Τραγούδι πρώτο
….Βράδυ. Μια κοπέλα καθόταν
Στην ακροθαλασσιά, έτσι όπως
μια μάνα κάθεται δίπλα στο μικρό της.
Τραγουδούσε μα τώρα ακούει
του ύπνου του την ανάσα•
βλέποντας ότι είμαι ήρεμο και γαλήνιο
χαμογελάει:
δεν είναι χαμόγελο αυτό, είναι η λάμψη
του προσώπου της η γιορτή.
Το παιδί θα ʽναι σα τη θάλασσα
συγκινώντας τα πέρατα και τους ουρανούς, –
με την υπερηφάνεια ή την θλίψη
με τους ψιθύρους ή την ησυχία.
Το μόνο που ξέρεις είναι πώς να το φροντίζεις,
να κάθεσαι και να περιμένεις …
άλλοτε νανούρισμα να του τραγουδάς,
μα να μην το βοηθάς
να ζήσει, να υπάρξει, να σωθεί.
29 Νοεμβρίου 1900
Σμαργκεντρόφρ
Τραγούδι δεύτερο
Ταξιδεύω, ταξιδεύω και πλανιέμαι
στην πατρίδα σου, την ανεμοδαρμένη εσχατιά,
ταξιδεύω, ταξιδεύω έχοντας λησμονήσει
όλες τις χώρες που ʽχω επισκεφτεί παλιά.
Πόσο μακρινές μου φαίνονται
οι μεγάλες μέρες στη θάλασσα του νότου,
οι γλυκές νυχτιές του δειλινού του Μάη•
όλα κενά είνʼ εκεί και χαρούμενα αλλά να:
σκοτεινιάζει ο θεός … ο μαρτυρικός λαός
ήρθε, τον βρήκε και τον έκανε αδελφό του.
1 Δεκεμβρίου 1900
Πυρκαγιά
Η παλιά αγροικία κοιμόταν
και η άμαξα έφυγε
μέσα στη νύχτα, ένας θεός ξέρει για πού.
Το σπιτάκι, μοναχό, έκλεισε,
ο κήπος βούιζε και θρόιζε:
δεν μπορούσε να κοιμηθεί μετά τη βροχή.
Το παλικάρι κοιτούσε τη νύχτα και τους αγρούς,
και πετούσε, δίχως βιασύνη
ανάμεσα μας το σιωπηλό
ημιτελές διήγημα.
Άξαφνα σώπασε: ο ορίζοντας πήρε φωτιά
ακόμη και ο ουρανός καιγόταν…
το παλικάρι σκέφτηκε: δύσκολη που ʽναι η ζωή.
η σωτηρία γιατί δεν υπάρχει; –
η γη τους ουρανούς κοιτούσε
διψασμένη για απάντηση.
5 Δεκεμβρίου 1900
Πρωινό
Θυμάσαι άραγε πως μοιάζουν τα πρώιμα τριαντάφυλλα,
νωρίς το πρωί, όταν τα βλέπεις πριν απʼ όλους,
το βιός μας γύρω, οι εσχατιές γαλανές
και κανείς την αμαρτία δε τη θέλει.
Την πρώτη μέρα, σηκωθήκαμε
από τα χέρια του Θεού, όπου ʽχαμε κοιμηθεί –
τόσο πολύ – που δεν μπορώ να ξέρω•
τα περασμένα γίνηκαν παλιά,
και ότι υπήρξε ήταν πολύ λίγο, –
τώρα, όμως, θα πρέπει να κινήσουμε ξανά.
Τι μέλλει; Μην ανησυχείς,
τον χαμό μην το φοβάσαι,
αφού ο θάνατος είναι απλά η πρόφαση•
τι άλλο γιʼ απάντηση θέλεις;
θα έρθουν νύχτες, γεμάτες καλοκαίρι
και μέρες λαμπερού φωτός
θα ζούμε εμείς, θα ζει και ο θεός.
6 Δεκεμβρίου 1900
Πρόσωπο
Αχ να γεννιόμουν ένας απλός μουζίκος,
τότε θα ʽχα ένα μεγάλο χαρούμενο πρόσωπο:
δεν θα πρόδιδα στους δαίμονες μου,
εκείνο που δύσκολα τα σκέφτεσαι, εκείνο
που απαγορεύεται να πεις …
Και μόνο τα χέρια θα γέμιζαν
από την αγάπη και την υπομονή μου, –
την μέρα όμως θα δούλευαν πολύ
και τη νύχτα θα σταύρωναν για να προσευχηθώ.
Κανείς γύρω μου δε θα ʽξερε ποιος είμαι.
Γέρασα, και το κεφάλι μου
κρέμασε προς τα κάτω, στα στήθη μου, και μάλιστα πολύ.
Σα να μου φαίνεται πιο ελαφρύ.
Τότε κατάλαβα που πλησιάζει του αποχωρισμού η μέρα,
κι άνοιξα, σα βιβλίο, τα χέρια μου
και τα απώθησα στα μάγουλα, το στόμα και το μέτωπο…
Άδεια θα τα πάρω και θα τα βάλω στο φέρετρο, –
στο πρόσωπο μου όμως τα εγγόνια θα αναγνωρίσουν
όλα όσα ήμουν … παρόλα αυτά όμως δεν είμαι εγώ•
Στα χαρακτηριστικά αυτά είναι χαρές κι οι λύπες μου
τεράστιες και ανυπόφορες για μένα:
αυτό είναι το αιώνιο πρόσωπο της εργασίας.
Νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 1900
Γέροντας
Όλοι είναι στα χωράφια: η μικρή ίζμπα συνήθισε
αυτή τη μοναξιά, αναπνέει, τρυφερή, σα παραμάνα,
σκεπάζει την ήρεμη κραυγή του μωρού που κλαίει.
Στο τζάκι, σα να κοιμάται, είναι ξαπλωμένος ένας γέρος,
σκέφτεται αυτά που χάθηκαν
και σα μιλούσα θα ʽταν ποιητής.
Μα κείνος σιωπά• ας του χαρίσει γαλήνη ο Κύριος.
Κι ανάμεσα στην καρδιά και το στόμα μου
η απόσταση τεράστια, πέλαγος … σκοτεινιάζει πια η σκεπή
και η γλυκιά, όμορφη αγάπη
βγαίνει απʼ τα στήθη χιλιάδων χρόνων
και δεν βρήκε τα χείλη, – και έμαθε, ξανά
ότι σωτηρία δεν υπάρχει,
ότι το φτωχό πλήθος των κουρασμένων λόγων,
ξένο, θα προσπεράσει τη ζωή.
Μεσημέρι, 7 Δεκεμβρίου 1900
Δύο ποιήματα της 11ης Απριλίου 1901
* * *
Κουράστηκα τόσο πολύ από το βάρος των ημερών της αρρώστιας
η άδεια νύχτα των απάνεμων χωραφιών
βρίσκεται πάνω από την ησυχία των ματιών μου.
Η καρδιά μου άρχισε σαν αηδόνι,
μα δεν μπορεί να πει ούτε μια λέξη•
τώρα ακούω τη σιωπή μου –
μεγαλώνει σα το τρόμο της νύχτας
σκοτεινιάζει σαν το τελευταίο αχ
του λησμονημένου νεκρού μωρού.
* * *
Είμαι τόσο μόνος. Κανείς δεν καταλαβαίνει
ότι η σιωπή είναι η φωνή των μεγάλων μου ημερών
και δεν υπάρχει ο άνεμος, που νʼ αποκαλύπτει
τους μεγάλους ουρανούς των ματιών μου.
Μπροστά στο παραθύρι μια τεράστια μέρα
της ξένης συνοικίας της πόλης• κάποιος μεγαλόσωμος
είναι ξαπλωμένος και περιμένει. Σκέφτομαι: εγώ είμαι;
Τι περιμένω; Και που είναι ψυχή μου;
….Βράδυ. Μια κοπέλα καθόταν
Στην ακροθαλασσιά, έτσι όπως
μια μάνα κάθεται δίπλα στο μικρό της.
Τραγουδούσε μα τώρα ακούει
του ύπνου του την ανάσα•
βλέποντας ότι είμαι ήρεμο και γαλήνιο
χαμογελάει:
δεν είναι χαμόγελο αυτό, είναι η λάμψη
του προσώπου της η γιορτή.
Το παιδί θα ʽναι σα τη θάλασσα
συγκινώντας τα πέρατα και τους ουρανούς, –
με την υπερηφάνεια ή την θλίψη
με τους ψιθύρους ή την ησυχία.
Το μόνο που ξέρεις είναι πώς να το φροντίζεις,
να κάθεσαι και να περιμένεις …
άλλοτε νανούρισμα να του τραγουδάς,
μα να μην το βοηθάς
να ζήσει, να υπάρξει, να σωθεί.
29 Νοεμβρίου 1900
Σμαργκεντρόφρ
Τραγούδι δεύτερο
Ταξιδεύω, ταξιδεύω και πλανιέμαι
στην πατρίδα σου, την ανεμοδαρμένη εσχατιά,
ταξιδεύω, ταξιδεύω έχοντας λησμονήσει
όλες τις χώρες που ʽχω επισκεφτεί παλιά.
Πόσο μακρινές μου φαίνονται
οι μεγάλες μέρες στη θάλασσα του νότου,
οι γλυκές νυχτιές του δειλινού του Μάη•
όλα κενά είνʼ εκεί και χαρούμενα αλλά να:
σκοτεινιάζει ο θεός … ο μαρτυρικός λαός
ήρθε, τον βρήκε και τον έκανε αδελφό του.
1 Δεκεμβρίου 1900
Πυρκαγιά
Η παλιά αγροικία κοιμόταν
και η άμαξα έφυγε
μέσα στη νύχτα, ένας θεός ξέρει για πού.
Το σπιτάκι, μοναχό, έκλεισε,
ο κήπος βούιζε και θρόιζε:
δεν μπορούσε να κοιμηθεί μετά τη βροχή.
Το παλικάρι κοιτούσε τη νύχτα και τους αγρούς,
και πετούσε, δίχως βιασύνη
ανάμεσα μας το σιωπηλό
ημιτελές διήγημα.
Άξαφνα σώπασε: ο ορίζοντας πήρε φωτιά
ακόμη και ο ουρανός καιγόταν…
το παλικάρι σκέφτηκε: δύσκολη που ʽναι η ζωή.
η σωτηρία γιατί δεν υπάρχει; –
η γη τους ουρανούς κοιτούσε
διψασμένη για απάντηση.
5 Δεκεμβρίου 1900
Πρωινό
Θυμάσαι άραγε πως μοιάζουν τα πρώιμα τριαντάφυλλα,
νωρίς το πρωί, όταν τα βλέπεις πριν απʼ όλους,
το βιός μας γύρω, οι εσχατιές γαλανές
και κανείς την αμαρτία δε τη θέλει.
Την πρώτη μέρα, σηκωθήκαμε
από τα χέρια του Θεού, όπου ʽχαμε κοιμηθεί –
τόσο πολύ – που δεν μπορώ να ξέρω•
τα περασμένα γίνηκαν παλιά,
και ότι υπήρξε ήταν πολύ λίγο, –
τώρα, όμως, θα πρέπει να κινήσουμε ξανά.
Τι μέλλει; Μην ανησυχείς,
τον χαμό μην το φοβάσαι,
αφού ο θάνατος είναι απλά η πρόφαση•
τι άλλο γιʼ απάντηση θέλεις;
θα έρθουν νύχτες, γεμάτες καλοκαίρι
και μέρες λαμπερού φωτός
θα ζούμε εμείς, θα ζει και ο θεός.
6 Δεκεμβρίου 1900
Πρόσωπο
Αχ να γεννιόμουν ένας απλός μουζίκος,
τότε θα ʽχα ένα μεγάλο χαρούμενο πρόσωπο:
δεν θα πρόδιδα στους δαίμονες μου,
εκείνο που δύσκολα τα σκέφτεσαι, εκείνο
που απαγορεύεται να πεις …
Και μόνο τα χέρια θα γέμιζαν
από την αγάπη και την υπομονή μου, –
την μέρα όμως θα δούλευαν πολύ
και τη νύχτα θα σταύρωναν για να προσευχηθώ.
Κανείς γύρω μου δε θα ʽξερε ποιος είμαι.
Γέρασα, και το κεφάλι μου
κρέμασε προς τα κάτω, στα στήθη μου, και μάλιστα πολύ.
Σα να μου φαίνεται πιο ελαφρύ.
Τότε κατάλαβα που πλησιάζει του αποχωρισμού η μέρα,
κι άνοιξα, σα βιβλίο, τα χέρια μου
και τα απώθησα στα μάγουλα, το στόμα και το μέτωπο…
Άδεια θα τα πάρω και θα τα βάλω στο φέρετρο, –
στο πρόσωπο μου όμως τα εγγόνια θα αναγνωρίσουν
όλα όσα ήμουν … παρόλα αυτά όμως δεν είμαι εγώ•
Στα χαρακτηριστικά αυτά είναι χαρές κι οι λύπες μου
τεράστιες και ανυπόφορες για μένα:
αυτό είναι το αιώνιο πρόσωπο της εργασίας.
Νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 1900
Γέροντας
Όλοι είναι στα χωράφια: η μικρή ίζμπα συνήθισε
αυτή τη μοναξιά, αναπνέει, τρυφερή, σα παραμάνα,
σκεπάζει την ήρεμη κραυγή του μωρού που κλαίει.
Στο τζάκι, σα να κοιμάται, είναι ξαπλωμένος ένας γέρος,
σκέφτεται αυτά που χάθηκαν
και σα μιλούσα θα ʽταν ποιητής.
Μα κείνος σιωπά• ας του χαρίσει γαλήνη ο Κύριος.
Κι ανάμεσα στην καρδιά και το στόμα μου
η απόσταση τεράστια, πέλαγος … σκοτεινιάζει πια η σκεπή
και η γλυκιά, όμορφη αγάπη
βγαίνει απʼ τα στήθη χιλιάδων χρόνων
και δεν βρήκε τα χείλη, – και έμαθε, ξανά
ότι σωτηρία δεν υπάρχει,
ότι το φτωχό πλήθος των κουρασμένων λόγων,
ξένο, θα προσπεράσει τη ζωή.
Μεσημέρι, 7 Δεκεμβρίου 1900
Δύο ποιήματα της 11ης Απριλίου 1901
* * *
Κουράστηκα τόσο πολύ από το βάρος των ημερών της αρρώστιας
η άδεια νύχτα των απάνεμων χωραφιών
βρίσκεται πάνω από την ησυχία των ματιών μου.
Η καρδιά μου άρχισε σαν αηδόνι,
μα δεν μπορεί να πει ούτε μια λέξη•
τώρα ακούω τη σιωπή μου –
μεγαλώνει σα το τρόμο της νύχτας
σκοτεινιάζει σαν το τελευταίο αχ
του λησμονημένου νεκρού μωρού.
* * *
Είμαι τόσο μόνος. Κανείς δεν καταλαβαίνει
ότι η σιωπή είναι η φωνή των μεγάλων μου ημερών
και δεν υπάρχει ο άνεμος, που νʼ αποκαλύπτει
τους μεγάλους ουρανούς των ματιών μου.
Μπροστά στο παραθύρι μια τεράστια μέρα
της ξένης συνοικίας της πόλης• κάποιος μεγαλόσωμος
είναι ξαπλωμένος και περιμένει. Σκέφτομαι: εγώ είμαι;
Τι περιμένω; Και που είναι ψυχή μου;
~
Μετάφραση από τα ρωσικά
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η Λου Αντρέας Σαλομέ (1861 – 1937) ήταν μια από τις σπάνιες εκείνες γυναίκες που σημάδεψαν με την παρουσία της μια ολόκληρη εποχή. Ψυχαναλύτρια και συγγραφέας συμμετείχε ενεργά στην πνευματική ζωή και τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής της.
Μούσα, ερωμένη και μαθήτρια μεγάλων αντρών ενέπνευσε έρωτες και πάθη, της αφιερώθηκαν έργα τέχνης και διάφοροι διάσημοι άντρες της εποχής της στάθηκαν ικέτες για ένα της βλέμμα.
Ανάμεσα σε αυτούς και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875 – 1926), γνώστης της ρωσικής γλώσσας, ο οποίος ερωτεύτηκε τη νεαρή Λου και για την γοητεύσει έγραψε έξι ποιήματα στην μητρική της γλώσσα.
Μούσα, ερωμένη και μαθήτρια μεγάλων αντρών ενέπνευσε έρωτες και πάθη, της αφιερώθηκαν έργα τέχνης και διάφοροι διάσημοι άντρες της εποχής της στάθηκαν ικέτες για ένα της βλέμμα.
Ανάμεσα σε αυτούς και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875 – 1926), γνώστης της ρωσικής γλώσσας, ο οποίος ερωτεύτηκε τη νεαρή Λου και για την γοητεύσει έγραψε έξι ποιήματα στην μητρική της γλώσσα.
Ευχαριστώ τον φίλο Νίκο Βουτυρόπουλο που μου τα υπέδειξε μια Κυριακή πρωί, λίγο πριν ένα σπάνιο και γοητευτικό αντάμωμα μιας παρέας.
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Αθήνα
Μεταξουργείο
Απρίλιος 2011