Α'·
Μαύρη Νύκτα, φύγε . . . σε τρομάζω,
δεν μ' αρέσει διόλου το σκοτάδι,
πάντα ήλιο θέλω να κυττάζω,
πάντα 'μέρα νάναι, ποτέ βράδυ.
Όταν συ απλώνης τα φτερά,
πιο πολύ ρεμβάζει ο καθείς,
πιο πολύ θρηνεί κι' η συμφορά,
κι' είν' ο κόσμος γρίφος πιο βαθύς.
Πιο πολύ ο νους μας σκοτινιάζει,
πιο βαρύ το έγκλημα γεννάται,
πιο πολύ ο χάρος μάς τρομάζει,
πιο πολύ ο άρρωστος φοβάται.
Μα κι' οι τάφοι μένουν αδειανοί,
κάθε μακαρίτης έξω βγαίνει..
άμα κοιμηθούν οι ζωντανοί,
τότε εξυπνούν οι πεθαμμένοι.
Σιωπή και φρίκη βασιλεύει!
τώρα κλαιν τους άνδρας των η χήραις,
κάθε λωποδύτης τώρα κλέβει,
τώρα ρουχαλίζουν κι' οι κλητήρες.
Ω! πώς τρέμω τώρα και ριγώ
έως εις τα βάθη των κοκκάλων …
τέτοια ώρα μόνος μου κι' εγώ
σκέπτομαι και γράφω άλλ' άντ' άλλων.
Β'.
Μα κι' η Νύκτα έχει τα καλά της,
κι' αυτή κρύβει θέλγητρα γλυκά
μας πλανούν τα τόσα όνειρά της,
και κρεββάτια στρώνει νυμφικά.
Πόσοι να νυκτώση καρτερούν,
να μεθύσουν μ' έρωτος φιλιά!
πόσαις νύφαις τώρα σπαρταρούν
σε γαμβρών δροσάτη αγκαλιά!
'Στο σκοτάδι έρως μας καλεί,
ουρανός και γη κρυφά φιλιούνται,
κι' αν πεθαίνουν τώρα πιο πολλοί,
μα και πόσοι τώρα δεν γεννειούνται!
Παύει και ο κόπος κι' η δουλειά,
παύουν τόσαι σκέψεις και φροντίδες,
πού και πού γαυγίζουν τα σκυλιά,
δεν ακούς βοή κι' εφημερίδες.
Ησυχάζει τόνα κι' άλλο κόμμα,
φλύαρος κανένας δεν 'μιλεί,
ο Μορφεύς βουβαίνει κάθε στόμα
δεν συνεδριάζει κι' η βουλή.
Ω! με πόσα όνειρα τρελλά
αρμενίζουν άπειροι θνητοί!
Πόσοι ζουν 'στον ύπνο πιο καλά,
παρά όταν ήναι ξυπνητοί!
Μα κι' εμένα πόσα δεν γελούν!
τι ονείρων κόσμος με μαγεύει
μα του κάκου. .. τι με ωφελούν,
αφού ένα καν δεν αληθεύει;
πηγή
πιο πολύ ρεμβάζει ο καθείς,
πιο πολύ θρηνεί κι' η συμφορά,
κι' είν' ο κόσμος γρίφος πιο βαθύς.
Πιο πολύ ο νους μας σκοτινιάζει,
πιο βαρύ το έγκλημα γεννάται,
πιο πολύ ο χάρος μάς τρομάζει,
πιο πολύ ο άρρωστος φοβάται.
Μα κι' οι τάφοι μένουν αδειανοί,
κάθε μακαρίτης έξω βγαίνει..
άμα κοιμηθούν οι ζωντανοί,
τότε εξυπνούν οι πεθαμμένοι.
Σιωπή και φρίκη βασιλεύει!
τώρα κλαιν τους άνδρας των η χήραις,
κάθε λωποδύτης τώρα κλέβει,
τώρα ρουχαλίζουν κι' οι κλητήρες.
Ω! πώς τρέμω τώρα και ριγώ
έως εις τα βάθη των κοκκάλων …
τέτοια ώρα μόνος μου κι' εγώ
σκέπτομαι και γράφω άλλ' άντ' άλλων.
Β'.
Μα κι' η Νύκτα έχει τα καλά της,
κι' αυτή κρύβει θέλγητρα γλυκά
μας πλανούν τα τόσα όνειρά της,
και κρεββάτια στρώνει νυμφικά.
Πόσοι να νυκτώση καρτερούν,
να μεθύσουν μ' έρωτος φιλιά!
πόσαις νύφαις τώρα σπαρταρούν
σε γαμβρών δροσάτη αγκαλιά!
'Στο σκοτάδι έρως μας καλεί,
ουρανός και γη κρυφά φιλιούνται,
κι' αν πεθαίνουν τώρα πιο πολλοί,
μα και πόσοι τώρα δεν γεννειούνται!
Παύει και ο κόπος κι' η δουλειά,
παύουν τόσαι σκέψεις και φροντίδες,
πού και πού γαυγίζουν τα σκυλιά,
δεν ακούς βοή κι' εφημερίδες.
Ησυχάζει τόνα κι' άλλο κόμμα,
φλύαρος κανένας δεν 'μιλεί,
ο Μορφεύς βουβαίνει κάθε στόμα
δεν συνεδριάζει κι' η βουλή.
Ω! με πόσα όνειρα τρελλά
αρμενίζουν άπειροι θνητοί!
Πόσοι ζουν 'στον ύπνο πιο καλά,
παρά όταν ήναι ξυπνητοί!
Μα κι' εμένα πόσα δεν γελούν!
τι ονείρων κόσμος με μαγεύει
μα του κάκου. .. τι με ωφελούν,
αφού ένα καν δεν αληθεύει;
πηγή
Ο Γεώργιος Σουρής (Ερμούπολη, 1853 - Νέο Φάληρο, 1919) ήταν σατιρικός
ποιητής και ένας από τους σπουδαιότερους της νεότερης Ελλάδας, έχοντας
χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Κατά την διάρκεια της ζωής του
προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνολικά 5 φορές. Στις 2
Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας
του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη
εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17
Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36
χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1897 ο
Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του «Ο Φασουλής συνομιλεί με την
κυρίαν Φασουλήν», που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον «Ρωμηό». Η
Εισαγγελία Αθηνών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του ποιητή και ένταλμα
κατάσχεσης του συγκεκριμένου τεύχους, θεωρώντας ότι περιείχε υβριστικούς
υπαινιγμούς για το θεσμό της Βασιλείας γενικά, και της Βασίλισσας Όλγας
ιδιαίτερα. Οι επίμαχοι στίχοι, που ενόχλησαν τους δικαστικούς
λειτουργούς ήταν οι παρακάτω : «...Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, κυρά
Γιώργαινα μπεκρού θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού,
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά, κυρά Γιώργαινα σου λέω
δεν στεκόμαστε καλά», αφού σε αυτούς γινόταν αναφορά στην φημολογούμενη
αγάπη της Βασίλισσας στο αλκοόλ. Του απαγγέλθηκε κατηγορία «επί
εξυβρίσει του ιερού προσώπου της Βασιλίσσης» και κάθισε στο εδώλιο του
κατηγορουμένου. Αθωώθηκε όμως καθώς στην απολογία του είπε πως σατίριζε
τη γυναίκα του. Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του
γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα
σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να
βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το
ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη
δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και
φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. [Βιογραφία]