Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ’ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ’, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χιμάει μέσ’ απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντί.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδειά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά·
κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ώς μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα — κι αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ’ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ώς να με πάρεις κάποτε, μαριόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους…
~
Το ποίημα είναι απόσπασμα από τον «Πρόλογο» της ποιητικής σύνθεσης του Βάρναλη Το φως που καίει. Το έργο αυτό, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, διακρίνεται για τον αγωνιστικό παλμό του και το κοινωνικό περιεχόμενο των ιδεών του. Ο ποιητής, μάλιστα, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.
πηγή
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ’ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ’, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χιμάει μέσ’ απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντί.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδειά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά·
κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ώς μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα — κι αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ’ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ώς να με πάρεις κάποτε, μαριόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους…
~
Το ποίημα είναι απόσπασμα από τον «Πρόλογο» της ποιητικής σύνθεσης του Βάρναλη Το φως που καίει. Το έργο αυτό, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, διακρίνεται για τον αγωνιστικό παλμό του και το κοινωνικό περιεχόμενο των ιδεών του. Ο ποιητής, μάλιστα, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.
πηγή
O
Κώστας Βάρναλης (Μπουργκάς, 1884 – 1974) ήταν λογοτέχνης. Είναι γνωστός
κυρίως για τα ποιήματά του, αλλά έγραψε επίσης αφηγηματικά έργα,
κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. [Βιογραφία]