Ήτανε μια φορά έν’ αγόρι
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του ούτε συντρόφους
Δεν είχε ακόμα γεννηθεί.
Μες στις φυλές των ταπεινότερων πλασμάτων
Ανέβαινε η αναπνοή πώς κατεβαίνει η θάλασσα
Δείχνοντας λίγο-λίγο τους θησαυρούς της στο φως,
Τα μύδια, τους σταυρούς, τους αχινούς,
Γινόταν:
Το γαλάζιο της άλγης
Το κόκκινο της πορφύρας,
Όλα με τη σειρά τους τα χρώματα.
Κι ως τα νερά τραβήχτηκαν για πάντα
Έμεινε μέσ’ στην άμμο το κοχύλι
Πάνω στο βράχο τ’ όστρακο
Κι η αναπνοή τους πέρασε στα χόρτα,
Στις εύφορες πεδιάδες, στις βοσκές,
Στο δέντρο, στο κλαδί του ανθρώπου.
Ήτανε μια φορά έν’ αγρίμι
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του όμως οι βράχοι
Που πιάνουν την πανσέληνο
Κι αντιλαλούν το κυκλικό της αίμα
Τον αναγνώριζαν καθώς γυρνούσε ξεριζώνοντας
Τη βλάστηση της νύχτας για τροφή:
Ίσκιους αστερισμών πάνω στο δέρμα
Ενός πλανήτη ζαρωμένου μέσ’ στο κρύο
Τ’ άξαφνο του σύμπαντος
Και κάναν τότε οι βράχοι σαν γνέψιμο ή σαν μούγκρισμά
Ή κάτι πέρα από την ακοή του ανθρώπου
Ώσπου ν’ αναδυθεί, ωραίο σαν μέταλλο,
Το αγόρι μέσ’ απ’ τους αγρούς του σκοταδιού.
Τα μάτια του, που μόνο τ’ όνειρο τ’ αντίκρυσε ξανά,
Καίγαν και δρόσιζαν τον άνεμο
Σαν πυρκαγιές από άλικα τριαντάφυλλα
Που θάναβαν στο δέρμα του πελάγου
Κι ευθύς απόηχο της γέννας έφθανε
Ως τα πέρατα της ερήμου
Στις γειτονιές και στα περίχωρα
Εκεί όπου ζούσαν κατοικίδια πλάσματα
Παίζοντας φυσαρμόνικα τ’ απόγεμα
Κι άλλοι όρθιοι, ακίνητοι στην άκρη του γιαλού
Να βλέπουν πώς ταξίδευε το θαύμα
Σε δηλητηριασμένα νερά
Και πώς γινόταν τώρα θόρυβος χωριού
Διαλαλημένος την αυγή και σκόνη
Μεγάλης πόλης που σηκώνει σύννεφο
Λόγια από φόνους, έρωτες, επαναστάσεις,
Τ’ όνομά του Υκ.
[…]
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του ούτε συντρόφους
Δεν είχε ακόμα γεννηθεί.
Μες στις φυλές των ταπεινότερων πλασμάτων
Ανέβαινε η αναπνοή πώς κατεβαίνει η θάλασσα
Δείχνοντας λίγο-λίγο τους θησαυρούς της στο φως,
Τα μύδια, τους σταυρούς, τους αχινούς,
Γινόταν:
Το γαλάζιο της άλγης
Το κόκκινο της πορφύρας,
Όλα με τη σειρά τους τα χρώματα.
Κι ως τα νερά τραβήχτηκαν για πάντα
Έμεινε μέσ’ στην άμμο το κοχύλι
Πάνω στο βράχο τ’ όστρακο
Κι η αναπνοή τους πέρασε στα χόρτα,
Στις εύφορες πεδιάδες, στις βοσκές,
Στο δέντρο, στο κλαδί του ανθρώπου.
Ήτανε μια φορά έν’ αγρίμι
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του όμως οι βράχοι
Που πιάνουν την πανσέληνο
Κι αντιλαλούν το κυκλικό της αίμα
Τον αναγνώριζαν καθώς γυρνούσε ξεριζώνοντας
Τη βλάστηση της νύχτας για τροφή:
Ίσκιους αστερισμών πάνω στο δέρμα
Ενός πλανήτη ζαρωμένου μέσ’ στο κρύο
Τ’ άξαφνο του σύμπαντος
Και κάναν τότε οι βράχοι σαν γνέψιμο ή σαν μούγκρισμά
Ή κάτι πέρα από την ακοή του ανθρώπου
Ώσπου ν’ αναδυθεί, ωραίο σαν μέταλλο,
Το αγόρι μέσ’ απ’ τους αγρούς του σκοταδιού.
Τα μάτια του, που μόνο τ’ όνειρο τ’ αντίκρυσε ξανά,
Καίγαν και δρόσιζαν τον άνεμο
Σαν πυρκαγιές από άλικα τριαντάφυλλα
Που θάναβαν στο δέρμα του πελάγου
Κι ευθύς απόηχο της γέννας έφθανε
Ως τα πέρατα της ερήμου
Στις γειτονιές και στα περίχωρα
Εκεί όπου ζούσαν κατοικίδια πλάσματα
Παίζοντας φυσαρμόνικα τ’ απόγεμα
Κι άλλοι όρθιοι, ακίνητοι στην άκρη του γιαλού
Να βλέπουν πώς ταξίδευε το θαύμα
Σε δηλητηριασμένα νερά
Και πώς γινόταν τώρα θόρυβος χωριού
Διαλαλημένος την αυγή και σκόνη
Μεγάλης πόλης που σηκώνει σύννεφο
Λόγια από φόνους, έρωτες, επαναστάσεις,
Τ’ όνομά του Υκ.
[…]
~
από τη συλλογή Τοπία από την καταγωγή και την περιπλάνηση του Υκ , εκδ. Ίκαρος, 1965, 1990
πηγή
πηγή
Η Λύντια Στεφάνου (Αθήνα, 1927 - Αθήνα, 2013) ήταν ποιήτρια, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια. Τέλειωσε το πειραματικό γυμνάσιο του Πανεπιστημίου Αθηνών, τη Σχολή Ρυθμικής και Ορχηστικής Τέχνης της Κούλας Πράτσικα, το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (1943-1946), το Ελληνοαμερικανικό Κολέγιο Pierce (1946-1947) και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (νομική και πολιτικές επιστήμες, 1945-1949). Ακολουθώντας τον διπλωμάτη σύζυγό της Αλέξανδρο Στεφάνου, ταξίδεψε μαζί του στην Ιερουσαλήμ, την Άγκυρα, τη Λευκωσία, τη Σόφια, τη Γενεύη, το Λονδίνο και την Καμπέρα της Αυστραλίας, μεταξύ 1953-1979. Ιδρύτρια της γκαλερί Μέρλιν (1963), και ιδρυτικό μέλος των περιοδικών "Παλμός" (1944-1945), "Αιγαίο" (1945) και "Στάχυς" (1950-1951). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με δημοσιεύσεις στο περιοδικό "Νεανική Φωνή" και στον "Παλμό". Το 1958 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της, με τίτλο "Ποιήματα". Ακολούθησαν οι συλλογές "Τοπία από την καταγωγή και την περιπλάνηση του Υκ" (1965), "Έξι επεισόδια από τον κύκλο των τεράτων" (1971), "Τα μεγάφωνα" (1973), "Οι λέξεις και τα πράγματα" (1983) και τα δοκιμιακά κείμενα "Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης" (1972), "Γενικά και ειδικά για την ποίηση" (1993). Μετέφρασε στα ελληνικά έργα των Guillaume Apollinaire, C. M. Bowra, Claude Mosse, Jacqueline de Romilly και Dylan Thomas. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Τομές", "Ζυγός", "Νέα Ποίηση", "Νέα Ελληνικά", "Εποχές", κ.ά. Το 1973 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Κριτικής-Δοκιμίου για τη μελέτη της "Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης" και το 1994 με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου για το "Γενικά και ειδικά για την ποίηση". Η Λύντια Στεφάνου τοποθετείται στη μεταπολεμική ελληνική ποίηση. Στην πρώτη της ποιητική συλλογή αντλεί τη θεματική της από τα βιώματα της περιόδου της γερμανικής κατοχής, ενώ στην πορεία του έργου της στράφηκε προς την προσπάθεια απεικόνισης του αδιεξόδου του ανθρώπου μπροστά στις απάνθρωπες συνθήκες ζωής του σύγχρονου κόσμου. Βασικό χαρακτηριστικό της γραφής της είναι ο συνδυασμός του λυρικού στοιχείου με τη θεωρητική σκέψη, η οποία πηγάζει από τη θητεία της στη λογοτεχνική κριτική και τη θεωρία της λογοτεχνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του Συμποσίου Ποίησης στην Πάτρα, στο οποίο παρουσίασε το έργο πολλών νέων ποιητών. Επίσης, πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Εταιρείας Συγγραφέων το 1981 και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη θέσπιση της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης το 1997, προτείνοντας να καθιερωθεί η 21η Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας, ως η ημέρα εορτασμού της ποίησης.