Σκιές περνάνε δίπλα μου οικεία φαντάσματα
σιωπηλά το χθες
προσκυνώντας το λείψανο του ερημωμένου χωριού μου
σκέπτομαι αυτούς που έφυγαν στον ουρανό και τους άλλους
αυτούς που αρνήθηκαν την αλήθεια ξεπουλώντας
όσο όσο στο παζάρι της λησμονιάς τις ρίζες τους
χωριό μου είσαι η κολυμπήθρα του Σιλωάμ
για τα μάτια μου
βλέπω πια να ξεχωρίζω την ασύγκριτη ομορφιά
της απλότητάς σου
σιωπηλά το χθες
προσκυνώντας το λείψανο του ερημωμένου χωριού μου
σκέπτομαι αυτούς που έφυγαν στον ουρανό και τους άλλους
αυτούς που αρνήθηκαν την αλήθεια ξεπουλώντας
όσο όσο στο παζάρι της λησμονιάς τις ρίζες τους
χωριό μου είσαι η κολυμπήθρα του Σιλωάμ
για τα μάτια μου
βλέπω πια να ξεχωρίζω την ασύγκριτη ομορφιά
της απλότητάς σου
τόσο απλό που καταλήγει να είσαι τέλεια συμπαγής
έννοια και ουσία
τα σπίτια σου πλίνθινα φτιαγμένα από ιδρώτα
και δάκρυα
κρατάνε στους σπόρους των τοίχων τους τον αχό
της φτώχειας
σε κάθε κόχη ο μόχθος και ο πόνος των ορφανεμένων
από πατρίδα
προσφύγων αναστενάζει ακόμα
ο στενός και μοναδικός χωμάτινος δρόμος σου
φαντάζει τώρα
σαν φαρδύ κανάλι για των ελπίδων μου τις γόνδολες
τα κεραμίδια των σπιτιών σου σαν τόμοι αραδιασμένοι
μου διδάσκουν γνώση
τα τρία ξωκλήσια σου καταφύγιο της σκέψης μου
στο ανελέητο κυνηγητό της ζωής
σχηματίζουν ένα ιερό τρίγωνο σαν ασπίδα προστασίας
γύρω μου.
Χωριό μου, μικρό, πολυαγαπημένο μου,
θα ριζώσω πάλι στην ηρεμία σου
θα πλέξω τα μαλλιά μου με τα κλαδιά
των λυγαριών σου, θα γίνε ένα σου
θα γίνω σπόνδυλος στη ραχοκοκαλιά σου
θα γίνω ο παλμός της καρδιάς σου
θα γίνω η ψυχή του κορμιού σου
θα φέγγω σαν μικρή φλογίτσα
στη νύχτα του χειμώνα σου
και ποιος ξέρει, μπορεί να λουλουδιάσουν
οι αυλές σου πάλι,
Μπορεί να ανοίξουν τα παραθυρόφυλλά σου
στον ήλιο ξανά!
Χωριό μου κομμάτι γλυκού που σαν ανάμνηση
γευόμουν πάντα
τα χείλη μου με ευλάβεια ακουμπάω στο χώμα σου.