Την κοίταξα στα γρήγορα κι έβγαλα τα γυαλιά
μου –τραγούδαγαν ακόμη. Σαν τζίτζικας
τερέτισαν στο τραπεζάκι του καφέ κι έπειτα
σίγησαν. Πρόβαλε η φωνή της σαν καμπάνα και το
ηλιόφως ευθύς διεθλάσθη. Ένιωσα το ταβάνι
τής αψίδας να παίρνει τη μορφή κι ήξερα πως
τ’ ακρόνυχα κει πάνω αλλιώς αισθάνονταν
ό,τι αγγίζαν. «Εγώ είμ’ ο δικός σου τρόπος
αντίληψης των πραγμάτων», είπε. «Σαν
μ’ αφήσεις να ζήσω πλάι σου, κάθε σου
μου –τραγούδαγαν ακόμη. Σαν τζίτζικας
τερέτισαν στο τραπεζάκι του καφέ κι έπειτα
σίγησαν. Πρόβαλε η φωνή της σαν καμπάνα και το
ηλιόφως ευθύς διεθλάσθη. Ένιωσα το ταβάνι
τής αψίδας να παίρνει τη μορφή κι ήξερα πως
τ’ ακρόνυχα κει πάνω αλλιώς αισθάνονταν
ό,τι αγγίζαν. «Εγώ είμ’ ο δικός σου τρόπος
αντίληψης των πραγμάτων», είπε. «Σαν
μ’ αφήσεις να ζήσω πλάι σου, κάθε σου
βλέμμα στον κόσμο γύρω σου δεν θα ‘ναι πια παρά
ένα είδος σωτηρίας». Κι εγώ της έπιασα το χέρι.
~
Μετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος