Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Παύλος Νιρβάνας, «Το φλουρί του φτωχού»

Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας, ποὺ μοῦ ἔπεσε, βγῆκε μοιρασμένο. Ἦταν ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσὴ ἀγγλικὴ λίρα. Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά! Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ ἁγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.

– Ξεχάσαμε, εἶπε, τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά ῾ρθει ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ἂς εἶναι ὅμως. θὰ τὸ κόψω τώρα κι ὕστερα θ᾿ ἀρχίσω τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν. Πρῶτα ὁ φτωχός.

Κατέβασε τὸ μαχαίρι καὶ εἶπε:

– Τοῦ φτωχοῦ.

Ἔπειτα θὰ ἐρχόταν τὸ δικό μου κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά.

Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι ὁ πατέρας ὅλους μας.

-Ποιανοῦ εἶναι τώρα τὸ φλουρί; εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ φτωχοῦ ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πῶς εἶναι τοῦ Πέτρου.

Ἡ καημένη ἡ μητέρα! Τὸ εἶχε καημὸ νὰ πέσει σ᾿ ἐμένα.

– Οὔτε τοῦ φτωχοῦ εἶναι, εἶπε ὁ πατέρας μου, οὔτε τοῦ Πέτρου. Τὸ σωστὸ σωστό.

Τo φλουρὶ μοιράστηκε. Ἦταν ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισα μὲ τὸ μαχαῖρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.

– Καὶ τί θὰ γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη ἡ μητέρα μου.

– Τί θὰ γίνει;… Συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς.

– Μὴν πονοκεφαλᾶτε, εἶπε ὁ πατέρας.

Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δυὸ μισὲς χρυσὲς λίρες (τὸ χρυσάφι δὲν εἶχε κρυφτεῖ ἀκόμα) καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι.

– Νά, τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάξτε τη, νὰ τὴ δώσετε στον πρῶτο ζητιάνο, ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἢ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου.

Καὶ μοῦ τὴν ἔδωσε.

– Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου! Εἶσαι εὐχαριστημένος;

Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα μάλιστα πὼς είχα συντροφέψει μὲ τὸ φτωχὸ μὲ διασκέδαζε.

– Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγὼ μὲ τὸ χέρι μου, εἶπα καὶ γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου.

Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πείραζαν. Ὁ σύντροφος τοῦ φτωχοῦ. Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε.

Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε:

– Μπράβο σου! Εἶσαι καλὸ παιδί.

Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ζητιάνος, ποὺ ἔφτανε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος φτωχός, μὲ κάτασπρη γενειάδα, γυρτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μουρμούριζε εὐχές.

– Πάρε, παππού, τοῦ εἶπα.

Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ τὰ χρονιὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ἔφερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του, τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι ἔδιναν στοὺς φτωχοὺς δίλεπτα καὶ μονόλεπτα.

– Τί εἶναι αὐτό, παιδάκι μου; μὲ ρώτησε.

– Μισὴ λίρα εἶναι, παππού, τοῦ εἶπα. Πάρε την, δική σου εἶναι.

Ὁ καημένος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει. Μήπως ἔκαμες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονεῖς σου.

Τοὺ ἐξήγησα μὲ τί τρόπο εἴχαμε μοιραστεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε:

– Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος! Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, καὶ νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονιοί σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἀξιώσει νὰ ῾χεις πάντα ὅλα τὰ καλὰ καὶ νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νά ῾χεις!

Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλὰ κατὰ τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε μὲ τὸ ραβδί του τὴ σκάλα.

πηγή

Ο Παύλος Νιρβάνας γεννήθηκε το 1866 στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Το πραγματικό του όνομα  ήταν  Πέτρος  Αποστολίδης  και  ήταν  γιος  του  Σκοπελίτη εμπόρου Κωνσταντίου  Αποστόλου  Κουμιώτη  και  της  Μαριέτας  Ράλλη  της γνωστής  χιώτικης  οικογένειας.  Από  παιδί  εγκαταστάθηκε  με  την οικογένειά  του  στον  Πειραιά  όπου  ολοκληρώνει  την  σχολική εκαπαίδευσή του. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Παν. Αθηνών την περίοδο 1883-1890 και στην συνέχεια, το 1890 κατατάχθηκε στο Βασιλικό (Πολεμικό) Ναυτικό με τον βαθμό του ανθυπίατρου. Η σταδιοδρομία του στο ναυτικό ήταν πετυχημένη και πριν την παραίτησή του το 1922 με τον βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει  Πρόεδρος  της  Ανώτατης  Υγειονομικής  Επιτροπής  του Ναυτικού  και  τμηματάρχης  του Υπουργείου  Ναυτικών  επί Ελευθερίου Βενιζέλου. 
 
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε από νεαρή ηλικία. Από μαθητής δημοσίευε άρθρα σε πειραιώτικες εφημερίδες ενώ το 1884 σε ηλικία 18 ετών δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Δάφναι εις την 25ηνΜαρτίου 1821». Από το 1884 δημοσίευε χρονογραφήματα  και  άρθρα  σε  λογοτεχνικά  περιοδικά  και εφημερίδες της εποχής, συχνά με το ψευδώνυμο Κύριος Άσοφος. Το 1907 δημοσίευσε την δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή με τον  τίτλο  «Παγά λαλέουσα»  ενώ  έγραψε  και  μελέτες,  δοκίμια, διηγήματα, θεατρικά έργα και έκανε δυο μεταφράσεις («Απολογία του  Σωκράτη»  του  Πλάτωνα  και  «Παν»  του  Κνουτ  Χάμσουν). Διατηρούσε φιλικούς δεσμούς με αρκετούς λογοτέχνες της εποχής του ενώ ήταν πολύ στενός φίλος με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη μάλιστα είναι ο φωτογράφος που τράβηξε την γνωστή φωτογραφία με τον Παπαδιαμάντη καθήμενο.

Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει  στον  κύκλο  του  Παλαμά.  Ακολουθεί  τον  σύγχρονό  του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες  και  οι  επιρροές  του  Νίτσε.  Στην  πεζογραφία  ξεκίνησε γράφοντας  διηγήματα  στα  τέλη  της  δεκαετίας  του  1890,  για  να περάσει  αργότερα  στο  μυθιστόρημα.  Κυριαρχούν  στοιχεία ηθογραφίας  (που  ήταν  αρκετά  δημοφιλής  τότε)  αλλά  και ψυχογραφίας.  Γλωσσικά  ξεκίνησε  γράφοντας  στην  καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του.

Μετά  την  παραίτησή  του  από  το  Ναυτικό  αφιερώθηκε αποκλειστικά  στη  λογοτεχνία  και  την  αρθρογραφία.  Το  1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο  Ξενόπουλος,  οΜελάς  και  ο  Καββαδίας.  Πέθανε  το  1937  από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών. 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης