Μια ζωή αισθανόμουν ανάδελφη,
αδυνατώντας να ενταχθώ σε οποιαδήποτε ομάδα
(ακόμη και στην πιο μικρή, κυτταρική παρέα).
Ομαδικά παιχνίδια κι αθλήματα,
σχολικές εορτές και παρελάσεις
μου προκαλούσαν ασφυξία,
σ’ όλη την εφηβεία.
Δε συζητώ καν για ένταξη σ’ οργανωμένες ομάδες:
η σκέψη μόνο ήταν ικανή γι’ αλλεργική αντίδραση.
Κι όλη αυτή,
η εφ’ όρου ζωής δυσανεξία
οφείλεται,
αποκλειστικά,
σε μια αστραπιαία κίνηση,
σ’ ένα στιγμιαίο νεύμα της κεφαλής,
από τις απαρχές του -δικού μου- κόσμου:
όταν,
τετράχρονη μικρή,
ξεφεύγοντας από τη χειροπέδη της γιαγιάς μου,
έτρεξα
σε μια παρέα διερχόμενων παιδιών,
ρωτώντας τους, περιχαρής κι ανυποψίαστη,
αν ήθελαν να πάω κι εγώ μαζί τους,
για να με χαστουκίσει ο αρχηγός
μ’ ένα ξερό κι ανεξιχνίαστο «όχι»
που, εκ των υστέρων, ενήλικη, απέδωσα
σ’ ένα αδιόρατο κούνημα του κεφαλιού
της προαιώνια έντρομης γιαγιάς μου
-παρά την τόσο απλή, ώριμη εξήγηση,
το τόσο πρώιμο αίσθημα απόρριψης
ποτέ δεν επουλώνεται-.
Όπως καταλαβαίνετε,
είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα
πως ένα φευγαλέο νεύμα
μπορεί ν’ αλλάξει την πορεία μιας ολόκληρης ζωής.
Υπήρξα θύμα
τέτοιου νεύματος.
αδυνατώντας να ενταχθώ σε οποιαδήποτε ομάδα
(ακόμη και στην πιο μικρή, κυτταρική παρέα).
Ομαδικά παιχνίδια κι αθλήματα,
σχολικές εορτές και παρελάσεις
μου προκαλούσαν ασφυξία,
σ’ όλη την εφηβεία.
Δε συζητώ καν για ένταξη σ’ οργανωμένες ομάδες:
η σκέψη μόνο ήταν ικανή γι’ αλλεργική αντίδραση.
Κι όλη αυτή,
η εφ’ όρου ζωής δυσανεξία
οφείλεται,
αποκλειστικά,
σε μια αστραπιαία κίνηση,
σ’ ένα στιγμιαίο νεύμα της κεφαλής,
από τις απαρχές του -δικού μου- κόσμου:
όταν,
τετράχρονη μικρή,
ξεφεύγοντας από τη χειροπέδη της γιαγιάς μου,
έτρεξα
σε μια παρέα διερχόμενων παιδιών,
ρωτώντας τους, περιχαρής κι ανυποψίαστη,
αν ήθελαν να πάω κι εγώ μαζί τους,
για να με χαστουκίσει ο αρχηγός
μ’ ένα ξερό κι ανεξιχνίαστο «όχι»
που, εκ των υστέρων, ενήλικη, απέδωσα
σ’ ένα αδιόρατο κούνημα του κεφαλιού
της προαιώνια έντρομης γιαγιάς μου
-παρά την τόσο απλή, ώριμη εξήγηση,
το τόσο πρώιμο αίσθημα απόρριψης
ποτέ δεν επουλώνεται-.
Όπως καταλαβαίνετε,
είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ακράδαντα
πως ένα φευγαλέο νεύμα
μπορεί ν’ αλλάξει την πορεία μιας ολόκληρης ζωής.
Υπήρξα θύμα
τέτοιου νεύματος.
~
από τη συλλογή Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017
πηγή
Η Πολύνα Γ. Μπανά διαβάζει ποιήματά της
από τη συλλογή Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017
πηγή
Η Πολύνα Γ. Μπανά διαβάζει ποιήματά της
Η Πολύνα Γ. Μπανά γεννήθηκε το 1968, στη Δράμα, όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. καθώς και του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (ΜΑ) στην Τοπική και Περιφερειακή Ανάπτυξη και Αυτοδιοίκηση. Είναι δικηγόρος και, συγχρόνως, νομική σύμβουλος του Δήμου Δράμας. Έχει μελετήσει, επίσης, τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία (Diplôme d’ Études Françaises-2ème degré, Οption: Littérature) καθώς και την ιταλική γλώσσα (Diploma di Lingua Italiana). Δραστηριοποιείται συστηματικά, με την ιδιότητα της προέδρου του πολιτιστικού σωματείου «Σύλλογος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας», επί σειρά ετών, στη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και δράσεων. Ασχολείται συστηματικά, επίσης, από 25ετίας, με την παρουσίαση βιβλίων λογοτεχνίας στο πλαίσιο αντίστοιχων εκδηλώσεων. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή “Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων” (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, α΄ έκδοση: Ιούλιος 2017, β΄ έκδοση: Νοέμβριος 2017). Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο “Τα ποιήματα του 2017” [εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων]. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια.