Δε θέλω εγώ τριαντάφυλλα στον έρημό μου δρόμο,
δέντρο δεν θέλω να σταθώ, πηγή να ξεδιψάσω.
Εγώ ανεβαίνω το βουνό, μ᾿ένα σταυρό στον ώμο.
Του φθινοπώρου ας απλωθούν τα φύλλα, να περάσω.
Ο
Παύλος Νιρβάνας γεννήθηκε το 1866 στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα
ανήκει στην Ουκρανία). Το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος
Αποστολίδης και ήταν γιος του Σκοπελίτη εμπόρου Κωνσταντίου
Αποστόλου Κουμιώτη και της Μαριέτας Ράλλη της γνωστής χιώτικης
οικογένειας. Από παιδί εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον
Πειραιά όπου ολοκληρώνει την σχολική εκαπαίδευσή του. Στη συνέχεια
σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Παν. Αθηνών την περίοδο 1883-1890 και
στην συνέχεια, το 1890 κατατάχθηκε στο Βασιλικό (Πολεμικό) Ναυτικό με
τον βαθμό του ανθυπίατρου. Η σταδιοδρομία του στο ναυτικό ήταν
πετυχημένη και πριν την παραίτησή του το 1922 με τον βαθμό του αρχίατρου
είχε διατελέσει Πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του
Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών επί Ελευθερίου
Βενιζέλου.
Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει στον κύκλο του Παλαμά. Ακολουθεί τον σύγχρονό του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες και οι επιρροές του Νίτσε. Στην πεζογραφία ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1890, για να περάσει αργότερα στο μυθιστόρημα. Κυριαρχούν στοιχεία ηθογραφίας (που ήταν αρκετά δημοφιλής τότε) αλλά και ψυχογραφίας. Γλωσσικά ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του.
Μετά την παραίτησή του από το Ναυτικό αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και την αρθρογραφία. Το 1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο Ξενόπουλος, οΜελάς και ο Καββαδίας. Πέθανε το 1937 από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών.