Ὅλες οἱ πράξεις μου οἱ ἁμαρτωλές,
τὰ λάθη, οἱ ἄνομες ἐπιθυμιὲς
περνοῦνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό,
Κύριέ μου.
Μέσα ἀπὸ βαλτονέρια προχωρῶ
καὶ τίποτα, μὰ τίποτα δὲν μὲ ῥυπαίνει,
ἴχνος σκιᾶς ἀπάνω μου δὲν μένει.
τὰ λάθη, οἱ ἄνομες ἐπιθυμιὲς
περνοῦνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό,
Κύριέ μου.
Μέσα ἀπὸ βαλτονέρια προχωρῶ
καὶ τίποτα, μὰ τίποτα δὲν μὲ ῥυπαίνει,
ἴχνος σκιᾶς ἀπάνω μου δὲν μένει.
Κοίταξε πόσο καθαρὰ
εἶναι τὰ χέριά μου τ᾿ ἁμαρτωλά·
σὰν τοῦ παιδιοῦ ποὺ ὅταν προσεύχεται σὲ Σένα
ἔτσι σὰν φλόγα ἀμόλυντη ὑψωμένα
εἶναι ἄξια τὸν χιτῶνα σου ν᾿ ἀγγίσουν
καὶ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ κρατήσουν...
Ἀπὸ τὰ σφάλματά μου τὰ φριχτὰ κανένα,
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δὲν δύναται ἀνάμεσό μας νὰ μπεῖ,
νὰ μᾶς χωρίσει,
τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ ἐξόν,
ἀπὸ τὸν ὕπνο ποὺ μὲ παίρνει τὸ βαθὺ
-τὸν ξένοιαστο ὕπνο σὰν ἑνὸς παιδιοῦ
στὴ μέση ξάφνου ποὺ ἔρχεται τοῦ παιχνιδιοῦ-
Τὸ ξέρω
εἶναι ἄσοφο νὰ σὲ παρακαλοῦν γιὰ κάτι τι·
γιὰ τοῦτο τίποτα δὲν σοῦ ζητῶ.
Μόνο μιὰ λύπη μὲ βαραίνει σὰν βουνό,
βαθιὰ ὑποφέρω,
σὰν συλλογίζομαι τὸν ὕπνο τοῦτο,
ποὺ μπορεῖ νὰ ᾿ρθεῖ
τὴν κρίσιμη ὥρα,
ποὺ τὸ Σάλπισμά Σου θ᾿ ἀκουστεῖ.
~
Η Μελισσάνθη, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη
(Αθήνα, 1907 – Αθήνα 1990), ήταν Ελληνίδα ποιήτρια. Σπούδασε γαλλική και
γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στην Abendschule Αθηνών
αντίστοιχα και φοίτησε στην προπολεμική Δημοσιογραφική Σχολή Αθηνών.
Ασχολήθηκε επίσης με την αγγλική γλώσσα, τη μουσική, τη ζωγραφική και το
χορό. Εργάστηκε ως καθηγήτρια γαλλικών σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία
και ως δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε σε λογοτεχνικές και θεατρικές
εκπομπές του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1945-1955), ήταν μέλος της
Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1961-1972), της επιτροπής Κρατικών
Βραβείων (1969-1975), του Κύκλου για το Παιδικό Βιβλίο (1969-1971). Στο
χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1930 με την έκδοση της
ποιητικής συλλογής "Φωνές εντόμου". Η δεύτερη συλλογή της (Προφητείες)
απετέλεσε φιλολογικό γεγονός, και μάλιστα ο Μιλτιάδης Μαλακάσης
καυχιόταν ότι παρουσίασε πρώτος αυτό το ποιητικό «φαινόμενο», που
«πραγματικά αγγίζει το θαύμα». Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές. Η ποίηση
της Μελισσάνθης τοποθετείται στο χώρο του υπαρξισμού και της
μεταφυσικής αγωνίας. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της
παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο
(από το 1945), επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των
θεματικών και γλωσσικών της επιλογών. Ασχολήθηκε επίσης με το φιλοσοφικό
δοκίμιο και τις λογοτεχνικές μεταφράσεις. Τιμήθηκε με τον Έπαινο της
Ακαδημίας Αθηνών (1936), την Εύφημο Μνεία Βραβείου Παλαμά, το Β΄ Κρατικό
Βραβείο Ποίησης (1965), το Παράσημο Χρυσούς Σταυρός Τάγματος Εποποιίας,
το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη,
το Βραβείο Μεταφραστών, το Μετάλλιο Δήμου Πειραιώς και το Αργυρούν
Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές
ξένες γλώσσες.