[Προλογικό]
Ταιριασμένοι οι Ανάπαιστοι
γενναία με τους Ιάμβους,
στίχων ύψωσαν τρόπαια
και τραγουδιών θριάμβους.
Κι ο Ποιητής πολέμαρχος
περνάει αρματοδρόμος·
Ταιριασμένοι οι Ανάπαιστοι
γενναία με τους Ιάμβους,
στίχων ύψωσαν τρόπαια
και τραγουδιών θριάμβους.
Κι ο Ποιητής πολέμαρχος
περνάει αρματοδρόμος·
σκλάβος ο κόσμος πίσω του
των ιδεών. Αλλ’ όμως
και τον ψάλτη πολέμαρχο
σκλάβο τον σέρνει πάλι
μες στ’ αδράχτια της βάρβαρα
η Ρίμα, νέα Ομφάλη.
Σ’ αγαπώ
1.
Σ’ αγαπώ σα λεβέντικο
τραγούδι της Ηπείρου!
Εσύ ποτέ δε μέθυσες
απ’ το κρασί του ονείρου.
Κι αν η Μοίρα δε μ’ έριχνε
στο πλευρό σου, ποιοί τόποι
του πολέμου σου θα ’νιωθαν
την ορμήν, Αντιόπη;
Ποιό κύμα (ω κρινοπρόσωπη
με μια ψυχήν αντρίκεια),
στα πόδια σου τα ξέβρασε
της καρδιάς μου τα φύκια;
2.
Ω παρθένα, άυλον άγαλμα,
Ηγησώ, προσευχή μου,
σαν εσέ πέτρα γίνεται
μπροστά σ’ εσέ η ψυχή μου!
Κι ενώ δείχνεσαι αγνάντια μου
καθάρια σαν ιδέα,
ταίρι δικό σου αχώριστο
με κάν’ η Τέχν’ η αρχαία.
Κι έτσι ρουφούμε απίστευτα
το νέκταρ των μακάρων
στων πνευμάτων στον Όλυμπο,
στον ύπνο των μαρμάρων.
3.
Δυο ματάκια γλυκόσκυψαν
σ’ ένα κάποιο τραγούδι·
τα ματάκια σα χάιδεμα,
το τραγούδι σα χνούδι.
Κι είχαν κάτι σα βλέμματα
και σάλευαν οι στίχοι,
και τα μάτια μιλούσανε
σαν αρμονίας ήχοι!
Ω ταίριασμα ανιστόρητον,
έρωτες των πνευμάτων,
στης ζωής τ’ αστραπόβροντο
χαμόγελα Αθανάτων!
4.
Σαν πελάγου φωσφόρισμα,
σα θησαυρού κομμάτια
το βράδυ τρεμολάμπουνε
της γυναίκας τα μάτια.
Σαν αιθέρια συντρίμματα,
σα μαγικά παλάτια
στο δρόμο γοργοφέγγουνε
της γυναίκας τα μάτια.
Τα στερνά του ήλιου χρώματα
απ’ τ’ ουρανού τα πλάτια
σβήνουν και στερνοδείχνονται
στης γυναίκας τα μάτια.
5.
Ωραίον αγόρι,
σπλάχνο μου, της δροσιάς ομορφιάς σου
τί στεφάνι ολοταίριαστο
τα ολόμακρα μαλλιά σου!
Μεγάλωσες· και τα ’βλεπαν
σαν περιττό παιγνίδι,
και θέρισε τα ολόμακρα
μαλλιά σου το ψαλίδι.
Έτσι κι έξω και μέσα μας
του ωραίου την αρμονία
την τρώει ο Χρόνος άπονα
κι ο Κόσμος· δυο θηρία.
6.
Ω παιδιά μου, λαχτάρες μου,
άλλη αγάπη, άλλη έννοια,
όχι τραγούδια αέρινα
κι όνειρα διαμαντένια,
άλλα λόγια κι ας έβρισκα,
δροσιάς μαργαριτάρια,
για σας, χωρίς στολίσματα,
απλά, γυμνά, καθάρια,
άνθη που βγαίνουν μόνα τους
κι ανθούν σε κάθε τόπον·
ω λόγια των ανίδεων
και των καλών ανθρώπων!
7.
Από κάπου τα ξέθαψα
μια μέρα ξεχασμένα
χαρτιά σα φύλλα κίτρινα,
λόγια μισοσβησμένα.
Του πατέρα μου γράμματα
που αγάπης νέο βλαστάρι
στην παιδούλα μητέρα μου
τα ’γραφε, πριν την πάρει.
Ω λείψανα, που σπέρνετε
μια βαθύτερη θλίψη
κι απ’ των τρανών πανάρχαιων
ερειπίων τα ύψη!
8.
Του πατέρα μου γράμματα,
ξερόφυλλα τριμμένα,
ριγμέν’ απ’ το χλωρόδεντρο
της Αγάπης, οϊμένα!
Σα φωλιάς ψιθυρίσματα
μου μιλάτε, σα στόμα
κελαηδείτε φιλήματα,
και μου δείχνετε ακόμα
τον ίδιο εμένα, αγέννητο,
να πολεμώ αυτού πέρα
απ’ τα σκότη του ανύπαρχτου
για να βγω στην ημέρα.
9.
Νερόν ήθελα να ’πινα
στης Άρνας τα λαγκάδια,
της αρνησιάς να μ’ έζωναν
τα τρίσβαθα σκοτάδια.
Τάχα θα ’βλεπ’ αγνώριστα
κι αδιάφορα μπροστά μου
όλα τ’ αγαπημένα μου
και τα χιλιάκριβά μου;
Ή τάχα νόμος άγιος,
δίχως εγώ να νιώθω,
πάλι σ’ αυτά θα μ’ έφερνε
μ’ ένα δεύτερο πόθο;
Μαγιοβότανα
10.
Μια νεράιδα μ’ εγέννησεν
από θνητό πατέρα,
ω μοίρα και ω παράδαρμα
στον κόσμον εδώ πέρα!
Οι ξωτικές οι ανάερες
στην όψη της σαρκός μου
με κοιτάζουν παράξενα
και φεύγουν απ’ εμπρός μου.
Στοιχειό με λένε οι άνθρωποι,
και μακραίνουν με τρόμο·
και ξένος πάντα βρίσκομαι
στης ερημιάς το δρόμο.
11.
Η γριά Ζωή ακουμπώντας με
χαϊδευτικά στα στήθη,
μου λέει το παραμύθι της,
το αιώνιο παραμύθι:
—Βασιλοπούλα αγάπησε
το ξανθό παλικάρι
και ζούσε με μονάκριβο
καημό για να το πάρει.
Αλλά μια μέρα ο Δράκοντας
της φύλαγε καρτέρι,
και την άρπαξε κι έφυγε.
Πού πάει; Κανείς δεν ξέρει!—
12.
Στέκει το Βασιλόπουλο
με το σπαθί στη βίγλα,
για να πιάσει την άγνωστη,
την καταλύτρα Στρίγλα.
Στων άστρων το τρεμόφεγγο
την ξανοίγει· είν’ εκείνη!
Σπλάχνα κρατάει παιδιάτικα,
και το αίμα τους πίνει.
Οϊμέ! κι η Στρίγλα η φόνισσα
ήταν η σαστικιά του,
η αγνή, η καλή, η πεντάμορφη…
Και σωριάζεται κάτου.
13.
Η μαύρη Λάμια που έκλεισε
στην καρδιά της τον Άδη,
να κατέβω με πρόσταξε
μες στο ξερό πηγάδι,
νά βρω το δαχτυλίδι της
που μέσα εκεί έχει πέσει
μ’ ένα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στη μέση.
Ψάχνω, δε βρίσκω τίποτε…
Ω νύχτα, ω τέρας πλάνο!
Στα πόδια μου μιαν άβυσσο,
και μια Λάμια αποπάνω.
14.
Γυρνά κι ορμά ο Μενέλαος
με το σπαθί στο χέρι
το θάνατο στην άπιστην
Ελένη να προσφέρει.
Αλλ’ εκείνη ολογάληνη
με τ’ ανθισμένο χέρι
το αντίχολο κι αντίλυπο
βοτάνι τού προσφέρει.
Και το πίνει ο Μενέλαος,
και του πέφτει απ’ το χέρι
το σπαθί, κι ένα φίλημα
στην Ελένη προσφέρει.
15.
Από ξένα βασίλεια
κι από το Μεσαιώνα
ήρθεν εδώ ο Ιμπέριος
κι ήρθεν η Μαργαρώνα.
Ο ιππότης ο ανυπόταχτος
κι η ωραία η πριγκιπέσα μου
χτύπησαν την πόρτα μου·
και τους έμπασα μέσα.
Και να λένε τους έμαθα
—λόγια πύρινα πόσα!—
της αγάπης τα βάσανα
στη δική μου τη γλώσσα!
16.
Σπέρμα της Χάμκως, δέρνεσαι
μες στο λάγνο χαρέμι.
Ύπνο ζητάς, όχι έρωτα,
μα κι ο ύπνος σε τρέμει.
Σε διβάνι χρυσόστρωτο
γέρνεις πρόσωπο χιόνι.
Αλλά το Σούλι το άπαρτο
σα βραχνάς σε πλακώνει.
Μόνο σκυμμένη απάνω σου
σε χαϊδεύει η ακριβή σου,
σαν πουλί που θα σάλευε
στην άκρη μιας αβύσσου.
17.
Καβάλα πάει ο Χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.
Και σα να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη!
18.
—Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;
Είμ’ εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω!—
Η φύσις κρύβει…
19.
Η Φύσις κρύβει μέσα της
μέγα κι άβγαλτον άχτι·
κάτου κι απάνου θάνατος,
και παντού στάχτη, στάχτη.
Τα νέφη σα χαλάσματα
σωριάζονται ολοένα,
τα δέντρα, στερνολείψανα
ζωής σκελετωμένα.
Κι ο Απόλλων, του Σύμπαντος
Θεός αρχιτεχνίτης,
σαν απ’ αράχνες δείχνεται
θαμπωμένος φεγγίτης.
20.
Ζωγράφε λαμπερόχρωμε
νησιών, ηρώων, θαυμάτων
και τεχνίτη αρχαιότροπε
των στίχων των γεμάτων!
Απ’ τα σύγνεφα ελεύθερος
σήμερα πέρα ώς πέρα
χρυσαπλώνετ’ ο Ήλιος σου
στον αττικόν αιθέρα.
Και κελαηδεί στα χείλη μου
η ωδή σου πάντα νέα:
«Φαίνετ’ εις τον ορίζοντα
ωσάν χαράς ιδέα!»
21.
Σαν ένα ονειροφάντασμα
μέσα σε μια θαμπούρα,
μεγαλόπετρη, ολόγυμνη
μπροστά μου νά η Κλεισούρα!
Η Εκάτη η πρωτομάγισσα
στ’ άγγιχτα ολόρθα πλάγια
των μυστικών ακτίνων της
σιγοβρέχει τα μάγια.
Κι η σιδερένια Ενώχεια
στη χαραυγή του κόσμου,
χτίσμα του Κάιν γιγάντιο,
ξαναφαίνετ’ εμπρός μου!
22.
Το Ουράνιο Τόξον έσχισε
τα βροχερά σκοτάδια
με τα εφτάλαμπρα, εφτάψυχα
της νίκης του σημάδια.
Κι απάνου απ’ το βαθύχρωμο
τον Υμηττόν εστάθη,
κι ολόρθο μισοχάθηκε
μες στα βουνίσια βάθη.
Και σαν τεράστιο φάσγανον
εγώ το βλέπω ο νάνος
που χέρι γίγα το έμπηξε
στο σώμα ενός τιτάνος.
23.
Πρωί· μέσα στ’ ακύμαντα
νερά προς τ’ ακρογιάλι
των σπιτών βαθιά, ολόλευκη
η ζωγραφιά προβάλλει.
Σαν από χέρι απότολμο
ξεχωριστού τεχνίτη
φανταστικό σαν άυλο
δείχνεται κάθε σπίτι.
Αλλ’ ο ήλιος υψώθηκεν,
ήρθε το μεσημέρι.
Κι η ζωγραφιά; Την έσβησε
το κύμα και τ’ αγέρι…
24.
Στου σοφού το παράθυρο
που σκύβει νύχτα μέρα
στης μελέτης τ’ απόκρυφα,
η Φύσις η μητέρα
έστρωσε μοσχομύριστη
δροσερεμένη στράτα
από κρίν’ απριλιάτικα
και ρόδα βελουδάτα.
Τ’ αταίριαστα και τ’ άμοιαστα,
αδέρφια είναι τα δύο·
το λουλούδι τ’ ολόχαρο,
το θλιβερό βιβλίο.
25.
Το κυπαρίσσι ολόψηλον
άπλερον ίσκιο κάνει,
και λείπει κάποιο χάρισμα
κι απ’ το μεστό πλατάνι.
Μέσα στον πλούσιον ίσκιο σου
πάρε με, λεύκα, εμένα,
σαν κάστρο μεγαλόπρεπη,
λυγερή σαν παρθένα.
Δυνατή μαζί κι όμορφη
σαλεύεις τ’ άσπρα φύλλα·
σε μια ζωή ολογάληνη
ψυχής ανατριχίλα.
26.
Ω Κυβέλη και ω Δήμητρα,
εσύ σοφή και αγία
των ανθρώπων δασκάλισσα,
κι εσύ που εδώ η Φρυγία
σ’ έστειλεν άλλοτε άγρια
με χορούς Κορυβάντων,
οι δυο σας μια διπρόσωπη
βασίλισσα των πάντων,
Ω φύσις, ω καλόγνωμη
μάνα με τα σιτάρια,
ω φύσις, απλησίαστη
μητριά με τα λιοντάρια!
Ουρανία
27.
Δίδυμα τέκνα γέννησαν
ο Φοίβος κι η Αρμονία
εσάς, Πολύμνια ψάλτρια,
φιλόσοφε Ουρανία!
Η πρώτη τον αμάραντον
ανθό παντού τρυγάει,
μια πεταλούδαν άπιαστην
η άλλη κυνηγάει.
Αλλά τόσο ταιριάζουνε
κι αντάμα οι δυο και χώρια,
που τη μια παίρνουν κάποτε
για την άλλη πανώρια.
28.
Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.
Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.
Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.
29.
Ξένε σοφέ, πώς ήθελα
το φθαρτό μου τραγούδι
να σμίξω με του λόγου σου
το αθάνατο λουλούδι.
«—Μάθε πως τα συστήματα
των φιλοσόφων, κάθε
νου τρανού φεγγοβόλημα,
κάθ’ επιστήμη, μάθε
πως δεν αξίζουν τίποτε
τα πάντα απ’ άκρη σ’ άκρη,
όσο αξίζει ένα φίλημα,
όσο αξίζει ένα δάκρυ!»
30.
Είδα τη θάλασσα άγρια
να δέρνουν τα στοιχεία·
τον θνητόν αγριότερα
τον δέρνει η Δυστυχία.
Είδα το χειμωνιάτικο
της πλάσεως μαράζι· το θνητό φοβερότερα
η Αρρώστια μαραγκιάζει.
Είδα τη γη απ’ την άνοιξη
να λάμπει σα ρουμπίνι·
το θνητό λαμπερότερα
φωτίζει η Καλοσύνη.
31.
Ήμουν αθώο κι ανήξερο,
κι ήμουν βυζασταρούδι,
κι ήμουν λιγότερο άνθρωπος
και πιο πολύ λουλούδι.
Τώρα τα χρόνια πλάκωσαν
και πέταξαν τα μύρα…
Ιερή Σοφία, δέξου με
στου ναού σου τη θύρα,
κι ό,τι ήμουν πρώτα ακάτεχος,
βοήθα να ξαναγίνω·
τώρα εσύ πάλι κάνε με
σαν παιδί και σαν κρίνο!
32.
Στου νέου κόσμου ολόμακρα
τα δάση τα παρθένα
μόνο, ξένο κι αξέχαστον,
είν’ ένα δέντρον, ένα.
Η φωτιά, λάμια αχόρταγη,
δεν το τρώει, το τρέφει
σα λύκαινα το τέκνο της,
και το πάει ώς τα νέφη.
Και λέει: «Ο σταχτογέννητος
αϊτός είν’ αδερφός μου!»
Κι άλλα αδέρφια έχεις, δέντρο μου.
Κι όλο σε βλέπω εμπρός μου!
33.
Είν’ η ζωή αχαμνόδεντρο
σ’ ένα γκρεμόν επάνω.
Γλιστρώ, θα πέσω, πρόφτασα,
κάποιο κλαρί του πιάνω.
Κρατώ, καρφώνω επάνω του
και ματώνω τα χέρια,
νιώθω σαν ένα φρένιασμα,
και φωνάζω ώς τ’ αστέρια:
«Ω ευλογητή, θεόσταλτη
ζωή, γλυκιά περίσσα,
όσο πνοήν αισθάνομαι
θα σε σφίγγω με λύσσα!»
34.
Μοναξιά, σκέπη ολόβαθη
των θείων και των θηρίων,
κάτι σαλεύει μέσα σου
σα λαός μυστηρίων.
Κάμε κάτου απ’ τον ίσκιο σου
και μες στην αγκαλιά σου
να βλέπω με τα μάτια σου,
να γρικώ με τ’ αφτιά σου,
να μιλώ με τα λόγια σου·
κράτα με έξω απ’ τα πλήθη,
δώσ’ μου του θείου τον έρωτα
και του θηρίου τη λήθη.
35.
Δοξασμένα, υπεράνθρωπα,
σε μιαν αρχαία χώρα
μαθητής άλλοτ’ έζησα
του τρανού Πυθαγόρα.
Λευκός, γαλήνιος, άγγιχτος
από την τρικυμία,
των Αριθμών εκήρυττα
την παντοδυναμία.
Ψυχή και σώμα, ασάλευτος
ύστερα σα λουλούδι,
άκουα το θείον ανέκφραστο
της Σιωπής τραγούδι.
36.
Ήλιε, εσύ, πηγή αστείρευτη
κάθε ζωής, εικόνα
του ωραίου υπερτέλεια
και του Απείρου κορόνα.
Πριν αρχίσουν το διάβα τους
των θεών οι λεγεώνες,
πρώτο θεό σε αγνάντεψαν
και μοναχόν οι αιώνες.
Και πάλι θεός ύστατος
σα νεκρική λαμπάδα
του τελευταίου θρησκεύματος
θα φέξεις την κρυάδα.
37.
Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.
Στα εντάφια λευκά σάβανα
γειρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις
ροδοπεριχυμένος.
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!
38.
Στης Πεντέλης το μάρμαρον
ο Χρυσοκόμης ήτον
άγαλμα και το σύμπλεγμα
κρατούσε των Χαρίτων.
Σοφία η πρώτη, η δεύτερη
Ομορφιά, Αγάπη η τρίτη,
και οι τρεις τους ελαμπύριζαν
σαν τον αποσπερίτη.
Κι οι τρεις τους σαν απίστευτα
φάνταζαν παραμύθια.
Αλλ’ είστ’ εσείς, ω Χάριτες,
εσείς η μια η Αλήθεια!
39.
Μιαν αυγή χειμωνιάτικη
που φορούσε κορόνα
την καταχνιά, σαν όραμα
είδα τον Παρθενώνα.
Μαγικό μισοδιάφανο
τον έζωνε μαγνάδι
στον ήλιο αγνάντια, κι έλεγεν:
—Εγώ είμαι το σημάδι
του ωραίου που δείχνει απόμακρα
στην πλατωσιά του Απείρου
και τ’ άσπρο στέρεο μάρμαρο
σαν τον αχνό του ονείρου.
40.
Θαύμα θαυμάτων μέσα μου
σαλεύει, ενώ κοιμάται…
Αδέρφια μου, να πλάσουμε
νέαν θρησκείαν ελάτε!
Ασάλευτη, πανύψηλην
αλήθεια, ένα παλάτι
των όλων για όλους! Άφραστη
θρησκεία που να ’χει κάτι
πλέον βαθύ απ’ τον Έρωτα,
πιο μέγα απ’ τη Θυσία,
και κάτι πλέον απέραντο
κι απ’ την Αθανασία!
[Επιλογικό]
Αντιόπη, σα να μ’ έδεσεν
αλυσίδα κατέργων·
λύτρωσέ με και σπείρε μου
τη δύναμη των έργων.
Ν’ ανοίξουν κάμε αγνάντια μου
άλλοι δρόμοι, άλλοι νόμοι,
κι ανάστησέ με ελεύθερο
με βουλή και με γνώμη.
Γίνε για με σαν άνοιγμα
πρωινό παραθύρου,
δρόσισέ με και διώξε μου
το μεθύσι του ονείρου!
των ιδεών. Αλλ’ όμως
και τον ψάλτη πολέμαρχο
σκλάβο τον σέρνει πάλι
μες στ’ αδράχτια της βάρβαρα
η Ρίμα, νέα Ομφάλη.
Σ’ αγαπώ
1.
Σ’ αγαπώ σα λεβέντικο
τραγούδι της Ηπείρου!
Εσύ ποτέ δε μέθυσες
απ’ το κρασί του ονείρου.
Κι αν η Μοίρα δε μ’ έριχνε
στο πλευρό σου, ποιοί τόποι
του πολέμου σου θα ’νιωθαν
την ορμήν, Αντιόπη;
Ποιό κύμα (ω κρινοπρόσωπη
με μια ψυχήν αντρίκεια),
στα πόδια σου τα ξέβρασε
της καρδιάς μου τα φύκια;
2.
Ω παρθένα, άυλον άγαλμα,
Ηγησώ, προσευχή μου,
σαν εσέ πέτρα γίνεται
μπροστά σ’ εσέ η ψυχή μου!
Κι ενώ δείχνεσαι αγνάντια μου
καθάρια σαν ιδέα,
ταίρι δικό σου αχώριστο
με κάν’ η Τέχν’ η αρχαία.
Κι έτσι ρουφούμε απίστευτα
το νέκταρ των μακάρων
στων πνευμάτων στον Όλυμπο,
στον ύπνο των μαρμάρων.
3.
Δυο ματάκια γλυκόσκυψαν
σ’ ένα κάποιο τραγούδι·
τα ματάκια σα χάιδεμα,
το τραγούδι σα χνούδι.
Κι είχαν κάτι σα βλέμματα
και σάλευαν οι στίχοι,
και τα μάτια μιλούσανε
σαν αρμονίας ήχοι!
Ω ταίριασμα ανιστόρητον,
έρωτες των πνευμάτων,
στης ζωής τ’ αστραπόβροντο
χαμόγελα Αθανάτων!
4.
Σαν πελάγου φωσφόρισμα,
σα θησαυρού κομμάτια
το βράδυ τρεμολάμπουνε
της γυναίκας τα μάτια.
Σαν αιθέρια συντρίμματα,
σα μαγικά παλάτια
στο δρόμο γοργοφέγγουνε
της γυναίκας τα μάτια.
Τα στερνά του ήλιου χρώματα
απ’ τ’ ουρανού τα πλάτια
σβήνουν και στερνοδείχνονται
στης γυναίκας τα μάτια.
5.
Ωραίον αγόρι,
σπλάχνο μου, της δροσιάς ομορφιάς σου
τί στεφάνι ολοταίριαστο
τα ολόμακρα μαλλιά σου!
Μεγάλωσες· και τα ’βλεπαν
σαν περιττό παιγνίδι,
και θέρισε τα ολόμακρα
μαλλιά σου το ψαλίδι.
Έτσι κι έξω και μέσα μας
του ωραίου την αρμονία
την τρώει ο Χρόνος άπονα
κι ο Κόσμος· δυο θηρία.
6.
Ω παιδιά μου, λαχτάρες μου,
άλλη αγάπη, άλλη έννοια,
όχι τραγούδια αέρινα
κι όνειρα διαμαντένια,
άλλα λόγια κι ας έβρισκα,
δροσιάς μαργαριτάρια,
για σας, χωρίς στολίσματα,
απλά, γυμνά, καθάρια,
άνθη που βγαίνουν μόνα τους
κι ανθούν σε κάθε τόπον·
ω λόγια των ανίδεων
και των καλών ανθρώπων!
7.
Από κάπου τα ξέθαψα
μια μέρα ξεχασμένα
χαρτιά σα φύλλα κίτρινα,
λόγια μισοσβησμένα.
Του πατέρα μου γράμματα
που αγάπης νέο βλαστάρι
στην παιδούλα μητέρα μου
τα ’γραφε, πριν την πάρει.
Ω λείψανα, που σπέρνετε
μια βαθύτερη θλίψη
κι απ’ των τρανών πανάρχαιων
ερειπίων τα ύψη!
8.
Του πατέρα μου γράμματα,
ξερόφυλλα τριμμένα,
ριγμέν’ απ’ το χλωρόδεντρο
της Αγάπης, οϊμένα!
Σα φωλιάς ψιθυρίσματα
μου μιλάτε, σα στόμα
κελαηδείτε φιλήματα,
και μου δείχνετε ακόμα
τον ίδιο εμένα, αγέννητο,
να πολεμώ αυτού πέρα
απ’ τα σκότη του ανύπαρχτου
για να βγω στην ημέρα.
9.
Νερόν ήθελα να ’πινα
στης Άρνας τα λαγκάδια,
της αρνησιάς να μ’ έζωναν
τα τρίσβαθα σκοτάδια.
Τάχα θα ’βλεπ’ αγνώριστα
κι αδιάφορα μπροστά μου
όλα τ’ αγαπημένα μου
και τα χιλιάκριβά μου;
Ή τάχα νόμος άγιος,
δίχως εγώ να νιώθω,
πάλι σ’ αυτά θα μ’ έφερνε
μ’ ένα δεύτερο πόθο;
Μαγιοβότανα
10.
Μια νεράιδα μ’ εγέννησεν
από θνητό πατέρα,
ω μοίρα και ω παράδαρμα
στον κόσμον εδώ πέρα!
Οι ξωτικές οι ανάερες
στην όψη της σαρκός μου
με κοιτάζουν παράξενα
και φεύγουν απ’ εμπρός μου.
Στοιχειό με λένε οι άνθρωποι,
και μακραίνουν με τρόμο·
και ξένος πάντα βρίσκομαι
στης ερημιάς το δρόμο.
11.
Η γριά Ζωή ακουμπώντας με
χαϊδευτικά στα στήθη,
μου λέει το παραμύθι της,
το αιώνιο παραμύθι:
—Βασιλοπούλα αγάπησε
το ξανθό παλικάρι
και ζούσε με μονάκριβο
καημό για να το πάρει.
Αλλά μια μέρα ο Δράκοντας
της φύλαγε καρτέρι,
και την άρπαξε κι έφυγε.
Πού πάει; Κανείς δεν ξέρει!—
12.
Στέκει το Βασιλόπουλο
με το σπαθί στη βίγλα,
για να πιάσει την άγνωστη,
την καταλύτρα Στρίγλα.
Στων άστρων το τρεμόφεγγο
την ξανοίγει· είν’ εκείνη!
Σπλάχνα κρατάει παιδιάτικα,
και το αίμα τους πίνει.
Οϊμέ! κι η Στρίγλα η φόνισσα
ήταν η σαστικιά του,
η αγνή, η καλή, η πεντάμορφη…
Και σωριάζεται κάτου.
13.
Η μαύρη Λάμια που έκλεισε
στην καρδιά της τον Άδη,
να κατέβω με πρόσταξε
μες στο ξερό πηγάδι,
νά βρω το δαχτυλίδι της
που μέσα εκεί έχει πέσει
μ’ ένα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στη μέση.
Ψάχνω, δε βρίσκω τίποτε…
Ω νύχτα, ω τέρας πλάνο!
Στα πόδια μου μιαν άβυσσο,
και μια Λάμια αποπάνω.
14.
Γυρνά κι ορμά ο Μενέλαος
με το σπαθί στο χέρι
το θάνατο στην άπιστην
Ελένη να προσφέρει.
Αλλ’ εκείνη ολογάληνη
με τ’ ανθισμένο χέρι
το αντίχολο κι αντίλυπο
βοτάνι τού προσφέρει.
Και το πίνει ο Μενέλαος,
και του πέφτει απ’ το χέρι
το σπαθί, κι ένα φίλημα
στην Ελένη προσφέρει.
15.
Από ξένα βασίλεια
κι από το Μεσαιώνα
ήρθεν εδώ ο Ιμπέριος
κι ήρθεν η Μαργαρώνα.
Ο ιππότης ο ανυπόταχτος
κι η ωραία η πριγκιπέσα μου
χτύπησαν την πόρτα μου·
και τους έμπασα μέσα.
Και να λένε τους έμαθα
—λόγια πύρινα πόσα!—
της αγάπης τα βάσανα
στη δική μου τη γλώσσα!
16.
Σπέρμα της Χάμκως, δέρνεσαι
μες στο λάγνο χαρέμι.
Ύπνο ζητάς, όχι έρωτα,
μα κι ο ύπνος σε τρέμει.
Σε διβάνι χρυσόστρωτο
γέρνεις πρόσωπο χιόνι.
Αλλά το Σούλι το άπαρτο
σα βραχνάς σε πλακώνει.
Μόνο σκυμμένη απάνω σου
σε χαϊδεύει η ακριβή σου,
σαν πουλί που θα σάλευε
στην άκρη μιας αβύσσου.
17.
Καβάλα πάει ο Χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.
Και σα να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη!
18.
—Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;
Είμ’ εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω!—
Η φύσις κρύβει…
19.
Η Φύσις κρύβει μέσα της
μέγα κι άβγαλτον άχτι·
κάτου κι απάνου θάνατος,
και παντού στάχτη, στάχτη.
Τα νέφη σα χαλάσματα
σωριάζονται ολοένα,
τα δέντρα, στερνολείψανα
ζωής σκελετωμένα.
Κι ο Απόλλων, του Σύμπαντος
Θεός αρχιτεχνίτης,
σαν απ’ αράχνες δείχνεται
θαμπωμένος φεγγίτης.
20.
Ζωγράφε λαμπερόχρωμε
νησιών, ηρώων, θαυμάτων
και τεχνίτη αρχαιότροπε
των στίχων των γεμάτων!
Απ’ τα σύγνεφα ελεύθερος
σήμερα πέρα ώς πέρα
χρυσαπλώνετ’ ο Ήλιος σου
στον αττικόν αιθέρα.
Και κελαηδεί στα χείλη μου
η ωδή σου πάντα νέα:
«Φαίνετ’ εις τον ορίζοντα
ωσάν χαράς ιδέα!»
21.
Σαν ένα ονειροφάντασμα
μέσα σε μια θαμπούρα,
μεγαλόπετρη, ολόγυμνη
μπροστά μου νά η Κλεισούρα!
Η Εκάτη η πρωτομάγισσα
στ’ άγγιχτα ολόρθα πλάγια
των μυστικών ακτίνων της
σιγοβρέχει τα μάγια.
Κι η σιδερένια Ενώχεια
στη χαραυγή του κόσμου,
χτίσμα του Κάιν γιγάντιο,
ξαναφαίνετ’ εμπρός μου!
22.
Το Ουράνιο Τόξον έσχισε
τα βροχερά σκοτάδια
με τα εφτάλαμπρα, εφτάψυχα
της νίκης του σημάδια.
Κι απάνου απ’ το βαθύχρωμο
τον Υμηττόν εστάθη,
κι ολόρθο μισοχάθηκε
μες στα βουνίσια βάθη.
Και σαν τεράστιο φάσγανον
εγώ το βλέπω ο νάνος
που χέρι γίγα το έμπηξε
στο σώμα ενός τιτάνος.
23.
Πρωί· μέσα στ’ ακύμαντα
νερά προς τ’ ακρογιάλι
των σπιτών βαθιά, ολόλευκη
η ζωγραφιά προβάλλει.
Σαν από χέρι απότολμο
ξεχωριστού τεχνίτη
φανταστικό σαν άυλο
δείχνεται κάθε σπίτι.
Αλλ’ ο ήλιος υψώθηκεν,
ήρθε το μεσημέρι.
Κι η ζωγραφιά; Την έσβησε
το κύμα και τ’ αγέρι…
24.
Στου σοφού το παράθυρο
που σκύβει νύχτα μέρα
στης μελέτης τ’ απόκρυφα,
η Φύσις η μητέρα
έστρωσε μοσχομύριστη
δροσερεμένη στράτα
από κρίν’ απριλιάτικα
και ρόδα βελουδάτα.
Τ’ αταίριαστα και τ’ άμοιαστα,
αδέρφια είναι τα δύο·
το λουλούδι τ’ ολόχαρο,
το θλιβερό βιβλίο.
25.
Το κυπαρίσσι ολόψηλον
άπλερον ίσκιο κάνει,
και λείπει κάποιο χάρισμα
κι απ’ το μεστό πλατάνι.
Μέσα στον πλούσιον ίσκιο σου
πάρε με, λεύκα, εμένα,
σαν κάστρο μεγαλόπρεπη,
λυγερή σαν παρθένα.
Δυνατή μαζί κι όμορφη
σαλεύεις τ’ άσπρα φύλλα·
σε μια ζωή ολογάληνη
ψυχής ανατριχίλα.
26.
Ω Κυβέλη και ω Δήμητρα,
εσύ σοφή και αγία
των ανθρώπων δασκάλισσα,
κι εσύ που εδώ η Φρυγία
σ’ έστειλεν άλλοτε άγρια
με χορούς Κορυβάντων,
οι δυο σας μια διπρόσωπη
βασίλισσα των πάντων,
Ω φύσις, ω καλόγνωμη
μάνα με τα σιτάρια,
ω φύσις, απλησίαστη
μητριά με τα λιοντάρια!
Ουρανία
27.
Δίδυμα τέκνα γέννησαν
ο Φοίβος κι η Αρμονία
εσάς, Πολύμνια ψάλτρια,
φιλόσοφε Ουρανία!
Η πρώτη τον αμάραντον
ανθό παντού τρυγάει,
μια πεταλούδαν άπιαστην
η άλλη κυνηγάει.
Αλλά τόσο ταιριάζουνε
κι αντάμα οι δυο και χώρια,
που τη μια παίρνουν κάποτε
για την άλλη πανώρια.
28.
Με πελέκι αστραπόμορφον
η αλύπητη Επιστήμη
χτυπάει και σπάει το Είδωλο
και το ρίχνει συντρίμμι.
Κι ύστερα γίνετ’ είδωλον
εκείνη μες στην πλάση
ξαναγεννώντας άθελα
ό,τι ήρθε να χαλάσει.
Κι έτσι αλυσίδες γύρω μας
παντού, σκοτάδια θεία.
Κάθε Αιτία, μυστήριο·
κάθε Αλήθεια, θρησκεία.
29.
Ξένε σοφέ, πώς ήθελα
το φθαρτό μου τραγούδι
να σμίξω με του λόγου σου
το αθάνατο λουλούδι.
«—Μάθε πως τα συστήματα
των φιλοσόφων, κάθε
νου τρανού φεγγοβόλημα,
κάθ’ επιστήμη, μάθε
πως δεν αξίζουν τίποτε
τα πάντα απ’ άκρη σ’ άκρη,
όσο αξίζει ένα φίλημα,
όσο αξίζει ένα δάκρυ!»
30.
Είδα τη θάλασσα άγρια
να δέρνουν τα στοιχεία·
τον θνητόν αγριότερα
τον δέρνει η Δυστυχία.
Είδα το χειμωνιάτικο
της πλάσεως μαράζι· το θνητό φοβερότερα
η Αρρώστια μαραγκιάζει.
Είδα τη γη απ’ την άνοιξη
να λάμπει σα ρουμπίνι·
το θνητό λαμπερότερα
φωτίζει η Καλοσύνη.
31.
Ήμουν αθώο κι ανήξερο,
κι ήμουν βυζασταρούδι,
κι ήμουν λιγότερο άνθρωπος
και πιο πολύ λουλούδι.
Τώρα τα χρόνια πλάκωσαν
και πέταξαν τα μύρα…
Ιερή Σοφία, δέξου με
στου ναού σου τη θύρα,
κι ό,τι ήμουν πρώτα ακάτεχος,
βοήθα να ξαναγίνω·
τώρα εσύ πάλι κάνε με
σαν παιδί και σαν κρίνο!
32.
Στου νέου κόσμου ολόμακρα
τα δάση τα παρθένα
μόνο, ξένο κι αξέχαστον,
είν’ ένα δέντρον, ένα.
Η φωτιά, λάμια αχόρταγη,
δεν το τρώει, το τρέφει
σα λύκαινα το τέκνο της,
και το πάει ώς τα νέφη.
Και λέει: «Ο σταχτογέννητος
αϊτός είν’ αδερφός μου!»
Κι άλλα αδέρφια έχεις, δέντρο μου.
Κι όλο σε βλέπω εμπρός μου!
33.
Είν’ η ζωή αχαμνόδεντρο
σ’ ένα γκρεμόν επάνω.
Γλιστρώ, θα πέσω, πρόφτασα,
κάποιο κλαρί του πιάνω.
Κρατώ, καρφώνω επάνω του
και ματώνω τα χέρια,
νιώθω σαν ένα φρένιασμα,
και φωνάζω ώς τ’ αστέρια:
«Ω ευλογητή, θεόσταλτη
ζωή, γλυκιά περίσσα,
όσο πνοήν αισθάνομαι
θα σε σφίγγω με λύσσα!»
34.
Μοναξιά, σκέπη ολόβαθη
των θείων και των θηρίων,
κάτι σαλεύει μέσα σου
σα λαός μυστηρίων.
Κάμε κάτου απ’ τον ίσκιο σου
και μες στην αγκαλιά σου
να βλέπω με τα μάτια σου,
να γρικώ με τ’ αφτιά σου,
να μιλώ με τα λόγια σου·
κράτα με έξω απ’ τα πλήθη,
δώσ’ μου του θείου τον έρωτα
και του θηρίου τη λήθη.
35.
Δοξασμένα, υπεράνθρωπα,
σε μιαν αρχαία χώρα
μαθητής άλλοτ’ έζησα
του τρανού Πυθαγόρα.
Λευκός, γαλήνιος, άγγιχτος
από την τρικυμία,
των Αριθμών εκήρυττα
την παντοδυναμία.
Ψυχή και σώμα, ασάλευτος
ύστερα σα λουλούδι,
άκουα το θείον ανέκφραστο
της Σιωπής τραγούδι.
36.
Ήλιε, εσύ, πηγή αστείρευτη
κάθε ζωής, εικόνα
του ωραίου υπερτέλεια
και του Απείρου κορόνα.
Πριν αρχίσουν το διάβα τους
των θεών οι λεγεώνες,
πρώτο θεό σε αγνάντεψαν
και μοναχόν οι αιώνες.
Και πάλι θεός ύστατος
σα νεκρική λαμπάδα
του τελευταίου θρησκεύματος
θα φέξεις την κρυάδα.
37.
Η γη μας γη των άφθαρτων
αερικών και ειδώλων,
πασίχαρος και υπέρτατος
θεός μας είν’ ο Απόλλων.
Στα εντάφια λευκά σάβανα
γειρτός ο Εσταυρωμένος
είν’ ολόμορφος Άδωνις
ροδοπεριχυμένος.
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη·
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν,
όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!
38.
Στης Πεντέλης το μάρμαρον
ο Χρυσοκόμης ήτον
άγαλμα και το σύμπλεγμα
κρατούσε των Χαρίτων.
Σοφία η πρώτη, η δεύτερη
Ομορφιά, Αγάπη η τρίτη,
και οι τρεις τους ελαμπύριζαν
σαν τον αποσπερίτη.
Κι οι τρεις τους σαν απίστευτα
φάνταζαν παραμύθια.
Αλλ’ είστ’ εσείς, ω Χάριτες,
εσείς η μια η Αλήθεια!
39.
Μιαν αυγή χειμωνιάτικη
που φορούσε κορόνα
την καταχνιά, σαν όραμα
είδα τον Παρθενώνα.
Μαγικό μισοδιάφανο
τον έζωνε μαγνάδι
στον ήλιο αγνάντια, κι έλεγεν:
—Εγώ είμαι το σημάδι
του ωραίου που δείχνει απόμακρα
στην πλατωσιά του Απείρου
και τ’ άσπρο στέρεο μάρμαρο
σαν τον αχνό του ονείρου.
40.
Θαύμα θαυμάτων μέσα μου
σαλεύει, ενώ κοιμάται…
Αδέρφια μου, να πλάσουμε
νέαν θρησκείαν ελάτε!
Ασάλευτη, πανύψηλην
αλήθεια, ένα παλάτι
των όλων για όλους! Άφραστη
θρησκεία που να ’χει κάτι
πλέον βαθύ απ’ τον Έρωτα,
πιο μέγα απ’ τη Θυσία,
και κάτι πλέον απέραντο
κι απ’ την Αθανασία!
[Επιλογικό]
Αντιόπη, σα να μ’ έδεσεν
αλυσίδα κατέργων·
λύτρωσέ με και σπείρε μου
τη δύναμη των έργων.
Ν’ ανοίξουν κάμε αγνάντια μου
άλλοι δρόμοι, άλλοι νόμοι,
κι ανάστησέ με ελεύθερο
με βουλή και με γνώμη.
Γίνε για με σαν άνοιγμα
πρωινό παραθύρου,
δρόσισέ με και διώξε μου
το μεθύσι του ονείρου!
Ο
Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 1859 - Αθήνα, 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος,
θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται
ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά
στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική
μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο
Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή
Παλαμικής) σχολής. Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε
έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην
τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό
ύμνο. Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου
241. [Βιογραφία]