αλλά δεν θα ξέρεις τι εννοούσα
και δεν θα το μάθεις ποτέ.
Είμαστε σαν τη θάλασσα με τον ουρανό
που χωρίς να το καταλαβαίνεις
εσύ μου δίνεις το χρώμα σου
και εγώ όλη μου την ψυχή
αφού σε αγαπώ
Έτσι θα περνάει
η αιωνιότητά μας
να μ’ αγαπάς, να σ ’αγαπώ
χωρίς ποτέ όμως να σου πω
αυτό το κάτι, το αληθινό,
αλλά, δυστυχώς, κι ερωτικό.
Μαθήτρια του Γ5
(3)
Μυστήριο η ψυχή της γυναίκας ...
Μυστήριο η ψυχή της γυναίκας ...
μια ψυχή γεμάτη κλειστές πόρτες,
πόρτες με χαραγμένες τις λέξεις
ζήλεια, φόβος, συναγωνισμός, κακία
λέξεις που απομακρύνουν κάθε άντρα από μια γυναίκα
που θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί
μια στιγμή, μια ζωή αιώνια ...
Κουρσάρος των ψυχών Μαθητής του Γ5
(4)
Υπάρχει ένα μέρος
που μπορώ να πάω
όταν δεν νιώθω καλά
Και αυτό είναι το μυαλό μου
Και δεν υπάρχει χρόνος, όταν είμαι μόνη
Σε σκέφτομαι
Και τα πράγματα που κάναμε
Γυρίζουν γύρω απ’ το κεφάλι μου
Τα πράγματα που είπαμε
Όπως το «μόνο εσένα αγαπώ»
Μαθήτρια του Γ5
(5)
Το φεγγάρι αγκαλιά με τ’ άστρα
τραγουδάει κάθε βράδυ
για αγάπες γλυκές
Ένα κάστρο χτισμένο στην άμμο
που το κύμα χαϊδεύει απαλά
Η καρδιά μου χτυπάει με λαχτάρα
σαν σε φέρνω στον νου μου ξανά
Μαθητής του Γ5
(6)
Αν η ζωή μου χανόταν μ’ ένα σου χάδι
αν η ζωή μου σταματούσε μ’ ένα σου φιλί
αν το μυαλό μου χανόταν στη θύμησή σου
και πάλι θα ‘θελα να ήμουν μαζί σου
Ναντρέ Χουσνή Γ5
(7)
Το βράδυ της Κυριακής
έναν ήπιο χειμώνα
Μπορώ να αισθανθώ την αγάπη
μέσα μας σαν λειμώνας
Συνειδητοποίησα
ότι σε αγαπώ ατελείωτα
Όλα όνειρο της ευτυχίας
στην ψυχή αγκάθια
Κρυφή ελπίδα στην καρδιά
συνειδητοποίησα
ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα
Τίτο Μαθητής του Γ5
(8)
Μια κενή καρδιά
Σιωπή μες το κενό της
Το μίσος της ζωής
Χωρίς τον Άνθρωπό της
Σαββουλίδου Σοφία Γ5
(9)
Όταν σε κοιτώ
νιώθω ότι αγαπώ
Όταν σε φιλώ
τρελαίνομαι και ποθώ
της ζωής μου
είσαι το φως μου
της καρδιάς μου ο παλμός
Μαθήτρια του Γ5
(10)
«Η αδημονία ενός ερωτευμένου»
Σκοτείνιασε, μόνος εγώ
ξέρω πως δε θα κοιμηθώ
τη μορφή σου ζωντανεύω
μήπως και σε ονειρευτώ ...
Τ’ όνομά σου ψιθυρίζω
σκέφτομαι κι αναζητώ
μέσα στου μυαλού την άκρη,
κάπου, ίσως σε βρω ...
Απόψε αργεί να ξημερώσει ...
δε βασανίζομαι άλλο πια
σύντομα θα βρεθώ κοντά σου
και θα σε πάρω αγκαλιά
Παναγιώτης Χατζηδαυϊτίδης Γ5
(11)
Εκείνο το μονοπάτι
Οι επιλογές που κάνουμε,
αλλάζουν τα μονοπάτια που παίρνουμε
Μα κατά βάθος ξέρω ...
Ότι κάπου εκεί έξω,
υπάρχει ένα μονοπάτι που μπορώ να επιλέξω
Στην αρχή,
κάθε κομμάτι του παζλ
φαίνεται να είναι ελλιπές ...
Σε εκείνο το μονοπάτι
υπάρχει μια ζωή που μοιραζόμαστε,
υπάρχει μια ζωή που συνεχίζει
και μεγαλώνει και είναι χρυσή,
όπως η άμμος του χρόνου.
Μαθήτρια του Γ5
(12)
Μου χρωστάς μια αγκαλιά, ένα τρυφερό φιλί
Και μια ζωή αντί αυτής που θα περάσω
βυθισμένη στις αναμνήσεις μας.
Τις ώρες που περνώ χωρίς να βλέπω τα μάτια σου,
χάνω στου πόνου την κλεψύδρα σώμα και ψυχή.
Η ώρα μεγαλώνει την απόσταση
και η ανάγκη να σε δω
πνίγεται στη σιωπή.
Ιωάννα Τρ. Μαθήτρια του Γ5
(13)
Θα ‘θελα να ‘σουν εδώ
να σου κρατώ το χέρι
να σου ‘λεγα πόσο σ’ αγαπώ
βράδυ, μεσημέρι
Με θίγει η ενοχή
για ό,τι ποτέ δε σου έχω πει
μα τώρα ένα έχω να σου πω
το πόσο Σ’ΑΓΑΠΩ
Μικρός Έρως Μαθητής του Γ5
(14)
Θεέ μου, μια χάρη σου ζητώ
κάτι αν μπορέσεις
εκείνα τα μάτια που αγαπώ
ποτέ μην τα πονέσεις
Μαθητής του Γ5
(15)
Ας έρθει το ξημέρωμα
για να σε συναντήσω,
για να σε πάρω αγκαλιά
ποτέ να μη σ’ αφήσω.
Είν’ η αγάπη δυνατή
και γένους θηλυκού,
είν’ ηλιαχτίδα φωτεινή
του παντοδύναμου Θεού.
Σαν έρθει και τ’απόβραδο
και χάσω τ’ άγγιγμά σου,
θα φέρνεις βόλτες στο μυαλό
μέσα στα όνειρά μου.
Μαθητής του Γ5
(16)
Κάποτε όλα τα ωραία τελειώνουν
όμως κάθε τέλος είναι και μια αρχή
σε αυτήν τη μίζερη ζωή
Αυτοί που χαμογελάνε
είναι αυτοί που πιο πολύ πονάνε
Αγάπη σημαίνει ν’ αγαπάς
και όχι χωρίς λόγο να πονάς!
Ασπρογιαννίδης Γιώργος Ο. Μαθητής του Γ5
~ ~ ~
ΙΕ ́ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: 2007-2008 Τάξη: Γ3
Δημιουργικές εργασίες
Ο Μυτόγκας
Η μύτη μου είναι μεγάλη. Όχι μόνο μεγάλη, είναι και στραβή. Τα παιδιά στο νηπιαγωγείο με λένε Μυτόγκα. Μα η δασκάλα τα μαλώνει:
— Δεν είναι σωστό να κοροϊδεύουμε τους άλλους, τους λέει. Σημασία δεν έχει η εξωτερική εμφάνιση, σημασία έχει η εσωτερική.
Το «εξωτερική εμφάνιση» το καταλαβαίνω. Πάει να πει αν είσαι άσχημος ή όμορφος. Αν είσαι μυτόγκας σαν κι εμένα ή έχεις μια λεπτή, όμορφη μυτούλα. Αλλά εσωτερική τι θα πει; Αν έχεις ωραίο στομάχι ή ωραία κόκαλα; Και αυτό πώς θα το ξέρω;
Πήγα και βρήκα τον ξάδελφο μου το Νίκο, που είναι πιο μεγάλος, και τον ρώτησα πώς μπορώ να καταλάβω αν έχω ωραία εμφάνιση εσωτερική.
— Ο μπαμπάς μου θα σου πει, που είναι ακτινολόγος, μου απαντάει εκείνος. Σου κάνει μια ακτινογραφία και καταλαβαίνει Έτρεξα αμέσως στη μαμά μου.
— Μαμά, να πεις στο θείο να μου βγάλει μια ακτινογραφία, της λέω.
Η μαμά με πήρε στα γόνατά της.
—Γιατί, τι σου συμβαίνει; Εγώ της τα εξήγησα όλα.
— Μα δεν εννοούσε αυτό η δασκάλα, μου λέει η μαμά. Εννοούσε να έχεις ωραία αισθήματα, να είσαι καλό παιδί, να αγαπάς τους άλλους.
Έτσι κι εγώ το αποφάσισα: θα έχω ωραία αισθήματα. Άμα έχω ωραία αισθήματα, όλοι θα θαυμάζουνε τα αισθήματά μου και δε θα βλέπουνε τη μύτη μου.
Πριν φύγω για το νηπιαγωγείο την άλλη μέρα, κοίταξα στον καθρέφτη.
«Για να φαίνομαι καλός πρέπει να χαμογελάω... να, έτσι», σκέφτηκα. Κράτησα τα χείλη μου χαμογελαστά μέχρι που έφτασα στο νηπιαγωγείο.
— Μυτόγκα, γιατί κάνεις έτσι τα χείλη σου σαν κλόουν; με ρωτάει ο Δημήτρης.
Εγώ δεν απάντησα για να μη χαλάσω το χαμόγελο. Μετά όμως ήρθανε και άλλα παιδιά, κι όλοι μαζί με κοροϊδεύανε. Εγώ δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο το χαμόγελό μου. Θύμωσα και τους φώναξα ότι είναι παλιόπαιδα. Το είπα και στη δασκάλα.
Η δασκάλα τους μάλωσε, αλλά εκείνα δε φοβήθηκαν. Στο άλλο διάλειμμα, μαζεύτηκαν γύρω μου και τραγουδούσαν:
— Είσαι καρφί, είσαι κακός, είσαι μυτόγκας!
Εμένα, πάλι, απ' όλα αυτά ξέρετε τι με πείραξε πιο πολύ; Που με είπανε κακό. Γιατί άμα είσαι κακός δεν έχεις ωραία εσωτερική εμφάνιση.
Το βράδυ ρώτησα τη μαμά:
— Μαμά, είμαι κακός;
— Όχι, μου απάντησε γλυκά, είσαι το πιο καλό παιδί του κόσμου.
— Το ίδιο μου είπε και ο μπαμπάς. Μήπως μου το λένε για να μη στεναχωρηθώ;
Τι να κάνω για να φαίνομαι καλός; Έχω ακούσει πως άμα είσαι καλός δίνεις πράγματα στους άλλους. Πήγα λοιπόν και έφερα το πακέτο με τις καραμέλες μου. «Άμα τους δώσω καραμέλες θα μου πούνε: «Ευχαριστούμε, είσαι πολύ καλός"», σκέφτηκα.
Έτσι, την άλλη μέρα, μοίρασα στους συμμαθητές μου τις καραμέλες μου κι εκείνοι μου είπαν:
— Ευχαριστούμε, Μυτόγκα!
Κι εγώ θύμωσα και τους τις πήρα πίσω. Όχι, να τους δίνω τις καραμέλες μου και να με λένε και Μυτόγκα, αυτό πάει πολύ!
Το απόγευμα πήγαμε με τον μπαμπά και τη μαμά στο σπίτι της νονάς μου. Τη νονά μου τη λένε Ευδοκία και είναι η πιο καλή νονά του κόσμου. Την αγαπάω πολύ, γιατί όποτε με δει με φιλάει στη μύτη και μου λέει: «Τι χαριτωμένη μυτούλα είναι αυτή;» Όταν ένας άνθρωπος σου πει ότι έχεις ωραίο εκείνο που έχεις άσχημο, αυτός ο άνθρωπος είναι καλός, αυτό τον άνθρωπο τον αγαπάς.
Στο νηπιαγωγείο έχουμε ένα παιδί που έσπασε το δάχτυλο του και του το ξανακολλήσανε. Αλλά τώρα δεν είναι ίσιο όπως πρώτα, είναι στραβό. Μα εγώ, που ήθελα να του δείξω πόσο καλός είμαι, του λέω:
— Τι ωραίο που είναι το δάχτυλο σου το στραβό!
— Στραβή είναι η μύτη σου, βρε Μυτόγκα! μου απαντάει εκείνος.
Το βράδυ ήρθαν η γιαγιά και η θεία στο σπίτι και είδαμε όλοι μαζί τηλεόραση. Έδειχνε κάτι γιατρούς που βάζανε ιώδιο στα παιδάκια που τραυματίστηκαν στον πόλεμο.
— Τι καλοί που είναι αυτοί οι άνθρωποι! είπε η γιαγιά. Δουλεύουνε ατέλειωτες ώρες χωρίς να πληρώνονται!
Όλοι συμφώνησαν πως είναι πολύ καλοί άνθρωποι και πως έχουν ωραία αισθήματα.
Την άλλη μέρα πήρα μαζί μου στο σχολείο κρυφά το ιώδιο. «Κάθε μέρα όλο και κάποιο παιδί χτυπάει έτσι που τρέχουνε», σκέφτηκα. Κι είχα δίκιο. Στο πρώτο διάλειμμα, ένα παιδί κυνηγώντας μια μπάλα έπεσε και χτύπησε το γόνατο του. Εγώ έτρεξα αμέσως με το ιώδιο.
— Βρε, τι είναι αυτό που μου βάζεις; Τι κάνεις εκεί; Αφού εσύ δεν ξέρεις! Τώρα θα έρθει η δασκάλα, μου λέει.
— Είναι ιώδιο, του απαντάω εγώ. Άσε με να σου βάλω λίγο.
Εκείνος όμως μου έδωσε μια με το πόδι που δεν ήταν χτυπημένο, και με είπε και Μυτόγκα.
Περάσανε πολλές μέρες...
Μια μέρα, στο νηπιαγωγείο ήρθε ένα καινούριο παιδί. Ένα αδύνατο κοριτσάκι που δε γελούσε καθόλου. Ήταν λυπημένο γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει καλά. Το ένα του πόδι ήταν πιο κοντό. Όταν το είδα, τα δάκρυα μου άρχισαν να κυλάνε και δεν ήξερα γιατί. «Τώρα θα κοροϊδεύουνε κι αυτήν όπως κι εμένα», σκέφτηκα και θύμωσα πολύ. «Όχι, δε θα τους αφήσω!» Έτρεξα και κάθισα δίπλα της.
Από τότε ήμουνα συνέχεια κοντά της. Τη βοηθούσα να περπατάει, της έκανα παρέα και ήμουνα πολύ χαρούμενος. Κάθε μέρα έφερνα καραμέλες από το σπίτι και της τις έδινα και ήμουνα πολύ χαρούμενος. Όλο της χαμογελούσα, ώσπου άρχισε κι εκείνη να χαμογελάει. Και κάποια μέρα, μου δίνει ένα φιλάκι στη μύτη και μου λέει:
— Τι χαριτωμένη μυτούλα που έχεις!
Αλλά το πιο περίεργο δεν ήταν το χαμόγελο, ούτε και το φιλάκι: είναι πως από τότε τα παιδιά άρχισαν σιγά σιγά να μη με λένε πια Μυτόγκα, ούτε να με κοροϊδεύουν. Όλοι τώρα λένε πως είμαι καλό παιδί και πως έχω χαριτωμένη μυτούλα. Πάντως, για να πω την αλήθεια, κι εγώ τώρα τελευταία που βλέπω τη μύτη μου στον καθρέφτη, δεν τη βρίσκω και τόσο άσχημη. Ναι, ναι, νομίζω μάλιστα πως είναι πολύ χαριτωμένη...
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
* ΕΙΣΑΙ ΚΑΡΦΙ, ΕΙΣΑΙ ΚΑΚΟΣ, ΕΙΣΑΙ ΜΥΤΟΓΚΑΣ! ΕΣΥ Όλοι οι συμμαθητές του τον κοροϊδεύουν και τον πληγώνουν. Τι θα τους έλεγες αν μπορούσες να τους μιλήσεις;
* Πώς ένιωθε στην αρχή της ιστορίας ο ήρωάς μας; Πώς ένιωθε στο τέλος της ιστορίας ο ήρωάς μας;
το θύμα, ο θύτης και ο θεατής
Σοφία Ζαχομήτρου
Μαθήτρια της Ε2 Τάξης του 8ου Δημοτικού Σχολείου Σερρών 2013 - 2014
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βάτραχος που τον έλεγαν "Φρογκ" και πήγαινε στην 5η Δημοτικού. Ήταν πολύ καλός μαθητής αλλά δυστυχώς δεν είχε κανέναν φίλο... Τα παιδιά στο σχολείο τον κορόιδευαν και δεν τον συμπαθούσαν γιατί ήταν καλός μαθητής. Συνέχεια έκανε προσπάθειες αλλά τίποτα, ο Φρογκ είχε μείνει χωρίς φίλους...
Μια ωραία και ηλιόλουστη μέρα ο Φρογκ ξύπνησε νωρίς, νωρίς και ετοιμάστηκε για το σχολείο. Όταν έφτασε στο σχολείo ο "Νταής" (κανονικά τον λένε "Μπάνυ" αλλά έτσι τον φωνάζουν) τον περίμενε στην ξώπορτα του σχολείου.
Μόλις τον είδε ο Φρογκ άρχισε να φοβάται, ίδρωναν τα χέρια του και δεν ήξερε τι να κάνει. Ξαφνικά εμφανίστηκαν από την γωνία ο "Γκιορίλας" και ο "Λέον ". τον άρπαξαν από τους ώμους του και τον έδεσαν κάπου σκοτεινά που δεν ήταν κανείς!
Ο Φρογκ άρχισε να φοβάται και να αναρωτιέται διάφορα πράγματα, το μόνο που έλεγε ψιθυριστά στον εαυτό του ήταν: "Μείνε ήρεμος, μείνε ήρεμος". Μια σκιά εμφανίστηκε από την γωνιά, ήταν ο Νταής, πλησίασε σιγά σιγά και τον ρωτάει "Πάλι διάβασες. σπασικλάκι για το σχολείο, πάλι παρέα με τους Βυζαντινούς πέρασες το μεσημεράκι;" τον κλότσησε και αποχώρησε λέγοντας:
-"Να ξέρεις Φρογκ ( γέλασε λίγο γιατί βρήκε αστείο το όνομα του ) θα 'χεις κακά ξεμπερδέματα μαζί μου...
Γκορίλα και Λέον λύστε τον και διώξτε τον με τρόπο έτσι ώστε να μην πει τίποτα στον δάσκαλο...".
Ο Γκορίλας και ο Λέον άρχισαν να τον κλοτσάνε και να τον χτυπάνε και έλεγαν συνέχεια:
- "Έτσι και πεις τίποτα στον κύριο την έχεις και βαμμένη!"
Όταν χτύπησε κουδούνι ο Φρογκ καθόταν μόνος του στο θρανίο του και σκεφτόταν κακά πράγματα για τον Νταή, τον Γκορίλα και τον Λεόν, τελικά κατέληξε ότι δεν θα έβγαζε άχνα στον κύριο και στους γονείς του γιατί δεν ήθελε να μπλέξει πιο άσχημα...
Με το που μπήκε ο κύριος "Διαβαστερούλης" μες την τάξη όλα τα παιδιά έτρεξαν στις θέσεις τους και κοιτούσαν παράξενα το παιδί που είχε ο κος Διαβαστερούλης στην αγκαλιά του.
"Από 'δω η "Φοξ" η καινούρια σας συμμαθήτρια! Φοξ κάθισε όπου θες και στο διάλειμμα θα γνωρίσουμε τα παιδιά, ας βγάλουμε το βιβλίο της Γλώσσας...".
Η Φοξ πλησίασε στην θέση του Φρογκ αλλά ο Φρογκ την αγνόησε και είπε από μέσα του : "Σιγά μην κάτσει μαζί μου, μόνο στα όνειρα μου..." και γύρισε να βγάλει το βιβλίο της Γλώσσας.
Ξαφνικά ακούει :
- "Γεια με λένε Φοξ, εσένα ; " Ο Φρογκ τρόμαξε γιατί δεν το πίστευε αυτό που έβλεπε, βέβαια δεν το πίστευε ούτε η υπόλοιπη τάξη, εκτός από τον κύριο Διαβαστερούλη που έριξε ένα χαμόγελο στον Φρογκ και στην Φοξ.
- "Φρογκ χάρηκα!" απάντησε ο Φρογκ γεμάτος ενθουσιασμό.
Στο μάθημα ο Φρογκ σκεφτόταν μία τον Νταή και μία την Φοξ. Στο μεσημεριανό ο Φρογκ μίλησε στους γονείς του για την καινούρια του συμμαθήτρια, οι γονείς του χάρηκαν πάρα πολύ γιατί τόσο καιρό καταλάβαιναν ότι είχε μείνει χωρίς φίλους και χωρίς παρέα.
"Μαμά, μπαμπά θέλω να σας πω κάτι" είπε δειλά δειλά". Τι βατραχάκι μου ;" ρώτησε η μαμά βατραχίνα " Τίποτα!!!" ο Φρογκ έτρεξε και πήγε μόνος του στο δωμάτιο του να κλάψει, οι γονείς παραξενεύτηκαν και αναρωτιόταν τι έγινε.
Ένα βροχερό πρωί ο Φρογκ πήγε στο σχολείο με κάτω το κεφάλι και πάλι τα ίδια ο Νταής, ο Γκορίλας και ο Λέον το χτύπησαν, το κλότσησαν και τον έβρισαν. Στο πρώτο διάλλειμα είχε μείνει μόνος γιατί η Φοξ έπρεπε να πάει στο γιατρό τις πρώτες δύο ώρες, έτσι ο Νταής βρήκε ευκαιρία. Στο μάθημα η Φοξ και ο κος Διαβαστερούλης κάτι είχαν υποψιαστεί γιατί το μάτι του Φρογκ ήταν λίγο μαυρισμένο και λίγο πρησμένο. Στο δεύτερο διάλλειμα η Φοξ μίλησε στον Φρογκ και του είπε ότι τον παρακολούθησε και είδε τον Νταή, τον Γκορίλα και τον Λέον να τον εκβιάζουν.
- "Φρογκ μη φοβάσαι, αυτοί σε απειλούν να μην το πεις γιατί οι ίδιοι τους φοβούνται τον δάσκαλο και τους γονείς σου, εσύ τι νομίζεις ο κος Διαβαστερούλης και οι γονείς δε θα μπορέσουν να τους αντιμετωπίσουν ;
-"Εντάξει, αλλά θα μου κάνεις μια χάρη ;" είπε ο Φρογκ.
- " Και βέβαια!" απάντησε η Φοξ.
- "Μπορείς να το πεις εσύ στον κύριο;" είπε ο Φρογκ δειλά,
- "Όχι, πρέπει να βρεις το θάρρος να το πεις στον κύριο και στους γονείς σου μόνος σου, εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γίνω μάρτυρας σου και να σε υποστηρίξω!" φώναξε η Φοξ.
- "Εντάξει, ότι πεις" Ο Φρογκ τόλμησε και το είπε στους γονείς του και στον δάσκαλό του. Από τότε ο Νταής και οι φίλοι δεν τόλμησαν να τον ξαναπειράξουν.
Ο Φρογκ, η Φοξ, ο Μπάνυ, ο Γκορίλας και ο Λέον έγιναν φιλαράκια και δεν ξαναμάλωσαν ΠΟΤΕ!!!!
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ.
Ο Σεβάχ ο θαλασσινός.
Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες. Και πάντα έλεγα στον πατέρα μου:
– Θέλω κι εγώ ταξίδια.
Κι εκείνος έλεγε:
– Ο Σεβάχ δεν τα ήθελε τα ταξίδια. Έπρεπε, όμως. Είχε χάσει όλα του τα λεφτά. Είχε χάσει και το σπίτι του.
Στο σπίτι μας είχα το δικό μου δωμάτιο. Εκεί ήταν το κρεβάτι μου, το χαλάκι μου και το παράθυρο που έβλεπε τα βουνά. Και το ρολόι του παππού, που δούλευε ακόμη. Και μια κάρτα από τον αδερφό μου, που είχε πάει στο Βερολίνο. Και μια ζωγραφιά της μικρής μου αδερφής. Όλους μάς είχε φτιάξει. Τη μαμά, τον μπαμπά, εμένα και τον μεγάλο μου αδερφό. Δεν ήταν και πολύ πετυχημένη ζωγραφιά. Τον εαυτό της τον είχε κάνει τόσο μεγάλο που σχεδόν έπιανε όλο το χαρτί. Εγώ ποτέ δεν είχα φύγει από το σπίτι μας. Αλλά μια μέρα ήρθε τρέχοντας ο πατέρας και μου είπε:
– Φεύγουμε.
– Φεύγουμε; ρώτησα. Γιατί; Πού πάμε;
– Δεν ξέρω, θα δούμε.
– Μα θα βρέξει. Βροντάει, δεν ακούς;
– Αυτό δεν ήτανε βροντή.
– Τότε τι ήτανε;
– Μπόμπες. Κανόνια. Βάλε ό,τι χρειάζεσαι στη βαλίτσα. Γρήγορα, πλησιάζουν.
Έβαλα στη βαλίτσα κάτι ρούχα, το ρολόι του παππού, την κάρτα του αδερφού μου και τη ζωγραφιά της αδερφής μου. Τα φορτώσαμε όλα σε ένα κάρο. Βαλίτσες, κουβέρτες και τρεις κατσίκες. Και φύγαμε βιαστικά. Φτάσαμε στο πέρασμα ανάμεσα στα δυο βουνά.
– Μην κοιτάτε πίσω, είπε ο μπαμπάς.
– Γιατί;
– Να μην είναι αυτό το τελευταίο πράγμα που θα θυμόσαστε.
Δεν κοιτάξαμε πίσω.
Μπροστά όμως είδαμε σπίτια χωρίς πόρτες και παράθυρα. Παιδιά που κλαίγανε. Ανθρώπους που έτρεχαν μέσα στη φωτιά και τον καπνό. Αυτό ήταν το πρώτο μου ταξίδι. Δεν έμοιαζε καθόλου με του Σεβάχ. Και φτάσαμε σε ένα μέρος που το χτυπούσαν οι αέρηδες. Πολύ μεγάλο μέρος. Πόλη ολόκληρη. Χιλιάδες κόσμος. Άλλοι σε σκηνές. Άλλοι κοιμόντουσαν χάμω σε κουβέρτες. Κοίταζες από δω: βουνά. Κοίταζες από κει: η έρημος. Περνούσανε οι μέρες. Και όλοι περιμέναμε.
Το δεύτερο ταξίδι μου άρχισε κάπως έτσι: Μια μέρα ένας άνθρωπος μας ρώτησε:
– Πού θέλετε να πάτε;
– Στο Βερολίνο, είπε ο πατέρας. Ο μεγάλος μου γιος είναι εκεί. Δείξε την κάρτα, Ναζ. Διάβασε τι μας γράφει. Έδειξα στον άνθρωπο την κάρτα και του διάβασα όσα έγραφε απάνω.
Να με λοιπόν στην άλλη μεριά του κόσμου. Εδώ οι άνθρωποι χαμογελούν. Όλα είναι τέλεια. Έχω καλή δουλειά και μένω σε ωραίο διαμέρισμα.
– Πόσα έχετε; ρώτησε ο άνθρωπος.
– Αυτά, είπε ο πατέρας και του έδειξε ένα μάτσο λεφτά.
– Για όλους;
– Για όλους.
– Δε φτάνουν.
– Ναζ, είπε τότε ο πατέρας, πήγαινε να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό.
Κι όταν έφερα το νερό, μου είπε:
– Τα κανονίσαμε. Θα πουλήσουμε τις κατσίκες. Περίμενε εδώ. Και όταν έρθει το λεωφορείο πιάσε τη βαλίτσα σου και ανέβα. Εμείς τώρα πάμε σε μια δουλειά. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Αλλά δεν κατάλαβα τίποτα.
Το λεωφορείο σταμάτησε λίγο πιο κει και ο οδηγός μού φώναξε:
– Άντε, μικρέ, ανέβα.
Μπήκα μέσα και κάθισα δίπλα σε ένα κορίτσι. Ο οδηγός έβαλε μπρος να ξεκινήσει.
– Πού πας; του φώναξα. Πρέπει να περιμένουμε τους γονείς μου. Έχουν πληρώσει.
– Για σένα.
– Για μένα;
– Ναι. Μόνο για σένα.
Το λεωφορείο είχε ξεκινήσει. Και τότε τους είδα. Τη μάνα και τον πατέρα μου να στέκονται στην άκρη του δρόμου. Κουνούσαν τα χέρια τους και χαιρετούσαν. Η μάνα μου έκλαιγε. Είχε πιάσει βροχή. Καθάρισα το τζάμι για να τους δω καλύτερα. Αλλά το λεωφορείο έστριψε στη γωνία και τους έχασα. Αυτό ήταν. Είχα ξεκινήσει για το δεύτερο ταξίδι μου. Κι ήμουνα μόνος. Ολομόναχος. Έτσι όπως είχε βρεθεί και ο Σεβάχ. Ολομόναχος στην ανοιχτή θάλασσα. Προσπάθησα να σκεφτώ ότι δεν ήταν αλήθεια. Και ότι το λεωφορείο ήταν καράβι.
– Πώς σε λένε; με ρώτησε το κορίτσι που καθόταν δίπλα μου.
– Πώς με λένε;
– Ναι, βρε χαζό.
– Σεβάχ. Με λένε Σεβάχ.
– Είσαι θαλασσινός, δηλαδή;
– Δεν έχω δει ποτέ μου θάλασσα.
– Εγώ έχω δει. Από το κότερο του μπαμπά μου.
– Εγώ έρχομαι από τα βουνά.
– Σεβάχ ο βουνίσιος, δηλαδή. Γι αυτό βρομάς προβατίλα;
– Κατσίκες είχαμε, όχι πρόβατα. Οι γονείς μου τις πουλήσανε για να με στείλουν να κάνω την τύχη μου και να ζήσω περιπέτειες.
– Και τώρα πού πας;
– Στο Βερολίνο. Έχω εκεί τον αδερφό μου. – Κι εγώ στο Βερολίνο πάω. Έχω έναν θείο μου εκεί. Εμένα με λένε Κρίσια.
Κι έτσι, το δεύτερο ταξίδι μου ήταν μ' ένα παλιό λεωφορείο. Μέσα από μια ατέλειωτη έρημο. Τη νύχτα κοίταζα την έρημο μέσα από το τζάμι και μου φαινόταν πως είναι θάλασσα. Κι ο Σεβάχ νόμιζε πως περπατούσε σε ένα νησί, όταν η στεριά άρχισε να κουνιέται. Δεν ήτανε όμως νησί, ήτανε φάλαινα. Περπατούσε στην πλάτη μιας φάλαινας.
Μέρες και νύχτες πηγαίναμε με το λεωφορείο.
Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, ξανακοιμόμασταν, ξαναξυπνούσαμε. Η Κρίσια καμιά φορά φώναζε στον ύπνο της. Μάλλον έβλεπε άσχημα όνειρα. Και τότε ξυπνούσε και μου έλεγε:
– Πες μου μια ιστορία.
Κι εγώ της έλεγα για τα ταξίδια του Σεβάχ. Μια μέρα φτάσαμε κάπου και σταματήσαμε.
– Τέρμα, είπε ο οδηγός. Εδώ κατεβαίνετε όλοι.
– Φτάσαμε στο Βερολίνο; τον ρώτησα.
– Ποιο Βερολίνο, παιδί μου, δε βλέπεις; Φτάσαμε στα βουνά.
– Και πώς θα πάμε στο Βερολίνο;
– Δική σου δουλειά. Εμένα μέχρι εδώ με έχεις πληρώσει.
Κοίταξα τα βουνά. Ήταν πανύψηλα και χιονισμένα. Η Κρίσια φώναξε ένα όνομα και ήρθε ένας βοσκός που είπε ότι θα μπορούσε να μας δείξει τον δρόμο για να περάσουμε τα βουνά.
– Φορέστε ό,τι ρούχα έχετε, μας είπε. Εκεί πάνω κάνει κρύο. Έχει και λύκους. Και στα σύνορα γυρνάνε στρατιώτες που κάνουν περιπολίες. Με αυτόματα.
– Εσείς όμως θα μας περάσετε, του είπα.
– Λεφτά έχετε;
– Ο μπαμπάς μου έχει πληρώσει.
– Εμένα όχι.
– Έλα, καημένε Σεβάχ, είπε η Κρίσια. Πώς περίμενες να περάσεις από τη μια μεριά του κόσμου στην άλλη; Με το μαγικό χαλί; Έβγαλε κάτι λεφτά και τα έδωσε στον βοσκό.
Εκείνος τα μέτρησε και είπε: – Δε φτάνουν και για τον αδερφό σου.
– Δεν είναι αδερφός μου, είπε η Κρίσια. Αυτά έχω, δεν έχω άλλα.
– Τότε θα μείνει εδώ.
– Λυπάμαι, Σεβάχ, είπε η Κρίσια. Και φύγανε με τον βοσκό. Τους κοίταζα να ανεβαίνουν στο βουνό καθώς έγερνε ο ήλιος. Να σκαρφαλώνουν όλο και πιο ψηλά. Με κοιτάζανε μόνο κάτι πρόβατα. Δεκάρα δεν έδιναν. Και τότε σκέφτηκα: «Τι θα έκανε ο Σεβάχ;». Δε θα καθόταν έτσι. Άρχισα να ανεβαίνω κι εγώ.
Κι αυτό ήταν το τρίτο μου ταξίδι.
~ ~ ~