«Τι κέρδισα μ’ όλο αυτό το έργο», είπα,
«Μ’ ό,τι έκανα, και μ’ όλες τις θυσίες μου;
Το καθημερινό μίσος μιας πόλης άξεστης:
Όποιος προσφέρει πιο πολλά κατασυκοφαντείται
Και χάνει την υπόληψη ολόκληρης ζωής
Σε μια και μόνη νύχτα. Ίσως να είχα ζήσει,
Κι εσύ ξέρεις καλά πόσο το λαχταρούσα,
Εκεί που τα βήματά μου θ’ αντηχούσαν κάθε μέρα
Σε κάποια πράσινη σκιά μες στη Φεράρα.
Ή εκεί που θ’ ανηφόριζα μες σε παλιές εικόνες –
Μέσα σ’ ευγενικές εικόνες και γαλήνιες –
Βράδυ-πρωί σε κάποιο δρόμο στο Ουρμπίνο
Προς τα εκεί που συζητούσε η Δούκισσα με τους ανθρώπους της
Κατά τα μεγαλοπρεπή μεσάνυχτα, ώσπου όλοι στέκονταν
Μπροστά σ’ ένα παράθυρο για ν’ ατενίσουν την αυγή.
Κι ίσως να είχα φίλους που θα μπορούσαν
Να κάνουν την ευγένεια και το πάθος ένα, όπως αυτοί
Που με το χάραμα έβλεπαν να κιτρινίζουν τα φυτίλια.
Θα είχα χρησιμοποιήσει το βασικό δικαίωμα
Που επιτρέπει το επάγγελμά μου. Θα ’χα διαλέξει
Την παρέα μου και το τοπίο που μ’ ευχαριστούσε».
Και τότε ο φοίνικάς μου απάντησε επικριτικά:
«Οι μέθυσοι κι οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος,
Όλο τα’ άτιμο πλήθος που είχα διώξει μακριά,
Όταν η τύχη μου άλλαξε και τόλμησαν να ρίξουν
Τη ματιά τους πάνω μου, βγήκαν απ’ το σκοτάδι τους,
Μου επιτέθηκαν, εκείνοι που υπηρέτησα
Και κάποιοι που ’χα θρέψει. Κι όμως δεν παραπονέθηκα
Ποτέ για το Λαό».
«Μ’ ό,τι έκανα, και μ’ όλες τις θυσίες μου;
Το καθημερινό μίσος μιας πόλης άξεστης:
Όποιος προσφέρει πιο πολλά κατασυκοφαντείται
Και χάνει την υπόληψη ολόκληρης ζωής
Σε μια και μόνη νύχτα. Ίσως να είχα ζήσει,
Κι εσύ ξέρεις καλά πόσο το λαχταρούσα,
Εκεί που τα βήματά μου θ’ αντηχούσαν κάθε μέρα
Σε κάποια πράσινη σκιά μες στη Φεράρα.
Ή εκεί που θ’ ανηφόριζα μες σε παλιές εικόνες –
Μέσα σ’ ευγενικές εικόνες και γαλήνιες –
Βράδυ-πρωί σε κάποιο δρόμο στο Ουρμπίνο
Προς τα εκεί που συζητούσε η Δούκισσα με τους ανθρώπους της
Κατά τα μεγαλοπρεπή μεσάνυχτα, ώσπου όλοι στέκονταν
Μπροστά σ’ ένα παράθυρο για ν’ ατενίσουν την αυγή.
Κι ίσως να είχα φίλους που θα μπορούσαν
Να κάνουν την ευγένεια και το πάθος ένα, όπως αυτοί
Που με το χάραμα έβλεπαν να κιτρινίζουν τα φυτίλια.
Θα είχα χρησιμοποιήσει το βασικό δικαίωμα
Που επιτρέπει το επάγγελμά μου. Θα ’χα διαλέξει
Την παρέα μου και το τοπίο που μ’ ευχαριστούσε».
Και τότε ο φοίνικάς μου απάντησε επικριτικά:
«Οι μέθυσοι κι οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος,
Όλο τα’ άτιμο πλήθος που είχα διώξει μακριά,
Όταν η τύχη μου άλλαξε και τόλμησαν να ρίξουν
Τη ματιά τους πάνω μου, βγήκαν απ’ το σκοτάδι τους,
Μου επιτέθηκαν, εκείνοι που υπηρέτησα
Και κάποιοι που ’χα θρέψει. Κι όμως δεν παραπονέθηκα
Ποτέ για το Λαό».