Πετάξετε, ονείρατα των ποιητών τρελλά,
απάνω 'στης φτερούγες σας σηκώσετε κι' εμένα,
και φέρετέ με 'γρήγορα 'ψηλά, πολύ ψηλά,
ως ότου να μη βλέπω γη και άνθρωπο κανένα.
Ω! ας ιδώ αόρατα μυστηριώδη κάλλη,
ας με θαμβώνουν άγνωστοι εκστάσεις κι' οπτασίαι,
και έξαφνα ας χάνωνται η μια μετά την άλλη,
καθώς των πολικών χωρών αι φαντασμαγορίαι.
Ας μουρμουρίζη ελαφρά κρυστάλλινο νερό,
αρώματα και μουσική η αύρα ας μου φέρη,
κι' αλλόκοτα τριγύρω μου λουλούδια ας θωρώ,
όπου κανείς βοτανικός της γης να μην τα ξέρη.
Κρασί μοσχάτο ας πηδά εκεί όπου θα ψάλλω,
μα νάναι πιο καλλίτερο κι' από κρασί Μαδέρας·
να ήναι νέκταρ, ούτ' αυτό.. . να ήναι κάτι άλλο,
που ούτ' εδώ να πίνεται, αλλ' ούτε 'στους αστέρας.
Από παντού να λάμπουνε καθρέπτες μαγικοί,
και από μέσα άυλοι παρθένοι να περνούν,
από αυτάς που ύμνησαν και οι ρωμαντικοί,
που δεν εφάνησαν ποτέ, αλλ' ούτε θα φανούν.
Να ήναι κάτι πλάσματα αιθέρια, μυθώδη,
να ήναι όντα άγνωστα ενός αγνώστου κόσμου,
και μόλις εις το χέρι των εγγίζω ή το πόδι,
με αστραπής ταχύτητα να φεύγουν απ' εμπρός μου.
Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν,
κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια 'στα κλαδιά,
να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν,
και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά.
Και με της δύο φούχτες μου να ρίχνω απ' αυτά
κι' εις τους απόρους Έλληνας καθώς κι' εις τους ευπό-
[ρους,
να παύσουν να σκοτώνωνται για, δυο ψωρολεφτά,
και του κυρίου Καλλιγά να δέχωνται τους φόρους.
Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα,
ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη,
και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα
σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.
πηγή
ας με θαμβώνουν άγνωστοι εκστάσεις κι' οπτασίαι,
και έξαφνα ας χάνωνται η μια μετά την άλλη,
καθώς των πολικών χωρών αι φαντασμαγορίαι.
Ας μουρμουρίζη ελαφρά κρυστάλλινο νερό,
αρώματα και μουσική η αύρα ας μου φέρη,
κι' αλλόκοτα τριγύρω μου λουλούδια ας θωρώ,
όπου κανείς βοτανικός της γης να μην τα ξέρη.
Κρασί μοσχάτο ας πηδά εκεί όπου θα ψάλλω,
μα νάναι πιο καλλίτερο κι' από κρασί Μαδέρας·
να ήναι νέκταρ, ούτ' αυτό.. . να ήναι κάτι άλλο,
που ούτ' εδώ να πίνεται, αλλ' ούτε 'στους αστέρας.
Από παντού να λάμπουνε καθρέπτες μαγικοί,
και από μέσα άυλοι παρθένοι να περνούν,
από αυτάς που ύμνησαν και οι ρωμαντικοί,
που δεν εφάνησαν ποτέ, αλλ' ούτε θα φανούν.
Να ήναι κάτι πλάσματα αιθέρια, μυθώδη,
να ήναι όντα άγνωστα ενός αγνώστου κόσμου,
και μόλις εις το χέρι των εγγίζω ή το πόδι,
με αστραπής ταχύτητα να φεύγουν απ' εμπρός μου.
Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν,
κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια 'στα κλαδιά,
να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν,
και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά.
Και με της δύο φούχτες μου να ρίχνω απ' αυτά
κι' εις τους απόρους Έλληνας καθώς κι' εις τους ευπό-
[ρους,
να παύσουν να σκοτώνωνται για, δυο ψωρολεφτά,
και του κυρίου Καλλιγά να δέχωνται τους φόρους.
Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα,
ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη,
και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα
σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.
πηγή
Ο Γεώργιος Σουρής (Ερμούπολη, 1853 - Νέο Φάληρο, 1919) ήταν σατιρικός
ποιητής και ένας από τους σπουδαιότερους της νεότερης Ελλάδας, έχοντας
χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Κατά την διάρκεια της ζωής του
προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνολικά 5 φορές. Στις 2
Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας
του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη
εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17
Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36
χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1897 ο
Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του «Ο Φασουλής συνομιλεί με την
κυρίαν Φασουλήν», που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον «Ρωμηό». Η
Εισαγγελία Αθηνών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του ποιητή και ένταλμα
κατάσχεσης του συγκεκριμένου τεύχους, θεωρώντας ότι περιείχε υβριστικούς
υπαινιγμούς για το θεσμό της Βασιλείας γενικά, και της Βασίλισσας Όλγας
ιδιαίτερα. Οι επίμαχοι στίχοι, που ενόχλησαν τους δικαστικούς
λειτουργούς ήταν οι παρακάτω : «...Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, κυρά
Γιώργαινα μπεκρού θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού,
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά, κυρά Γιώργαινα σου λέω
δεν στεκόμαστε καλά», αφού σε αυτούς γινόταν αναφορά στην φημολογούμενη
αγάπη της Βασίλισσας στο αλκοόλ. Του απαγγέλθηκε κατηγορία «επί
εξυβρίσει του ιερού προσώπου της Βασιλίσσης» και κάθισε στο εδώλιο του
κατηγορουμένου. Αθωώθηκε όμως καθώς στην απολογία του είπε πως σατίριζε
τη γυναίκα του. Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του
γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα
σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να
βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το
ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη
δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και
φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. [Βιογραφία]