στον Χρήστο Χαρτοματσίδη
Λύγιζε κάθε τόσο η μάνα μου
σκυμμένη πάνω απ’ την πλαστική λεκάνη
με το ένα χέρι σταθερό και το
δεξί ανάπηρο τουμπανιασμένο
και πόσο κόκκινο-φωτιά θεέ μου
ανάμεσα στο ολόλευκο αλεύρι.
Λιώνει η μαγιά λύνονται διάφανοι μικροί λεπτοί οι κόμποι
Βροχή γλυκάνισο, το κύμινο, τ’ αλάτι
Εγώ από δίπλα αργά αργά ρίχνω αλεύρι
σαν να χιονίζει μέσα στην κουζίνα
Και πάνω που ετοίμαζα νερό στη σόμπα
γιατί χλιαρό, λένε, το θέλουνε στο ζύμωμα
βλέπω να πέφτουν αχνιστά τα δάκρυα στη λεκάνη
με αναλογία σταθερή ίσα για να τα πιει το αλεύρι
εκείνα τρέχουν
η μάνα να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
εγώ ρίχνω αλεύρι χιονισμένο στη χιονισμένη κάμαρη
οι κόμποι λύνονται μαζί με την ψυχή της
Μετά από χρόνια την ξαναβρήκα στην ίδια θέση
να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
να κλαίει να κλαίει να κλαίει
Ένας σκελετός που φέγγιζε μεσ’ στο δωμάτιο
Μόνο το χέρι της έμενε κόκκινο κατακόκκινο
φωτιά που ζέσταινε τα δάκρυά της
σταγόνα τη σταγόνα να κυλά απαλά
μέσα στην πλαστική λεκάνη
Και κάπως έτσι έγινε άρτος ζωής αιώνιας
το σώμα της το άγιο
~
από τη συλλογή Μηνύματα σε κινητό, εκδ. Μανδραγόρας, 2002
πηγή
σκυμμένη πάνω απ’ την πλαστική λεκάνη
με το ένα χέρι σταθερό και το
δεξί ανάπηρο τουμπανιασμένο
και πόσο κόκκινο-φωτιά θεέ μου
ανάμεσα στο ολόλευκο αλεύρι.
Λιώνει η μαγιά λύνονται διάφανοι μικροί λεπτοί οι κόμποι
Βροχή γλυκάνισο, το κύμινο, τ’ αλάτι
Εγώ από δίπλα αργά αργά ρίχνω αλεύρι
σαν να χιονίζει μέσα στην κουζίνα
Και πάνω που ετοίμαζα νερό στη σόμπα
γιατί χλιαρό, λένε, το θέλουνε στο ζύμωμα
βλέπω να πέφτουν αχνιστά τα δάκρυα στη λεκάνη
με αναλογία σταθερή ίσα για να τα πιει το αλεύρι
εκείνα τρέχουν
η μάνα να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
εγώ ρίχνω αλεύρι χιονισμένο στη χιονισμένη κάμαρη
οι κόμποι λύνονται μαζί με την ψυχή της
Μετά από χρόνια την ξαναβρήκα στην ίδια θέση
να ζυμώνει να ζυμώνει να ζυμώνει
να κλαίει να κλαίει να κλαίει
Ένας σκελετός που φέγγιζε μεσ’ στο δωμάτιο
Μόνο το χέρι της έμενε κόκκινο κατακόκκινο
φωτιά που ζέσταινε τα δάκρυά της
σταγόνα τη σταγόνα να κυλά απαλά
μέσα στην πλαστική λεκάνη
Και κάπως έτσι έγινε άρτος ζωής αιώνιας
το σώμα της το άγιο
~
από τη συλλογή Μηνύματα σε κινητό, εκδ. Μανδραγόρας, 2002
πηγή
Ο Κώστας Κρεμμύδας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Παιδαγωγικά στη ΣΕΛΕΤΕ, Νομικά στη Νομική Αθηνών και Κοινωνική Ιστορία στη Σορβόνη, όπου και παρουσίασε το μεταπτυχιακό του: “Συνδικαλιστικό κίνημα και Τράπεζες στην Ελλάδα (1917-1949), Η περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας”. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Πατρών με θέμα “Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967)”. Από το 1993 διευθύνει το περιοδικό “Μανδραγόρας” και τις ομώνυμες εκδόσεις. Συμμετείχε στην Οργανωτική Επιτροπή του “Συμπόσιου Ποίησης” μέχρι το 2018. Κριτικά κείμενα, δοκίμια και χρονογραφήματα του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Ανθολόγιο ποιημάτων του έχει μεταφραστεί στα βουλγαρικά από τον Χρήστο Χαρτοματσίδη, εκδ. Balkani, Σόφια, 2008. ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: Το ασανσέρ. Μια ημιτελής συνουσία, 1993. Ωδή στα τρόλεϋ, εκδ. «Μανδραγόρας», 1995. Υπέρ ηρώων, εκδ. «Μανδραγόρας», 1998. Μηνύματα σε κινητό, εκδ. «Μανδραγόρας», 2002. Σαντιγκάρ, εκδ. «Μανδραγόρας», 2013. Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ κορέκτ, Αλέξανδρος Αραμπατζής-Κ(όστας Κρεμμύδας, εκδ. «Μανδραγόρας», 2014. Ξούθου και Μενάνδρου γωνία, Τέλος «Εποχής», Χρονογραφήματα, εκδ. «Μανδραγόρας», 2014. Ερυθρόλευκη τρέλα, Κόκκινες τουλίπες στον Κολωνό, Νουβέλα, εκδ. «Μανδραγόρας», 2017. Κάπα όπως μακάβριο εκδ. «Μανδραγόρας» 2019.