Καθώς διάσχιζε τον κεντρικό διάδρομο με τους καθρέφτες
-στο τέρμα, λέγαν, είταν το γραφείο του διευθυντή-
βρέθηκε μονομιάς στα πρόθυρα των γερατειών.
στο πιο ψηλό διάζωμα κι άρχισε να φωνάζει:
"Διώχτε από μπρος μου το πνιγμένο πρόσωπό της,
με κυνηγάει σα μέδουσα, οι σάπιες τρύπες του κολλάν απάνω μου,
βυζαίνουν τα δίκαια όνειρά μου.
Δεν είναι αυτή η μοίρα μου. Γλυτώστε με. Δεν είναι".
'Οταν τον πρόλαβαν, είχε περίπου ηρεμήσει.
'Ηπιε λίγο νερό, μιαν ασπιρίνη,
του τίναξαν τους ασβέστες απ' τα ρούχα, τις στάχτες από τα μαλλιά...
Λίγον καιρόν αργότερα
σβήσαν κ' οι τελευταίες ανυπόταχτες χειρονομίες.
Είπανε μερικοί πως συμβιβάστηκε,
άλλοι μιλήσαν για λύσεις πανικού,
δυο-τρεις επέμεναν πως αναγνώρισε επί τέλους τις ευθύνες του.
Κανείς δεν έμαθε.
'Ηρθε η ζωή όπως συνήθως έρχεται και τα σκέπασε όλα.
Ο
Τίτος Πατρίκιος (Αθήνα, 1928) είναι Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και
μεταφραστής, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το 1946 ολοκλήρωσε τα
γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη
διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση,
στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944
καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του
ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του
θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία
1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια
εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole
Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του
Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας. Επέστρεψε στην
Ελλάδα, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου όμως, κατέφυγε
ξανά στο Παρίσι, όπου πήρε μέρος σε εκδηλώσεις ενάντια στο παράνομο
καθεστώς, και εργάστηκε στην έδρα της Unesco στο Παρίσι και στη Fao στη
Ρώμη. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1975 και εργάστηκε ως δικηγόρος,
κοινωνιολόγος και λογοτεχνικός μεταφραστής. Το 1982 επέστρεψε στη θέση
που κατείχε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών πριν το 1967. Στην
Αθήνα εργάστηκε επίσης στο Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών. Η πρώτη του
εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1943 με τη
δημοσίευση ενός ποιήματός του στο περιοδικό "Ξεκίνημα της Νιότης", ενώ
το 1954 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Χωματόδρομος".
Ιδρυτικό μέλος του περιοδικού "Επιθεώρηση Τέχνης" από το 1954 δημοσίευσε
πολλά άρθρα και κριτικές στις στήλες του, ενώ πολλά δοκίμιά του
συμπεριλήφθηκαν σε συγκεντρωτικές εκδόσεις. Ασχολήθηκε επίσης με τη
μετάφραση (κείμενα των Σταντάλ, Αραγκόν, Μαγιακόφσκι, Νερούντα, Γκόγκολ,
Γκαρωντύ, Λούκατς και άλλων) και την πεζογραφία, ενώ τα περισσότερα
κοινωνιολογικά έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά. Έργα του
μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα φλαμανδικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά.
Το 1994 τιμήθηκε με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο
του έργου του. Το 2016 βραβεύτηκε με το Γαλλικό βραβείο ποίησης, για τη
δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του. "Στο οδόφραγμα του χρόνου". Το
Φεβρουάριο του 2020 έλαβε τα διάσημα του Αξιωματούχου του Τάγματος
Γραμμάτων και Τεχνών από τον πρέσβη της Γαλλίας στην Ελλάδα, Patrick
Maisonnave.