(...)
Ο ήλιος λάμπει για όλο τον κόσμο,
δε λάμπει μες στις φυλακές,
δε λάμπει για όσους δουλεύουν μες στ' ορυχείο,
όσους ξελεπιάζουν το ψάρι,
όσους τρων τον κατμά
όσους φτιάχνουν τις καρφίτσες για τα μαλλιά
όσους φυσάν άδειες τις μπουκάλες που άλλοι θα πιούνε γεμάτες
όσους δεν κόβουν το ψωμί όπως η καλή κοινωνία
όσους περνάν τις διακοπές τους μες στα εργοστάσια
Ο ήλιος λάμπει για όλο τον κόσμο,
δε λάμπει μες στις φυλακές,
δε λάμπει για όσους δουλεύουν μες στ' ορυχείο,
όσους ξελεπιάζουν το ψάρι,
όσους τρων τον κατμά
όσους φτιάχνουν τις καρφίτσες για τα μαλλιά
όσους φυσάν άδειες τις μπουκάλες που άλλοι θα πιούνε γεμάτες
όσους δεν κόβουν το ψωμί όπως η καλή κοινωνία
όσους περνάν τις διακοπές τους μες στα εργοστάσια
όσους δεν ξέρουν τι πρέπει να πουν
όσους αρμέγουν αγελάδες και δεν πίνουν γάλα
όσους δε ναρκώνει ο οδοντογιατρός
όσους φτύνουν τα πνευμόνια τους στο μετρό
όσους φτιάχνουν μες στα υπόγεια τα στυλό
που μ'εκείνα άλλοι θα γράφουν στον καθαρό αέρα πως όλα πάνε θαυμάσια
όσους έχουνε πολλά να πουν για να μπορούν να τα πουν
όσους έχουν δουλειά
όσους δεν έχουν
όσους ψάχνουν
όσους δεν ψάχνουν
όσους ποτίζουν τ'άλογα
όσους κοιτάζουν το σκυλί τους να πεθαίνει
όσους έχουν το καθημερινό ψωμί περίπου βδομαδιάτικο
όσους το χειμώνα ζεσταίνονται μες στις εκκλησίες
όσους ο καντηλανάφτης στέλνει να ζεσταθούν απέξω
όσους σαπίζουν παραπεταμένοι
όσους θα ήθελαν να τρων για να ζουν
όσους ταξιδεύουν κάτω από τις ρόδες
όσους κοιτάν το Σηκουάνα να κυλάει
όσους τους δίνουν δουλειά,
τους διώχνουν,
τους μεγαλώνουν το μεροκάματο,
τους το λιγοστεύουν,
τους πιλατεύουν,
τους ψάχνουν,
τους σκοτώνουν βαρώντας τους στο κεφάλι
όσους τους παίρνουν αποτυπώματα
όσους βγάζουν στην τύχη από τη γραμμή και τους ντουφεκίζουν
όσους βάζουν να παρελαύνουν μπρος από τον Άγνωστο Στρατιώτη
όσους δεν ξέρουν να σταθούν σ' ολόκληρο τον κόσμο
όσους δεν είδαν ποτέ τη θάλασσα
όσους μυρίζουν λινάρι γιατί κοπιάζουν στο λινό
όσους δεν έχουν τρεχούμενο νερό
όσους είναι ταγμένοι να φοράν πάντα φανταρίστικα
όσους χύνουν αλάτι στο χιόνι παίρνοντας έναν εντελώς γελοίο μισθό
όσους γερνάν πιο γρήγορα από τους άλλους
όσους δεν κάνουν την κοινωνία να λέει: α, αυτός θα πάει μπροστά
όσους σκαν από ανία την κυριακή το απόγευμα
γιατί βλέπουν να έρχεται η δευτέρα
και η τρίτη, και η τετάρτη,
και η πέμπτη,
και η παρασκευή
και το σάββατο
και η κυριακή απόγευμα.
Ο Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prevert, 4 Φεβρουαρίου 1900 - 11 Απριλίου 1977) υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα των γαλλικών γραμμάτων, με ιδιαίτερη συνεισφορά στο χώρο της ποίησης και του θεάτρου. Κατα τη διάρκεια τωv σχολικών του χρόνων στο Παρίσι έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για το θέατρο, μια αγάπη που καλλιέργησε και ο πατέρας του που υπήρξε κριτικός θεάτρου. Ολοκλήρωσε μόνο την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και εγκατέλειψε το σχολείο μόλις έλαβε το Certificat d''etudes. Εργάστηκε στο παρισινό πολυκατάστημα Le Bon Marche μέχρι το 1918, οπότε κατετάγη στο στρατό για την εκπλήρωση της υποχρεωτικής θητείας του. Ο «ζωγράφος της γαλλικής σύγχρονης ποίησης», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Πικάσο, δεν ανήκει σε καμιά σχολή, είναι εκρηκτικός τόσο στη φόρμα όσο και στο ύφος του. Εκφράζεται με ποικίλους τρόπους: σύντομα πεζά, τραγούδια, μικρές ιστορίες, στιγμιότυπα και καταγραφές γεγονότων. Το έργο του δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κανένα ποιητικό είδος. Περιφρονεί τους κλασικούς μετρικούς κανόνες όσον αφορά το ρυθμό και τη στίξη, αποδομώντας τα γλωσσικά στερεότυπα και τους κοινούς τόπους. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές («Paroles» , 1946, «Histoires», 1946, «Spectacle», 1951, «Fatras», 1966, «Choses et autres», 1972, «Adonides», 1975), έγραψε θεατρικά, καθώς και σενάρια για γνωστές ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου αλλά και για ταινίες κινουμένων σχεδίων. Το έργο του υμνεί την ελευθερία, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τη νιότη, τον έρωτα και διαπνέεται από ανθρωπισμό, αντικομφορμισμό και μποεμισμό.