Η σκέψη με καταδιώκει σε τούτη τη συνοικία
τη ζοφερή όπου ορμά ο άνεμος από τ’ οροπέδιο
και του πετροχελίδονου η βουτιά κόβει το νήμα
το λεπτό απ’ τα μακρινά τα όρη.
Σε λίγο κλείνω σαράντα χρόνια αγωνίας
και ανίας και χαράς - κι είν’ αυτές άξαφνες, γοργές
σαν του ανέμου τη ριπή το Μάρτη
που φως και βροχή σκορπά: η αργοπορία -
την σέρνω με δύναμη απ’ τους δικούς μου,
τους τόπους μου∙ χρόνων συνήθειες
τη ζοφερή όπου ορμά ο άνεμος από τ’ οροπέδιο
και του πετροχελίδονου η βουτιά κόβει το νήμα
το λεπτό απ’ τα μακρινά τα όρη.
Σε λίγο κλείνω σαράντα χρόνια αγωνίας
και ανίας και χαράς - κι είν’ αυτές άξαφνες, γοργές
σαν του ανέμου τη ριπή το Μάρτη
που φως και βροχή σκορπά: η αργοπορία -
την σέρνω με δύναμη απ’ τους δικούς μου,
τους τόπους μου∙ χρόνων συνήθειες
τσακισμένες σε μια στιγμή που πρέπει να νιώσω.
Το δέντρο του πόνου τινάζει τα κλαδιά…
Στις πλάτες μου απάνω, σμάρια, απλώνονται
τα χρόνια. Κι όχι μάταια: τούτο είναι το έργο
που τελειώνει ο καθένας κι όλοι μαζί,
νεκροί και ζωντανοί: να περάσουνε μέσα απ’ τον κόσμο
τον αδιαπέραστο, από δρόμους ανοιχτούς και διαδρόμους
πυκνούς από εφήμερες συναντήσεις κι απώλειες,
ή από αγάπη σε αγάπη, είτε από μία μόνο -
από πατέρα σε γιο, ώσπου να βγουν στο φως.
Κι αφού και τούτο ειπώθηκε, μπορώ να ξεκινήσω,
σβέλτος μες στην αιώνια συμπαρουσία
όλων των πραγμάτων μέσα στη ζωή και το θάνατο,
ν’ αφανιστώ στο χώμα ή στη φωτιά
αν η φωτιά, πέρα απ’ τις φλόγες της, καίει ακόμα.
~
Μετάφραση από τα Ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης