Περπατώ-περπατώ-περπατώ,
στη σόλα μου
μια τσίχλα έχει κολλήσει,
κολλά
σε κάθε βήμα αριστερό,
το πόδι μου σέρνω, κουτσή
ελευθερία.
Κουτσή ελευθερία
για να σμίξει μ’ άλλη
λειψή σακατεμένη,
τέσσερα πόδια ολόκληρα
μαζί
δεν μπορούν να βρουν
ρυθμό. Τσίχλα
που έφτυσαν στην πλατεία
Ομονοίας,
να κολλήσει και τα δυο
μου πόδια
όσο πιο βαθιά στην
ασχήμια
αυτής της πόλης· στην
ασχήμια της
που εντέλει –ελπίζω–
θα με σώσει.
Στην ασχήμια της, ασχήμια
τους,
μα είν’ η δική μου
ομορφιά,
στο μαύρο της που έχει
αποχρώσεις,
στον κίνδυνο που
επιφυλάσσει
μακριά απ’ τους
φανοστάτες,
στους άδειους μεγάλους
δρόμους της
που φλυαρούν οι σκέψεις.
Το πόδι μου πια να σύρω
δεν μπορώ,
ρίζωσε στο βρόμικο
τσιμέντο,
σε άγαλμα αλλάζω,
άχρωμο, αγέλαστο, δίχως
φωνή και κίνηση,
άνευρη αιώνια να
στέκομαι, μάταιη
μα κάποτε
άνθρωπος,
μέσ’ από δυο μαρμάρινες
οπές να παρακολουθώ·
τα σκυφτά κεφάλια, τα
αραιωμένα τους μαλλιά,
τη γυαλάδα των ματιών
τους.
Τα δόντια που τα χείλη
τους μασούν,
λέξεις τις σμιλεύουν
και τις σπάνε,
τον θνητό ιδρώτα τους
φαντάζομαι,
σώματα που σαν κεριά
ανάβουν
και λίγο λίγο σβήνουν,
σάρκα λιωμένη ιερή,
σάρκα αγία γιατί αλώνεται
από τη ζωή,
λιωμένη σάρκα στάζει
μες στ’ απομεινάρια
και τους προάγγελους
θανάτου.
Σε άγαλμα αλλάζω,
καταμεσής μιας θάλασσας
κεριών που στάζουν, τα
πάντα μέσα μου
σβήνουν και παγώνουν·
τελευταία
κι η καρδιά μου.
Μένουν μόνο δυο μαρμάρινες
οπές,
τα πάντα βλέπουν,
μα δεν καταλαβαίνουν
τίποτα.
Τα αγάλματα δεν κλαίνε.
Δεν αγαπούν.
Να μιλήσουν δεν μπορούν.
Ίσως για δυο χέρια ζεστά
κρυφά ελπίζουν.
στη σόλα μου
μια τσίχλα έχει κολλήσει,
κολλά
σε κάθε βήμα αριστερό,
το πόδι μου σέρνω, κουτσή
ελευθερία.
Κουτσή ελευθερία
για να σμίξει μ’ άλλη
λειψή σακατεμένη,
τέσσερα πόδια ολόκληρα
μαζί
δεν μπορούν να βρουν
ρυθμό. Τσίχλα
που έφτυσαν στην πλατεία
Ομονοίας,
να κολλήσει και τα δυο
μου πόδια
όσο πιο βαθιά στην
ασχήμια
αυτής της πόλης· στην
ασχήμια της
που εντέλει –ελπίζω–
θα με σώσει.
Στην ασχήμια της, ασχήμια
τους,
μα είν’ η δική μου
ομορφιά,
στο μαύρο της που έχει
αποχρώσεις,
στον κίνδυνο που
επιφυλάσσει
μακριά απ’ τους
φανοστάτες,
στους άδειους μεγάλους
δρόμους της
που φλυαρούν οι σκέψεις.
Το πόδι μου πια να σύρω
δεν μπορώ,
ρίζωσε στο βρόμικο
τσιμέντο,
σε άγαλμα αλλάζω,
άχρωμο, αγέλαστο, δίχως
φωνή και κίνηση,
άνευρη αιώνια να
στέκομαι, μάταιη
μα κάποτε
άνθρωπος,
μέσ’ από δυο μαρμάρινες
οπές να παρακολουθώ·
τα σκυφτά κεφάλια, τα
αραιωμένα τους μαλλιά,
τη γυαλάδα των ματιών
τους.
Τα δόντια που τα χείλη
τους μασούν,
λέξεις τις σμιλεύουν
και τις σπάνε,
τον θνητό ιδρώτα τους
φαντάζομαι,
σώματα που σαν κεριά
ανάβουν
και λίγο λίγο σβήνουν,
σάρκα λιωμένη ιερή,
σάρκα αγία γιατί αλώνεται
από τη ζωή,
λιωμένη σάρκα στάζει
μες στ’ απομεινάρια
και τους προάγγελους
θανάτου.
Σε άγαλμα αλλάζω,
καταμεσής μιας θάλασσας
κεριών που στάζουν, τα
πάντα μέσα μου
σβήνουν και παγώνουν·
τελευταία
κι η καρδιά μου.
Μένουν μόνο δυο μαρμάρινες
οπές,
τα πάντα βλέπουν,
μα δεν καταλαβαίνουν
τίποτα.
Τα αγάλματα δεν κλαίνε.
Δεν αγαπούν.
Να μιλήσουν δεν μπορούν.
Ίσως για δυο χέρια ζεστά
κρυφά ελπίζουν.
~
Η Βίκυ Κατσαρού γεννήθηκε το 1987 και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, στη θεατρολογία και στο Η’ Εργαστήρι Επιμελητών του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ). Εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Τίτλοι βιβλίων: Τα κεράσια της Εύας (Ιωλκός, 2018)