Απόψε στην ερημική μας πόλη
σπάσανε τα καλώδια. Μαύρα
φώτα κουνιούνται σταθερά στο δρόμο
μες σ’ έναν άνεμο με ίδια ταχύτητα και διεύθυνση.
Ένας αδιάφορος σκύλος αφουγκράζεται. Ένα κορίτσι
αποσύρεται απ’ το βλέμμα του: τα μάτια του προχωρούν
ατέλειωτα προς τα πίσω, ένα καρούλι σκιάς.
Οδηγημένος απ’ το δικό μου σκοτάδι, περπατώ
τον απαραίτητο, αιώνιο γύρο μου
παγωμένον μέσα σ’ αυτή τη στιγμή: Τώρα
μαλακώνει όλη η αποπνικτικότητα, συγκρατημένη,
άγρια και ακίνητη. Ξέρω
τόσο καλά, τίποτα δεν κινείται, φτάσανε:
η ματιά μου, αυτή η πόλη, ο χρόνος μας.
σπάσανε τα καλώδια. Μαύρα
φώτα κουνιούνται σταθερά στο δρόμο
μες σ’ έναν άνεμο με ίδια ταχύτητα και διεύθυνση.
Ένας αδιάφορος σκύλος αφουγκράζεται. Ένα κορίτσι
αποσύρεται απ’ το βλέμμα του: τα μάτια του προχωρούν
ατέλειωτα προς τα πίσω, ένα καρούλι σκιάς.
Οδηγημένος απ’ το δικό μου σκοτάδι, περπατώ
τον απαραίτητο, αιώνιο γύρο μου
παγωμένον μέσα σ’ αυτή τη στιγμή: Τώρα
μαλακώνει όλη η αποπνικτικότητα, συγκρατημένη,
άγρια και ακίνητη. Ξέρω
τόσο καλά, τίποτα δεν κινείται, φτάσανε:
η ματιά μου, αυτή η πόλη, ο χρόνος μας.
~
Μετάφραση: Αλέξης Τραϊανός