Ο Χόλλις Μπράουν, το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη·
ναι, ο Χόλλις Μπράουν, καθώς το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη,
με τη γυναίκα και τα πέντε τους παιδιά
κι όλο η παράγκα να σωριάζεται
στα κεφάλια τους ξανά.
Γύρευες λίγα χρήματα, γύρευες δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι
·γύρευες χρήματα, έψαχνες για δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
και τα παιδιά σου είν’ τόσο πεινασμένα,
που δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη,
όχι, δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη.
Τα μάτια του μωρού σου λάμπουν σαν τρελά
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά·
ναι, τα μάτια του μωρού σου λάμπουνε τρελά,
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά,
περπατάς ασήκωτα, βαριά
κι αναρωτιέσαι με κάθε ανάσα σου βαθιά,
γιατί να συμβαίνουν όλ’ αυτά.
Το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου·
αχ, ναι, το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου.
Νογάει άραγε κανείς;
Νοιάζεται άραγε κανείς;
Κάνεις στον Θεό μια προσευχή
ω, στείλε σε παρακαλώ ένα φίλο·
κάνεις στον Θεό μια προσευχή,
Θε’ μου στείλε μου ένα φίλο,
μα πως φίλος δε θα ’ρθεί,
σου λέει η τσέπη σου η αδειανή.
Τα μωρά σου κλαιν πιο δυνατά,
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
τα μωρά σου τώρα κλαιν πιο γοερά
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
και της γυναίκας σου οι κραυγές
πέφτουν σαν άγριες μαχαιριές,
ναι, και της γυναίκας σου οι κραυγές
άγριες είναι μαχαιριές.
Το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί είν’ άδειο το πηγάδι·
το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί στέρεψε η πηγή·
το τελευταίο σου δολάριο εδώ και μέρες
το δίνεις και παίρνεις εφτά σφαίρες.
Μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
πέρα μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
τρέμεις και ιδρώνεις
στην καραμπίνα σου που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις,
ναι, στην καραμπίνα που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις.
Το μυαλό σου αιμορραγεί
το πόδι σου δεν σε βαστεί·
ω, το μυαλό σου αιμορραγεί
και το πόδι άλλο δεν βαστεί·
τώρα το βλέμμα το καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί
ναι, τώρα το βλέμμα σου καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί.
Εφτά φυσάνε άνεμοι
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας·
ναι, εφτά φυσάν αγέρηδες
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας
και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού·
ναι, και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού.
Εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
ναι, εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
και την ίδια τη στιγμή,
σε μια γη αλαργινή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί·
ναι, και την ίδια τη στιγμή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί.
~
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη·
ναι, ο Χόλλις Μπράουν, καθώς το ξέραν όλοι
σε μια παράγκα ζούσε έξω απ’ την πόλη,
με τη γυναίκα και τα πέντε τους παιδιά
κι όλο η παράγκα να σωριάζεται
στα κεφάλια τους ξανά.
Γύρευες λίγα χρήματα, γύρευες δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι
·γύρευες χρήματα, έψαχνες για δουλειά
κι ένα κακοτράχαλο βάδισες μίλι·
και τα παιδιά σου είν’ τόσο πεινασμένα,
που δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη,
όχι, δεν ξέρουν τι θα πει χαμόγελο στα χείλη.
Τα μάτια του μωρού σου λάμπουν σαν τρελά
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά·
ναι, τα μάτια του μωρού σου λάμπουνε τρελά,
σε τραβάνε απ’ τα μανίκια σου ξανά,
περπατάς ασήκωτα, βαριά
κι αναρωτιέσαι με κάθε ανάσα σου βαθιά,
γιατί να συμβαίνουν όλ’ αυτά.
Το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου·
αχ, ναι, το αλεύρι σου το φάγαν τα ποντίκια
κι ένας κακός ξέκανε τη φοράδα σου.
Νογάει άραγε κανείς;
Νοιάζεται άραγε κανείς;
Κάνεις στον Θεό μια προσευχή
ω, στείλε σε παρακαλώ ένα φίλο·
κάνεις στον Θεό μια προσευχή,
Θε’ μου στείλε μου ένα φίλο,
μα πως φίλος δε θα ’ρθεί,
σου λέει η τσέπη σου η αδειανή.
Τα μωρά σου κλαιν πιο δυνατά,
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
τα μωρά σου τώρα κλαιν πιο γοερά
σου τρελαίνουν τα μυαλά·
και της γυναίκας σου οι κραυγές
πέφτουν σαν άγριες μαχαιριές,
ναι, και της γυναίκας σου οι κραυγές
άγριες είναι μαχαιριές.
Το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί είν’ άδειο το πηγάδι·
το χορτάρι σου μαυρίζει
γιατί στέρεψε η πηγή·
το τελευταίο σου δολάριο εδώ και μέρες
το δίνεις και παίρνεις εφτά σφαίρες.
Μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
πέρα μακριά στην ερημιά
ένα κογιότ να αλυχτά·
τρέμεις και ιδρώνεις
στην καραμπίνα σου που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις,
ναι, στην καραμπίνα που ’ν’ στον τοίχο
το βλέμμα σου στυλώνεις.
Το μυαλό σου αιμορραγεί
το πόδι σου δεν σε βαστεί·
ω, το μυαλό σου αιμορραγεί
και το πόδι άλλο δεν βαστεί·
τώρα το βλέμμα το καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί
ναι, τώρα το βλέμμα σου καρφώνεις
στην καραμπίνα που το χέρι σου κρατεί.
Εφτά φυσάνε άνεμοι
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας·
ναι, εφτά φυσάν αγέρηδες
γύρω απ’ τη θύρα της παράγκας
και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού·
ναι, και πυροβολισμοί εφτά βροντάνε,
σαν το βρυχηθμό του ωκεανού.
Εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
ναι, εφτά άνθρωποι πέσαν νεκροί
σε μια φάρμα στην Ντακότα·
και την ίδια τη στιγμή,
σε μια γη αλαργινή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί·
ναι, και την ίδια τη στιγμή,
εφτά άλλοι είχαν μόλις γεννηθεί.
~
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης