Τόσες πολλές πέτρες μου πέταξαν,
Που καμιά από αυτές δεν με τρομάζει πια
Και ο επιβλητικός πύργος παγίδα έγινε,
Πανύψηλος ανάμεσα σε πύργους αψηλούς.
Τους χτίστες του ευγνωμονώ,
Είθε η έγνοια τους και η θλίψη να περάσει.
Εδώ νωρίτερα απ’ όλους αντικρίζω την ανατολή
Εδώ του ήλιου η αχτίνα τελευταία πανηγυρίζει.
Που καμιά από αυτές δεν με τρομάζει πια
Και ο επιβλητικός πύργος παγίδα έγινε,
Πανύψηλος ανάμεσα σε πύργους αψηλούς.
Τους χτίστες του ευγνωμονώ,
Είθε η έγνοια τους και η θλίψη να περάσει.
Εδώ νωρίτερα απ’ όλους αντικρίζω την ανατολή
Εδώ του ήλιου η αχτίνα τελευταία πανηγυρίζει.
Συχνά απ’ το παραθύρι του δώματος μου
Των βόρειων πελάγων εισβάλλουν οι αγέρηδες,
Και σπόρους τρώει από το χέρι μου το περιστέρι …
Δεν αποσώνω στη σελίδα τη γραφή,
Ήρεμη θεϊκά κι ανάλαφρα
Το μελαμψό της μούσας χέρι θα το κάνει.
6 Ιουνίου 1914
Σλέπνοβο
Των βόρειων πελάγων εισβάλλουν οι αγέρηδες,
Και σπόρους τρώει από το χέρι μου το περιστέρι …
Δεν αποσώνω στη σελίδα τη γραφή,
Ήρεμη θεϊκά κι ανάλαφρα
Το μελαμψό της μούσας χέρι θα το κάνει.
6 Ιουνίου 1914
Σλέπνοβο