Χρυσά έχει η Δωρίδα μαλλιά και πλουμιστά
χλωμό το πρόσωπό της, τα μάτια γαλανά.
Στο συμπόσιο αφήνοντας τους φίλους χθες αργά
Με την ψυχή μου ανέμελα ήπια στην δική της αγκαλιά∙
Ο οίστρος έδινε στην έκσταση τη θέση του ταχιά
Οι πόθοι σβήναν ξαφνικά, μα φούντωναν ξανά∙
έλιωνα∙ μα στο θαμπό σκοτάδι μέσα
άλλα χαρακτηριστικά είδα γλυκά,
θλίψη μυστήρια μου γέμισε την καρδιά
μα τα χείλη μου έν’ άλλο ψιθύρισαν όνομα.
~
χλωμό το πρόσωπό της, τα μάτια γαλανά.
Στο συμπόσιο αφήνοντας τους φίλους χθες αργά
Με την ψυχή μου ανέμελα ήπια στην δική της αγκαλιά∙
Ο οίστρος έδινε στην έκσταση τη θέση του ταχιά
Οι πόθοι σβήναν ξαφνικά, μα φούντωναν ξανά∙
έλιωνα∙ μα στο θαμπό σκοτάδι μέσα
άλλα χαρακτηριστικά είδα γλυκά,
θλίψη μυστήρια μου γέμισε την καρδιά
μα τα χείλη μου έν’ άλλο ψιθύρισαν όνομα.
~
Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1819 και δημοσιεύτηκε το 1820 στο περιοδικό «Παρατηρητής του Νέβα» της Αγίας Πετρούπολης