Βαριά τα μαύρα κρέπια η νύχτα σέρνει
κ' η πλάση μια θωριά θλιμμένη παίρνει.
Δεν πάει καιρός που μες από τα πλήθια
κάποιος πιστός ξεχώρισε. Κοντάρι
δεν άδραξε για να χτυπήσει στήθια
Θεού. Του δόθηκε η μεγάλη χάρη
Θεό να θάψει. Ο τάφος, να! Θλιμμένα
κανένας μπρος στο μάρμαρο δε γέρνει,
μα η πλάση κλαίει κ' είναι όλα βουτηγμένα
στα κρέπια τα πηχτά που η νύχτα σέρνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τα μαύρα κρέπια η μέρα τώρα σκίζει,
κι ο ήλιος χρυσαφένιος πορφυρίζει.
Ανοίγει ο τάφος. Γύρωθε πετάνε
αγγέλοι. Πέφτουν χάμου θαμπωμένοι
οι αντίχριστοι. Οι άγγελοι τραγουδάνε·
καθένας τους μιαν αρμονία υφαίνει
κ' ένα όνειρο. Τα ζαφειρένια πλάτια
αχολογάνε. Ο ουρανός χωρίζει
να Τον δεχτεί στα αιθέρια του παλάτια
κ' η μέρα όλο και μαύρα κρέπια σκίζει.
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
κ' η πλάση μια θωριά θλιμμένη παίρνει.
Δεν πάει καιρός που μες από τα πλήθια
κάποιος πιστός ξεχώρισε. Κοντάρι
δεν άδραξε για να χτυπήσει στήθια
Θεού. Του δόθηκε η μεγάλη χάρη
Θεό να θάψει. Ο τάφος, να! Θλιμμένα
κανένας μπρος στο μάρμαρο δε γέρνει,
μα η πλάση κλαίει κ' είναι όλα βουτηγμένα
στα κρέπια τα πηχτά που η νύχτα σέρνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τα μαύρα κρέπια η μέρα τώρα σκίζει,
κι ο ήλιος χρυσαφένιος πορφυρίζει.
Ανοίγει ο τάφος. Γύρωθε πετάνε
αγγέλοι. Πέφτουν χάμου θαμπωμένοι
οι αντίχριστοι. Οι άγγελοι τραγουδάνε·
καθένας τους μιαν αρμονία υφαίνει
κ' ένα όνειρο. Τα ζαφειρένια πλάτια
αχολογάνε. Ο ουρανός χωρίζει
να Τον δεχτεί στα αιθέρια του παλάτια
κ' η μέρα όλο και μαύρα κρέπια σκίζει.
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928). Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992