Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
πέντε
σαν τα υγρά της ήβης δάχτυλα
που μελωδούν με τον αυλό
τη γοητεία της νύχτας
και στάζουν στο μεθύσι τους
την πιο γλυκιά φωτιά
ή σαν το πείσμα της γροθιάς
που παραλύει στο σφυγμό
με χάδι ή μαχαίρι–
όπως το μαύρο όστρακο
στου κόλπου τα βαθιά;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
τέσσερις
σαν το χλωμό της άνοιξης
τετράφυλλο τριφύλλι
που χαίρεται τον ήσκιο του
στην κλειδωμένη αυλή
ή σαν τις στάχτες εποχές
που τρεμοπαίζουν με το φως
στο ηλεκτρισμένο σπίτι–
όταν στους κήπους σέρνονται
του δρόμου μηρυκαστικά;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
τρεις
σαν τα παλιά τα Πρόσωπα
στο κόνισμα της μάνας
που ραγισμένο μαύρισε
απ’ της ανάσας το καντήλι
ή σαν τ’ αγκίστρι που τριπλό
στην πιο υγρή σιωπή
μερόνυχτα το κάρφωνε
στο δίχτυ μου ο πατέρας;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
δύο
σαν φλέβες ασημόφεγγες
που κυματίζουν στις σχισμές
το δάκρυ με το αίμα
ή σαν τις όψεις τις τυφλές
αξόφλητης μονέδας
που με τον κούφιο ήχο της
η σάρκα ξημερώνεται
στου Ύπνου τις ακτές;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
ένας
σαν το γυαλί μιας μάγισσας γιαγιάς
που την πληγή στο πρόσωπο
χαμόγελο τη λέει
και τη φωτιά στα βλέφαρα
του λιόφυλλου δροσιά;
Όταν
τους φίλους που με γνώρισαν μετρώ
με κάθε πράξη
στο μηδέν μου καταλήγω.
πηγή
ή σαν το πείσμα της γροθιάς
που παραλύει στο σφυγμό
με χάδι ή μαχαίρι–
όπως το μαύρο όστρακο
στου κόλπου τα βαθιά;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
τέσσερις
σαν το χλωμό της άνοιξης
τετράφυλλο τριφύλλι
που χαίρεται τον ήσκιο του
στην κλειδωμένη αυλή
ή σαν τις στάχτες εποχές
που τρεμοπαίζουν με το φως
στο ηλεκτρισμένο σπίτι–
όταν στους κήπους σέρνονται
του δρόμου μηρυκαστικά;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
τρεις
σαν τα παλιά τα Πρόσωπα
στο κόνισμα της μάνας
που ραγισμένο μαύρισε
απ’ της ανάσας το καντήλι
ή σαν τ’ αγκίστρι που τριπλό
στην πιο υγρή σιωπή
μερόνυχτα το κάρφωνε
στο δίχτυ μου ο πατέρας;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
δύο
σαν φλέβες ασημόφεγγες
που κυματίζουν στις σχισμές
το δάκρυ με το αίμα
ή σαν τις όψεις τις τυφλές
αξόφλητης μονέδας
που με τον κούφιο ήχο της
η σάρκα ξημερώνεται
στου Ύπνου τις ακτές;
Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
ένας
σαν το γυαλί μιας μάγισσας γιαγιάς
που την πληγή στο πρόσωπο
χαμόγελο τη λέει
και τη φωτιά στα βλέφαρα
του λιόφυλλου δροσιά;
Όταν
τους φίλους που με γνώρισαν μετρώ
με κάθε πράξη
στο μηδέν μου καταλήγω.
πηγή
Ο Διονύσης Σέρρας γεννήθηκε (1947) και ζει μόνιμα στη Ζάκυνθο. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (1974-2003). Από το 1978 έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, μελετήματα, βιβλιογραφικές εργασίες και ανθολογίες ποιημάτων, ενώ από το 1995 συνεχίζει την έκδοση του ζακυνθινού περιοδικού "Επτανησιακά Φύλλα", πού είχε ιδρύσει (το 1945) και εξέδιδε ως τον θάνατο του ο ιστορικός και λογοτέχνης Ντίνος Κονόμος (1918-1990). Εργογραφία: Η Ζάκυνθος Στην Ελληνική Και Ξένη Ποίηση (1990). Ενδόσημα 1984-1999 (2000). Σήματα για την κρύπτη (2004). Οι κήποι της απόδρασης Ποιήματα 1992 - 2007 (2007). Στο κοινόβιο του μοναχού μαζί... (2010). Μονόφυλα συγκομιδής (2013). Άκλειστος κύκλος Ταξιδιωτικά ποιήματα 2007-2012 (2019) κ.α.