Στον Μαξ Μπήρμπομ
[...] Κάποτε νόμιζα πως η ευγνωμοσύνη ήταν βαρύ φορτίο. Τώρα ξέρω πως δίνει φτερά στην καρδιά. Νομίζω πως οι αχάριστοι έχουν καρδιά και πόδια βαριά σαν μολύβι. Μα, όταν δεις και νιώσεις, έστω λίγο, έστω μόνο για μια στιγμή, πόσο ωραίο πράγμα είναι η ευγνωμοσύνη, τα πόδια σου δεν βουλιάζουν πια στην άμμο της θαλάσσης, μια άγνωστη μέχρι τότε χαρά σού αποκαλύπτεται, η χαρά να μετράς και να βρίσκεις πολλά˙ όχι όσα κατέχεις αλλά όσα οφείλεις. [...] – 28/5/1897
Στον αγαπημένο του φίλο Ρόμπερτ Ρος
[...] Μόνο η αγάπη μπορεί να κάνει αγίους. Άγιοι είναι αυτοί που αγαπήθηκαν πολύ. [...] – 28/5/1897
[...] Όταν ξεμείνω εντελώς, θα γράψω μια Πολιτική Οικονομία. Ο πρώτος νόμος θα λέει: «Όπου υπάρχει ζήτηση, δεν υπάρχει προσφορά». Είναι ο μοναδικός νόμος που μπορεί να εξηγήσει την ακραία αντίθεση ανάμεσα στην ψυχή και στο περιβάλλον. Οι πολιτισμοί επιβιώνουν επειδή τους μισούν οι άνθρωποι. Η σύγχρονη πόλη είναι το κυριότερο παράδειγμα. Εκφράζει όλα όσα μισούμε. Η μόδα του δέκατου ένατου αιώνα είναι αποτέλεσμα του μίσους μας για το ύφος. Το ψηλό καπέλο θ’ αντέξει όσο συνεχίζουν να το απεχθάνονται οι άνθρωποι. [...] – 31/5/1897
Η θάλασσα και ο ουρανός, σωστό οπάλι. Καμιά φρικτή δασκαλίστικη πινελιά ανάμεσά τους. Μόνο μια ψαρόβαρκα πηγαίνει αργά, σέρνοντας πίσω της τον άνεμο. [...]– 1/6/1897
[...] Η μονομαχία μ΄ έναν κοινό δημοσιογράφο είναι μονομαχία μ΄έναν νεκρό: κωμωδία ή τραγωδία, το ίδιο κάνει. [...] – 3/6/1897
[...] Όπως πάντα διψώ για ζωή. Κι αν η καρδιά μου ράγισε, για να ραγίζουν είναι οι καρδιές. Γι’ αυτό μας έδωσε την θλίψη ο Θεός. Η σκληρή καρδιά είναι ο κακός δαίμονας της ζωής και της τέχνης. Ακόμη, έμαθα να υπομένω τον πόνο. Για μένα ο πόνος είναι τώρα ιερό πράγμα˙ εξαγνίζει όποιον αγγίζει. Νομίζω πως είμαι πια καλύτερος άνθρωπος , από πολλές απόψεις. Δεν έχω εξωφρενικές απαιτήσεις από τη ζωή. Δέχομαι το καθετί όπως είναι. [...] – 12/7/1897
Στον εραστή του Άλφρεντ Ντάγκλας
[...] Οι πραγματικοί πρόδρομοι του Σαίξπηρ δεν είναι οι Έλληνες και Λατίνοι τραγικοί, από τον Αισχύλο ως τον Σενέκα, αλλά οι Σκωτσέζοι τροβαδούροι. Το Ρωμαίος και Ιουλιέτα υπάρχει ήδη στην Μπαλάντα του Γκιλντερόυ, όσο διαφορετική κι αν είναι η πλοκή. Στην Σαλώμη, οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, που επανέρχονται συνεχώς σαν παραλλαγές του ίδιου μουσικού θέματος, είναι –κι αυτήν την πρόθεση είχα ουσιαστικά- το αντίστοιχο ρεφρέν της παλιάς μπαλάντας. [...] – 2/6/1897
[...] Ασφαλώς πιστεύω πως η μοντέρνα τέχνη περιστρεφόταν πάντα γύρω στο στοιχείο του εγωισμού, αλλά για να είναι κανείς Εγωιστής πρέπει να έχει Εγώ. Αυτό δεν σημαίνει πως όποιος λέει «Εγώ είμαι Εγώ» μπορεί να εισβάλει στο βασίλειο της Τέχνης. [...] 2/6/1897
[...] Σε σκέπτομαι πάντα και σ’ αγαπώ. Αλλά μας χωρίζουν τόσες και τόσες κατασκότεινες νύχτες χωρίς φεγγάρι. [...] – 17/6/1897
Στο φίλο του Φράνκ Χάρρις
[...] Το γεγονός ότι επιβίωσα (αναφέρεται στην εμπειρία του ως φυλακισμένος) , πως βγήκα από εκεί μέσα πνευματικά και σωματικά ακέραιος, είναι τόσο απίστευτο, ώστε συχνά, ακόμη κι εγώ ο ίδιος, έχω την εντύπωση πως η εποχή των θαυμάτων όχι μόνο δεν πέρασε αλλά μόλις αρχίζει, και πως υπάρχουν δυνάμεις θεϊκές και δυνάμεις ανθρώπινες που κανείς μας δεν γνωρίζει. [...] – 13/6/1897
Στον Κάρλος Μπλέικερ
[...] Σκόρπισε στην άμμο η ζωή μου. Κόκκινο κρασί η ζωή μου και σκόρπισε στην άμμο, κι ήπιε η άμμος τη ζωή μου, γιατί διψούσε. Έτσι απλά, γιατί διψούσε. [...] – 4/8/1897
[...] Κάποτε νόμιζα πως η ευγνωμοσύνη ήταν βαρύ φορτίο. Τώρα ξέρω πως δίνει φτερά στην καρδιά. Νομίζω πως οι αχάριστοι έχουν καρδιά και πόδια βαριά σαν μολύβι. Μα, όταν δεις και νιώσεις, έστω λίγο, έστω μόνο για μια στιγμή, πόσο ωραίο πράγμα είναι η ευγνωμοσύνη, τα πόδια σου δεν βουλιάζουν πια στην άμμο της θαλάσσης, μια άγνωστη μέχρι τότε χαρά σού αποκαλύπτεται, η χαρά να μετράς και να βρίσκεις πολλά˙ όχι όσα κατέχεις αλλά όσα οφείλεις. [...] – 28/5/1897
Στον αγαπημένο του φίλο Ρόμπερτ Ρος
[...] Μόνο η αγάπη μπορεί να κάνει αγίους. Άγιοι είναι αυτοί που αγαπήθηκαν πολύ. [...] – 28/5/1897
[...] Όταν ξεμείνω εντελώς, θα γράψω μια Πολιτική Οικονομία. Ο πρώτος νόμος θα λέει: «Όπου υπάρχει ζήτηση, δεν υπάρχει προσφορά». Είναι ο μοναδικός νόμος που μπορεί να εξηγήσει την ακραία αντίθεση ανάμεσα στην ψυχή και στο περιβάλλον. Οι πολιτισμοί επιβιώνουν επειδή τους μισούν οι άνθρωποι. Η σύγχρονη πόλη είναι το κυριότερο παράδειγμα. Εκφράζει όλα όσα μισούμε. Η μόδα του δέκατου ένατου αιώνα είναι αποτέλεσμα του μίσους μας για το ύφος. Το ψηλό καπέλο θ’ αντέξει όσο συνεχίζουν να το απεχθάνονται οι άνθρωποι. [...] – 31/5/1897
Η θάλασσα και ο ουρανός, σωστό οπάλι. Καμιά φρικτή δασκαλίστικη πινελιά ανάμεσά τους. Μόνο μια ψαρόβαρκα πηγαίνει αργά, σέρνοντας πίσω της τον άνεμο. [...]– 1/6/1897
[...] Η μονομαχία μ΄ έναν κοινό δημοσιογράφο είναι μονομαχία μ΄έναν νεκρό: κωμωδία ή τραγωδία, το ίδιο κάνει. [...] – 3/6/1897
[...] Όπως πάντα διψώ για ζωή. Κι αν η καρδιά μου ράγισε, για να ραγίζουν είναι οι καρδιές. Γι’ αυτό μας έδωσε την θλίψη ο Θεός. Η σκληρή καρδιά είναι ο κακός δαίμονας της ζωής και της τέχνης. Ακόμη, έμαθα να υπομένω τον πόνο. Για μένα ο πόνος είναι τώρα ιερό πράγμα˙ εξαγνίζει όποιον αγγίζει. Νομίζω πως είμαι πια καλύτερος άνθρωπος , από πολλές απόψεις. Δεν έχω εξωφρενικές απαιτήσεις από τη ζωή. Δέχομαι το καθετί όπως είναι. [...] – 12/7/1897
Στον εραστή του Άλφρεντ Ντάγκλας
[...] Οι πραγματικοί πρόδρομοι του Σαίξπηρ δεν είναι οι Έλληνες και Λατίνοι τραγικοί, από τον Αισχύλο ως τον Σενέκα, αλλά οι Σκωτσέζοι τροβαδούροι. Το Ρωμαίος και Ιουλιέτα υπάρχει ήδη στην Μπαλάντα του Γκιλντερόυ, όσο διαφορετική κι αν είναι η πλοκή. Στην Σαλώμη, οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, που επανέρχονται συνεχώς σαν παραλλαγές του ίδιου μουσικού θέματος, είναι –κι αυτήν την πρόθεση είχα ουσιαστικά- το αντίστοιχο ρεφρέν της παλιάς μπαλάντας. [...] – 2/6/1897
[...] Ασφαλώς πιστεύω πως η μοντέρνα τέχνη περιστρεφόταν πάντα γύρω στο στοιχείο του εγωισμού, αλλά για να είναι κανείς Εγωιστής πρέπει να έχει Εγώ. Αυτό δεν σημαίνει πως όποιος λέει «Εγώ είμαι Εγώ» μπορεί να εισβάλει στο βασίλειο της Τέχνης. [...] 2/6/1897
[...] Σε σκέπτομαι πάντα και σ’ αγαπώ. Αλλά μας χωρίζουν τόσες και τόσες κατασκότεινες νύχτες χωρίς φεγγάρι. [...] – 17/6/1897
Στο φίλο του Φράνκ Χάρρις
[...] Το γεγονός ότι επιβίωσα (αναφέρεται στην εμπειρία του ως φυλακισμένος) , πως βγήκα από εκεί μέσα πνευματικά και σωματικά ακέραιος, είναι τόσο απίστευτο, ώστε συχνά, ακόμη κι εγώ ο ίδιος, έχω την εντύπωση πως η εποχή των θαυμάτων όχι μόνο δεν πέρασε αλλά μόλις αρχίζει, και πως υπάρχουν δυνάμεις θεϊκές και δυνάμεις ανθρώπινες που κανείς μας δεν γνωρίζει. [...] – 13/6/1897
Στον Κάρλος Μπλέικερ
[...] Σκόρπισε στην άμμο η ζωή μου. Κόκκινο κρασί η ζωή μου και σκόρπισε στην άμμο, κι ήπιε η άμμος τη ζωή μου, γιατί διψούσε. Έτσι απλά, γιατί διψούσε. [...] – 4/8/1897
~
Βιβλίο: Oscar Wilde, Μια ζωή επιστολές,
Βιβλίο: Oscar Wilde, Μια ζωή επιστολές,
επιμ. Μέρλιν Χόλαντ,
μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, Ηλέκτρα, Αθήνα, 2005.