Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Πλάτων, «Η απολογία του Σωκράτη»

Προοίμιο
ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία  (17a-18a)

[17a] Ποιά εντύπωση σας έκαναν, εσάς, ω άνδρες Αθηναίοι, τα λόγια των κατηγόρων μου δεν το ξέρω· εγώ λίγο έλειψε να ξεχάσω κι ο ίδιος ποιός είμαι. Τόσο πειστικά μιλούσανε. Μολονότι, έτσι να πούμε, δεν είπαν τίποτε αληθινό. Ένα όμως θαύμασα προπάντων από τα πολλά ψέματά τους: τούτο που σας είπαν, να φυλαχθείτε μήπως σας γελάσω [17b] με τη ρητορική μου. Γιατί το να μην ντραπούν πως αμέσως τώρα, ο ίδιος εγώ, με τα πράγματα θα τους βγάλω ψεύτες, όταν φανώ πως καθόλου δεν είμαι τρομερός στα λόγια, αυτό μου φάνηκε
η μεγαλύτερή τους αναισχυντία· εκτός αν ίσως αυτοί ονομάζουν τρομερό στα λόγια εκείνον που λέει την αλήθεια. Γιατί αν αυτό λένε, τότε κι εγώ ίσως τ᾽ ομολογήσω πως είμαι ρήτορας, όχι όμως με τον δικό τους τον τρόπο.

Αυτοί λοιπόν, όπως είπα, τίποτε σχεδόν αληθινό δεν είπαν· εσείς όμως θ᾽ ακούσετε από μένα όλη την αλήθεια, μά τον Δία, ω άνδρες Αθηναίοι· όχι δηλαδή ομιλίες καλοειπωμένες σαν τις δικές τους, [17c] με φράσεις και λέξεις όμορφες, ούτε καλοστολισμένες, μόνο θ᾽ ακούσετε λόγια απλά, με όποια λέξη μού τύχει· γιατί πιστεύω πως όσα λέω είναι δίκαια και κανείς σας ας μην τα περιμένει αλλιώτικα. Γιατί δεν ταιριάζει, βέβαια, ω άνδρες Αθηναίοι, σε τέτοιαν ηλικία να παρουσιάζομαι μπροστά σας σαν κανένα παιδάριο, που τορνεύει τα λόγια του.

Και γι᾽ αυτό πολύ σας παρακαλώ και σας το ζητώ για χάρη, ω άνδρες Αθηναίοι, αν μ᾽ ακούσετε ν᾽ απολογούμαι με τα ίδια τα λόγια που συνηθίζω να μιλώ στην αγορά, μπροστά στα τραπέζια των κολλυβιστών, κι αλλού, όπου πολλοί από σας μ᾽ έχετε ακουσμένον, να μην [17d] ξαφνισθείτε και να μη θορυβήσετε. Ο λόγος είν᾽ αυτός. Πρώτη φορά τώρα, που είμαι εβδομήντα χρόνων, παρουσιάζομαι μπροστά σε δικαστήριο· αληθινά λοιπόν δε γνωρίζω καθόλου τη γλώσσα που μιλούν εδώ μέσα.

Όπως λοιπόν, αν ήμουν στ᾽ αλήθεια ξένος και μιλούσα με τη γλώσσα και τον τρόπο [18a] που είχα ανατραφεί, θα με συχωρούσατε, έτσι και τώρα σας ζητώ ένα πράγμα, δίκαιο κατά τη γνώμη μου, να μην κοιτάξετε τον τρόπο που μιλώ, καλόν ή κακό, αλλά μόνο να προσέξετε αν αυτά που λέω είναι δίκαια ή όχι· γιατί έτσι πρέπει στον δικαστή, όπως πρέπει στον ρήτορα, να λέει την αλήθεια.


Ο Σωκράτης αντικρούει παλιότερες κατηγορίες εναντίον του

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία  (18a-19d)

Πρώτα λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, είναι δίκαιο ν᾽ απολογηθώ στις πρώτες ψεύτικες κατηγορίες που μου κάμανε, και στους πρώτους κατηγόρους και ύστερα στις υστερινές και τους [18b] υστερινούς. Γιατί πολλοί μ᾽ έχουν κατηγορήσει σε σας, και άλλοτε, εδώ και πολλά χρόνια, χωρίς να πούνε ούτε μιαν αλήθεια· εκείνους εγώ φοβούμαι περισσότερο, παρά αυτουνούς που τριγυρίζουν τον Άνυτο, αν και είναι και τούτοι φοβεροί.

Εκείνοι όμως ήσαν φοβερότεροι, ω άνδρες Αθηναίοι, εκείνοι που σας παίρνανε από μικρά παιδιά και σας πείθανε με ψεύτικες κατηγορίες για μένα, πως τάχα είναι ένας Σωκράτης, σοφός άνθρωπος, που εξετάζει τα επουράνια και γυρεύει όσα κρύβει η γη και τον άδικο λόγο τον [18c] κάμνει δίκαιο. Αυτοί, ω άνδρες Αθηναίοι, που μου βγάλανε αυτό το όνομα είναι οι φοβεροί κατήγοροί μου· γιατί όσοι τους ακούνε νομίζουν πως αυτοί που γυρεύουν τέτοια πράγματα ούτε τους θεούς πιστεύουν.

Ύστερα οι κατήγοροι αυτοί είναι πολλοί και πολλά χρόνια με κατηγορούνε και, το χειρότερο, σας μιλήσανε για μένα σε μια ηλικία που τους πιστέψατε περισσότερο, σαν παιδιά που είσαστε, και μερικοί από σας νέοι, και με κατηγορούσανε, χωρίς να είμαι μπροστά. Και το πιο παράξενο απ᾽ όλα είναι πως ούτε τα [18d] ονόματά τους μπορώ να τα ξέρω και να τα ειπώ, παρά ενός που έγραφε κωμωδίες.

Εκείνοι όμως που με τα μέσα του φθόνου και της διαβολής σάς έπειθαν, και όσοι, αφού είχαν πεισθεί οι ίδιοι, έπειθαν άλλους, αυτοί είναι οι πιο δύσκολοι απ᾽ όλους, γιατί ούτε να παρουσιάσω κανέναν απ᾽ αυτούς μπορώ ούτε να τον βγάλω ψεύτη. Αλλά είναι ανάγκη καθαυτό να πολεμώ με σκιές και να ελέγχω, χωρίς κανένας να μου αποκρίνεται.

Παραδεχθείτε λοιπόν και σεις ότι οι κατήγοροί μου είναι δύο ειδών, εκείνοι που με κατηγόρησαν τώρα τελευταία κι εκείνοι [18e] που με κατηγορούν από πολύν καιρό, όπως σας έλεγα. Και συλλογισθείτε ότι πρώτα πρώτα πρέπει ν᾽ απολογηθώ σ᾽ αυτούς, γιατί κι εσείς πρωτύτερα και περισσότερο καιρόν ακούσατε τις δικές τους κατηγορίες παρά τις τελευταίες.

Ας είναι. Ας απολογηθώ, λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, και [19a] ας προσπαθήσω να βγάλω από το μυαλό σας, σε τόσο λίγη ώρα, τη διαβολή που τόσον καιρό ρίζωσε μέσα σας. Και θα επιθυμούσα να το καταφέρω, όσα μπορέσω με την απολογία μου, αν ήτανε δυνατό να βγει τίποτε καλό για σας και για μένα· αλλά νομίζω πως αυτό είναι δύσκολο και το καταλαβαίνω και μοναχός μου τί σπουδαίο είναι. Ας γίνει όμως όπως θέλει ο θεός· εγώ πρέπει να υπακούσω στον νόμο και ν απολογηθώ.

Ας ξαναπιάσουμε λοιπόν από την αρχή ποιά είν᾽ εκείνη η κατηγορία που [19b] έχει γεννήσει όλες τις διαβολές εναντίον μου και που έπεισε και τον Μέλητο να με φέρει στο δικαστήριο. Καλά! Με ποιά λόγια λοιπόν με διαβάλανε αυτοί που με διαβάλανε;

Πρέπει να σας ξαναπώ λέξη με λέξη την κατηγορία, όπως γίνεται στο δικαστήριο. ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΧΟΣ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΝΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΓΥΡΕΥΕΙ ΟΣΑ ΚΡΥΒΕΙ Η ΓΗ ΚΑΙ ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΔΙΚΟ ΛΟΓΟ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ [19c] ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ.

Τέτοια είναι η κατηγορία. Αυτά τα πράγματα τα είδατε κι εσείς στην κωμωδία του Αριστοφάνη, είδατε κάποιο Σωκράτη να φέρνεται απάνω στη σκηνή, να λέει πως περιπατεί απάνω στον αέρα και να φλυαρεί ένα σωρό φλυαρίες, που ποτέ δεν μου πέρασαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, από τον νου μου.

Και δεν τα λέω αυτά για να εξευτελίσω τάχα ο ίδιος αυτά τα πράγματα, αν βρίσκεται κανένας που τα γνωρίζει κι αυτά, και να ξεφύγω έτσι από τις τόσες κατηγορίες του Μέλητου. Στ᾽ αλήθεια όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, δε γνωρίζω τίποτε από τέτοια πράγματα. [19d] Σας βάζω δε μάρτυρες τους περισσότερους από σας και σας παρακαλώ να τα πείτε και να τα εξηγήσετε ο ένας με τον άλλον, όσοι μ᾽ έχετε ακούσει ποτέ να μιλώ, έστω και το παραμικρό, και είναι πολλοί από σας τέτοιοι· λέτε λοιπόν ο ένας με τον άλλον αν καμιά φορά άκουσε κανείς από σας εμένα να λέω για τέτοια πράγματα, και απ᾽ αυτά θα καταλάβετε ότι τέτοια είναι και τ᾽ άλλα που λέει για μένα ο κόσμος.


ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 19d-21a

Αλλά ούτε απ᾽ αυτά είναι τίποτε σωστό, και αν ίσως ακούσατε να λένε πως εγώ καταπιάνομαι να κάμω τον δάσκαλο [19e] με πληρωμή, ουδέ τούτο είν᾽ αλήθεια. Επειδή κι αυτό δεν μου φαίνεται άσχημο, αν είναι κανένας ικανός να κάνει τον δάσκαλο, όπως ο Γοργίας ο Λεοντίνος και ο Πρόδικος ο Κείος και ο Ιππίας ο Ηλείος. Γιατί καθένας απ᾽ αυτούς, ω άνδρες Αθηναίοι, είναι ικανός να γυρίζει από πολιτεία σε πολιτεία και να πείθει τους νέους, εκείνους που είν᾽ ελεύθεροι ν᾽ ακολουθούν όποιον θέλουν, [20a] ν᾽ αφήνουν τις παλιές τους συντροφιές και να πηγαίνουν μαζί τους και όχι μόνο να τους πληρώνουν μα και να τους το χρωστούν για χάρη. Και είναι και κάποιος άλλος εδώ σοφός από την Πάρο, που έμαθα πως ήλθε στον τόπο μας. Γιατί έτυχε να συνομιλήσω μ᾽ έναν, τον Καλλία, τον γιο του Ιππονίκου που έχει πληρώσει στους σοφιστές περισσότερα χρήματα από όλους τους άλλους μαζί. Τον ερώτησα λοιπόν αυτόν (γιατί έχει δύο γιους):

Καλλία, του είπα, αν τα δυο σου παιδιά ήτανε πουλάρια ή μοσχαράκια, θα είχαμε να τους πάρουμε, με πληρωμή, κάποιον για να [20b] τα μεγαλώσει όμορφα και καλά, όπως τους πρέπει· κι αυτός θα ήτανε βέβαια ή ιπποκόμος ή γεωργός· τώρα που είναι άνθρωποι, σαν ποιόν παιδαγωγό έχεις στον νου σου να τους πάρεις;

Ποιός είναι που κατέχει την επιστήμη να τους αναθρέψει, σαν ανθρώπους και σαν πολίτες· γιατί νομίζω πως, αφού απόκτησες τα παιδιά σου, θα τα έχεις συλλογισθεί όλα αυτά. Υπάρχει λοιπόν κανένας, είπα εγώ, ή όχι; Βέβαια, μου είπε εκείνος. Και ποιός είν᾽ αυτός, είπα εγώ, και από πού; Και πόσα παίρνει για τη διδαχή; — Ο Εύηνος, Σωκράτη, μου είπε, από την Πάρο και παίρνει πέντε μνες. Κι εγώ μακάρισα τον Εύηνο, αν ξέρει στ᾽ αλήθεια [20c] τέτοια τέχνη και διδάσκει τόσο κατάλληλα. Γιατί κι εγώ ο ίδιος θα καμάρωνα και θα περηφανευόμουν, αν τα ήξερα αυτά. Μα δεν τα ξέρω, ω άνδρες Αθηναίοι.

Ίσως όμως κάποιος από σας θα μου ᾽λεγε: Μα λοιπόν ποιά είναι η δική σου δουλειά, Σωκράτη; και γιατί σου έχουνε βγάλει αυτές τις διαβολές; Γιατί αν δεν καταγινόσουν σε τίποτε σπουδαιότερο από τους άλλους, δε θα έβγαζες τέτοια φήμη και δε θα γινότανε λόγος για σένα, αν δεν έκανες τίποτε αλλιώτικο απ᾽ τον άλλο κόσμο. Πες μας λοιπόν εσύ τί [20d] είναι αυτό, για να μη λέμε κι εμείς για σένα ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι. Όποιος τα πει αυτά θα ᾽χει δίκαιο μου φαίνεται και γι᾽ αυτό θα προσπαθήσω να σας αποδείξω τί είν᾽ εκείνο που και το όνομα μου έχει βγάλει αυτό και τις διαβολές. 

Ακούστε λοιπόν.

Ίσως θα φανώ σε μερικούς πως χωρατεύω, να ξέρετε όμως καλά πως θα σας πω όλη την αλήθεια. Γιατί εγώ έχω βγάλει αυτό το όνομα, ω άνδρες Αθηναίοι, για κάποια σοφία που έχω. Τί είδος λοιπόν σοφία είναι αυτή; Είναι ίσως ανθρώπινη σοφία, και τωόντι κοντεύω να έχω αυτή την σοφία· αυτοί όμως που [20e] σας έλεγα τώρα φαίνεται να ᾽χουν κάποια σοφία ανώτερη από την ανθρώπινη ή δεν έχω τί να πω· γιατί εγώ τουλάχιστον δεν την ξέρω και όποιος το λέει λέει ψέματα και τα λέει για να με διαβάλει.

Και σας παρακαλώ, ω άνδρες Αθηναίοι, μην ταραχθείτε, ακόμα κι αν σας φανεί πως λέω κατιτί υπερβολικό, γιατί τα λόγια που θα σας πω δεν είναι δικά μου. Είναι λόγια κάποιου που του έχετε μεγάλη εμπιστοσύνη. Γιατί για τη δική μου σοφία, αν έχω κάποια κι αν αξίζει τίποτε, θα σας φέρω μάρτυρα τον θεό των Δελφών. Τον Χαιρεφώντα τον γνωρίζετε βέβαια. Ήτανε [21a] φίλος μου από νέος και φίλος των δημοκρατικών και μαζί σας εξορίσθηκε και μαζί σας ξαναγύρισε. Και ξέρετε δα τί άνθρωπος ήτανε ο Χαιρεφών, πόσο ήτανε ακράτητος σ᾽ ό,τι κι αν επιχειρούσε.

Και λοιπόν κάποτε πήγε και στους Δελφούς και τόλμησε να ρωτήσει το μαντείο γι᾽ αυτό το ζήτημα· και μην ξαφνισθείτε γι᾽ αυτό που θα σας πω, ω άνδρες Αθηναίοι. Ρώτησε δηλαδή αν είναι κανένας σοφότερος από μένα. Η Πυθία λοιπόν αποκρίθηκε πως κανένας δεν είναι σοφότερος. Και γι᾽ αυτό το πράγμα σάς φέρνω μάρτυρα τον αδελφό του, αυτόν εδώ, γιατί εκείνος είναι πεθαμένος.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 21b-22c

[21b] Καθώς θα ιδείτε έχω τον λόγο μου που σας τα λέω αυτά· γιατί θέλω να σας εξηγήσω από πού έχει βγει η κατηγορία που μου κάνουν. Όταν άκουσα εγώ τα λόγια αυτά, είπα με τον νου μου:

Τί είν᾽ αυτά τάχα που λέει ο θεός και τί εννοεί, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω να είμαι σοφός, ούτε λίγο ούτε πολύ. Τί θέλει να πει λοιπόν, όταν λέει πως εγώ είμαι ο πιο σοφός απ᾽ όλους; γιατί βέβαια δε λέει ψέματα· δεν είναι δυνατό να πει ψέματα. Και για πολύν καιρόν απορούσα τί τάχα ήθελε να πει το μαντείο· πολύ πιο ύστερα άρχισα να καλοεξετάζω το πράγμα, όπως θα σας πω.

Πήγα σε κάποιον απ᾽ αυτούς που περνούνε για σοφοί, για να [21c] μπορέσω εκεί, αν ήτανε δυνατόν, να βρω λάθος στο μαντείο και να του πω: «Νά, αυτός είναι πιο σοφός από μένα κι εσύ είπες πως είμαι εγώ». Καθώς τον εξέταζα λοιπόν (καμιά ανάγκη δεν είναι να σας τον πω με το όνομά του· ήταν ένας από τους πολιτειολόγους, και, εξετάζοντάς τον, μου έκαμε την εντύπωση που θα σας πω, ω άνδρες Αθηναίοι) και καθώς μιλούσα μ᾽ αυτόν μου φάνηκε πως ο άνθρωπος αυτός περνάει για σοφός στους άλλους και μάλιστα στον εαυτό του, μα στ᾽ αλήθεια δεν είναι. Και ύστερα προσπάθησα να του αποδείξω ότι ενόμιζε πως είναι σοφός, δεν ήταν όμως. [21d] Από τότε κι αυτός μ᾽ εχθρεύθηκε και άλλοι πολλοί που ήταν μπροστά.

Εγώ λοιπόν, καθώς έφευγα, έλεγα με τον εαυτό μου πως απ᾽ αυτόν τον άνθρωπο είμαι σοφότερος· γιατί κανένας από τους δυο μας σχεδόν δεν ξέρει τίποτε ωραίο ή καλό· αυτός όμως νόμιζε πως κάτι ξέρει χωρίς να ξέρει, ενώ εγώ, καθώς δεν ξέρω, έτσι ουδέ νομίζω πως ξέρω. Μου φαίνεται λοιπόν πως απ᾽ αυτόν είμαι λιγάκι σοφότερος δηλαδή τούτο μόνο, πως τουλάχιστο δεν νομίζω πως ξέρω εκείνα που δεν ξέρω. Ύστερα απ᾽ αυτόν επήγα σε άλλον από κείνους που περνούν για σοφότεροι κι απ᾽ αυτόν και [21e] τα ίδια πάλι κι απαράλλακτα βρήκα. Και εδώ έγινα πάλι μισητός και σε τούτον και σε άλλους.

Ύστερα απ᾽ αυτά, εξακολούθησα να πηγαίνω σ᾽ άλλους. Το αισθανόμουν πως γινόμουν μισητός κι είχα λύπη γι᾽ αυτό και κάποιο φόβο, ενόμιζα όμως πως έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να τιμήσω τον χρησμό του θεού. Ας πάω λοιπόν, έλεγα, σε όλους όσοι [22a] νομίζουν πως ξέρουν κατιτί, για να ξεδιαλύσω τί λέει ο χρησμός.

Και, μά τον Κύνα, ω άνδρες Αθηναίοι, (γιατί σ᾽ εσάς πρέπει να πω την αλήθεια) νά! ποιά εντύπωση μου κάμανε: οι πιο διάσημοι απ᾽ αυτούς μου φάνηκαν πως απάνω κάτω δεν ήξεραν να μου πουν τίποτε σωστό, όταν εγώ γύρευα το νόημα του θεού, κι οι άλλοι που περνούνε για χειρότεροι μου φάνηκαν πως βρίσκονται πιο σιμά στη φρόνηση.

Πρέπει λοιπόν να σας περιγράψω όλες μου τις περιπλανήσεις, γιατί είναι κόποι που έκαμα, για να γίνει ακλόνητη μέσα μου η μαντεία. Ύστερ᾽ απ᾽ τους πολιτειολόγους πήγα στους ποιητές, και των τραγωδιών και των [22b] διθυράμβων και στους άλλους όλους, με την ιδέα πως εδώ πια, φως φανερά, θα πιάσω τον εαυτό μου αμαθέστερο από κείνους.

Αφού πήρα λοιπόν τα πιο καλοκαμωμένα ποιήματά τους, τους ρώτησα το νόημά τους για να μάθω κιόλα κάτι απ᾽ αυτούς. Ντρέπομαι, ω άνδρες Αθηναίοι, να σας πω την αλήθεια και όμως πρέπει να σας την πω. Μπορεί να πει κανένας πως οι άλλοι που ήσαν μπροστά μπορούσαν να μιλήσουν καλύτερα γι᾽ αυτά παρά εκείνοι που τα είχαν κάνει. Κατάλαβα λοιπόν πάλι, πολύ σύντομα, και για τους ποιητές, ότι τα ποιήματά τους δεν τα κάνουν [22c] ξέροντας οι ίδιοι τί κάνουν, αλλ᾽ έτσι φυσικά, από θεία έμπνευση, σαν τους μάγους δηλαδή και τους προφήτες· λένε πολλά και ωραία πράγματα, μα κι οι ίδιοι δεν ξέρουν τί λένε.

Αυτά μου φάνηκε πως παθαίνουν και οι ποιητές. Και κοντά στ᾽ άλλα κατάλαβα πως αυτοί νομίζουν ότι με την ποίηση είναι σοφότατοι άνθρωποι και στ᾽ άλλα πράγματα που δεν ήσαν. Έφυγα λοιπόν κι από εδώ, με την ιδέα πως κι απ᾽ αυτούς είμαι ανώτερος, κατά το ίδιο πράγμα που είμαι κι από τους πολιτειολόγους.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 22c-24b

Στο τέλος πήγα στους τεχνίτες· καταλάβαινα [22d] και μόνος μου πως από τέτοια δουλειά δεν εγνώριζα τίποτε και ήξερα πως αυτούς θα τους βρω να γνωρίζουν πολλά και ωραία πράγματα. Και όσο για αυτό δε γελάσθηκα, αλλά κι αυτοί γνωρίζανε εκείνα που δεν εγνώριζα εγώ και σ᾽ αυτά ήσαν σοφότεροι από μένα. Μου φάνηκε όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, πως κι αυτοί, οι καλοί τεχνίτες, είχανε το ίδιο ελάττωμα με τους ποιητές· δηλαδή με το να δουλεύουν καλά στην τέχνη τους, καθένας απ᾽ αυτούς είχε την αξίωση πως ξέρει κι όλα τ᾽ άλλα, και τα πιο μεγάλα ακόμα, και το ελάττωμά τους αυτό τους χαλούσε [22e] κι εκείνα που ήξεραν ακόμα. Ώστε με κάνανε να συλλογίζομαι τον χρησμό και να λέω με τον εαυτό μου τί τάχα να προτιμήσω: να μείνω όπως είμαι, χωρίς να ξέρω όσα ξέρουν εκείνοι, ούτε πάλι να μην ξέρω όσα εκείνοι δεν ξέρουν, ή να τα ᾽χω και τα δυο σαν κι εκείνους. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου, λογαριάζοντας και τον χρησμό, πως καλύτερα είναι να μείνω όπως είμαι.

Απ᾽ αυτήν εδώ λοιπόν την εξέταση που έκαμα, ω άνδρες Αθηναίοι, [23a] μου έχουν γεννηθεί εναντίον μου πολλές έχθρες, τόσο δυσάρεστες και βαριές, που μου γέννησαν ένα σωρό διαβολές και μου βγάλανε και τ᾽ όνομα πως είμαι σοφός. Γιατί οι περισσότεροι που βρέθηκαν μπροστά μου κάθε φορά νομίζουν πως είμαι σοφός σ᾽ εκείνα που βγάζω ανήξερους τους άλλους· κι η αλήθεια όμως είναι πως, όπως φαίνεται, ο θεός μονάχα είναι σοφός, κι αυτό είπε και στον χρησμό, πως η ανθρώπινη σοφία πολύ λίγο αξίζει και ίσως ίσως και τίποτε. Και φαίνεται πως αυτό δεν το είπε για τον Σωκράτη εμένα, αλλά πήρε [23b] τ᾽ όνομά μου στο στόμα του, σαν να ᾽θελε να πει πως: «Εκείνος, ω άνθρωποι, είναι ο σοφότερος από όλους σας, όποιος, σαν τον Σωκράτη, έχει καταλάβει πως αληθινά η σοφία του δεν αξίζει τίποτε».

Αυτά λοιπόν κι εγώ ακόμη και τώρα τριγυρνώ και ζητώ κι εξετάζω, σύμφωνα με το θέλημα του θεού, σε δικούς μας και ξένους, όποιους νομίζω απ᾽ αυτούς πως είναι σοφοί· κι όταν καταλάβω πως δεν είναι, κάνοντας το θέλημα του θεού, του αποδείχνω καθενός πως σοφός δεν είναι. Και μ᾽ αυτές τις φροντίδες, ούτε για τον τόπο μου ᾽μεινε καιρός να κάμω τίποτε σημαντικό ούτε για την οικογένειά μου, μόνο [23c] βρίσκομαι πάντα σε μεγάλη φτώχεια, για την αγάπη του θεού.

Εκτός όμως απ᾽ αυτά, οι νέοι που μονάχοι τους μ᾽ ακολουθούνε, όσοι έχουν όλον τον καιρό, τα παιδιά των πιο πλουσίων δηλαδή, ευχαριστούνται ν᾽ ακούνε την εξέταση αυτή που κάνω στους ανθρώπους και πολλές φορές με μιμούνται κι αυτοί και ύστερα καταπιάνονται κι αυτοί να εξετάζουν τους άλλους· και μ᾽ αυτόν τον τρόπο, νομίζω πως βρίσκουν πολλούς απ᾽ αυτούς που φαντάζονται πως ξέρουν κάτι, δεν ξέρουν όμως τίποτε ή πολύ λίγα.

Αυτοί λοιπόν που εξετάζονται από τους μαθητές μου τα βάζουν μ᾽ εμένα, όχι μ᾽ αυτούς, [23d] και λένε πως είναι κάποιος Σωκράτης, βρωμερός άνθρωπος, και διαφθείρει τους νέους. Και όταν τους ρωτήσει κανένας τί κάνει και τί διδάσκει που τους διαφθείρει, δεν έχουν τίποτε να πουν, γιατί τίποτε δεν ξέρουν· και για να μη φαίνονται πως δεν έχουν τί να πουν, ξαναλένε εκείνα που έχουν πρόχειρα για όλους τους φιλοσόφους, ότι τάχα εξετάζει τα επουράνια και τ᾽ απόκρυφα της γης και δεν πιστεύει τους θεούς και κάνει τον άδικον λόγον δίκαιον.

Γιατί, όπως νομίζω, δεν θέλουν να πούνε την αλήθεια, για να μη φανερωθούν πως χωρίς να ξέρουν τίποτε προσποιούνται πως ξέρουν κάτι. Έτσι λοιπόν νομίζω πως οι άνθρωποι αυτοί, καθώς είναι φιλόδοξοι [23e] και ορμητικοί και πολλοί και μιλούν όλοι μαζί για μένα με τον πιο πειστικό τρόπο, σας γέμισαν τ᾽ αυτιά από καιρό με τις πιο άγριες διαβολές. Απ᾽ αυτούς είναι και ο Μέλητος και ο Άνυτος και ο Λύκων που μου επιτέθηκαν. Ο Μέλητος θυμωμένος για το μέρος των ποιητών, ο Άνυτος για το μέρος των τεχνιτών και [24a] των πολιτειολόγων και ο Λύκων για το μέρος των ρητόρων. Ώστε, όπως σας έλεγα στην αρχή, θα το θαύμαζα κι εγώ ο ίδιος, αν μπορούσα να πετάξω από πάνω μου αυτή τη διαβολή, σε τόσο λίγην ώρα, τώρα που γέμισε τον κόσμο.

Αυτή είναι η αλήθεια, ω άνδρες Αθηναίοι, και ούτε σας κρύβω το παραμικρό σ᾽ αυτά που λέω ούτε σας αλλάζω τίποτε, μολονότι ξέρω πως γι᾽ αυτά ίσα ίσα τα πράγματα έγινα μισητός. Κι αυτό είναι απόδειξη πως λέω την αλήθεια και πως η διαβολή που μου κάνουν και η αιτία της [24b] είναι όπως σας τα είπα. Και είτε τώρα είτε άλλοτε τα καλοεξετάσετε, έτσι θα τα βρείτε.

Ο Σωκράτης αντικρούει την κατηγορία του Μέλητου

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 24b-26a

Και όσο για τις κατηγορίες των πρώτων μου κατηγόρων, αρκετά είναι αυτά που σας απολογήθηκα. Όσο για τον Μέλητο, τον καλό και πατριώτη, όπως τον λένε, και τους υστερινούς, θα δοκιμάσω τώρα ν᾽ απολογηθώ και σ᾽ αυτούς.

Και επειδή αυτοί είναι άλλοι κατήγοροι, ας ξαναπάρουμε πάλι το κατηγορητήριό τους. Αυτό είναι: Λέει πως Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΧΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ [24c] ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΑ ΝΕΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ, ΑΛΛΕΣ.

Τέτοια λοιπόν είναι η κατηγορία μου και τώρα ας την εξετάσουμε στο καθετί. Λένε δηλαδή πως είμαι ένοχος, γιατί διαφθείρω τους νέους. Κι εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, λέω πως ένοχος είναι ο Μέλητος, γιατί αστειεύεται στα σοβαρά και βάζει σε αγώνες δικαστικούς τους ανθρώπους για το τίποτε, με την πρόφαση πως φροντίζει και χάνεται για πράγματα που ποτέ του γι᾽ αυτά δεν τον έμελε. Και ότι τούτο έτσι είναι θα δοκιμάσω να το αποδείξω και σ᾽ εσάς.

Κι έλα μου εδώ τώρα, Μέλητε, και πες μου. Η μόνη σου [24d] φροντίδα δεν είναι πώς να γίνουν καλύτεροι οι νέοι; — Βέβαια. — Έλα λοιπόν, πες σε τούτους τώρα ποιός είναι αυτός που τους κάνει καλύτερους. Γιατί φανερό είναι πως θα τον ξέρεις, αφού τόσο σε μέλει. Εκείνον που τους διαφθείρει, καθώς λες, τον βρήκες και είμ᾽ εγώ, που με φέρνεις στο δικαστήριο μπροστά σ᾽ αυτούς εδώ και με κατηγορείς· πες μου τώρα και ποιός είν᾽ αυτός που τους κάνει καλύτερους και δείξε τούς τον.

Βλέπεις, Μέλητε, πώς σωπαίνεις και δεν έχεις τί να πεις; και δεν ντρέπεσαι, που σου δείχνω τώρα με το παραπάνω πως δε σε μέλει καθόλου γι᾽ αυτό το πράγμα; Πες μας λοιπόν, καλέ μου, ποιός τους κάνει καλύτερους; — Οι νόμοι. [24e] — Μα δεν σε ρωτώ αυτό, λαμπρέ άνθρωπε, σε ρωτώ ποιός άνθρωπος, αφού πρώτα έμαθε κι αυτό που λες, τους νόμους. — Αυτοί εδώ, Σωκράτη, οι δικαστές. — Πώς είπες, Μέλητε; Αυτοί είναι ικανοί να εκπαιδεύσουν τους νέους και να τους κάνουν καλύτερους; — Μάλιστα. — Και ποιό απ᾽ τα δύο; Όλοι, ή μερικοί απ᾽ αυτούς ναι και άλλοι όχι; — Όλοι. — Πολύ καλά τα είπες, μά την Ήρα, και μας βρήκες ένα σωρό ωφέλιμους ανθρώπους. Γιά πες μας ακόμα. Αυτοί εδώ οι ακροατές τούς κάνουν καλύτερους [25a] ή όχι; — Κι αυτοί. — Και οι βουλευτές; — Και οι βουλευτές. — Το λοιπόν, Μέλητε, μήπως οι άνθρωποι των συνελεύσεων, οι «εκκλησιαστές», διαφθείρουν τους νέους, ή κι εκείνοι τους κάνουν καλύτερους; — Κι εκείνοι. — Όλοι λοιπόν, καθώς φαίνεται, οι Αθηναίοι τούς κάνουν καλούς και άξιους, εκτός από μένα και μόνος εγώ τους διαφθείρω. Έτσι λες; — Έτσι λέω βέβαια. — Μεγάλη δυστυχία μού φόρτωσες αλήθεια. Και τώρα αποκρίσου μου πάλι. Το ίδιο δε σου φαίνεται πως γίνεται και με τ᾽ άλογα: εκείνοι [25b] που τα καλυτερεύουν είναι όλοι οι άνθρωποι και ένας μονάχα είναι που τα καταστρέφει, ή το εναντίο ένας ή πολύ λίγοι είναι που μπορούν να τα κάνουν καλύτερα, δηλαδή οι ιπποκόμοι, ενώ ο πολύς κόσμος, αν ανακατεύεται με τ᾽ άλογα και τα μεταχειρίζεται, τα καταστρέφει; Δεν είναι έτσι, ω Μέλητε, και για τ᾽ άλογα και για όλα τ᾽ άλλα ζώα;

Έτσι είναι βέβαια, είτε το παραδεχθείτε και συ και ο Άνυτος είτε όχι· θέλω να πω πως πολλή ευτυχία θα ήτανε για τους νέους αν ένας μονάχα είναι που τους διαφθείρει και οι άλλοι όλοι [25c] τούς ωφελούν. Φανερώθηκε όμως αρκετά τώρα, Μέλητε, πως ποτέ δεν φρόντισες για τους νέους και καθαρά δείχνεις την αφροντισιά σου, πως τίποτε δε σε μέλει γι᾽ αυτά που με καταγγέλλεις.

Πες μας ακόμα, Μέλητε, για όνομα του θεού, τί είναι καλύτερο, να ζει κανένας με πολίτες καλούς ή με κακούς; Αποκρίσου, φίλε μου, γιατί δε σε ρωτώ τίποτε δύσκολο. Δεν είν᾽ αλήθεια πως οι κακοί κακό πάντα κάνουν σε όσους έχουνε κοντά τους, και οι καλοί καλό; — Βέβαια. [25d] — Είναι λοιπόν κανένας που να θέλει καλύτερα να τον βλάφτουν οι δικοί του, παρά να τον ωφελούν; Αποκρίσου καλέ μου· γιατί ο νόμος προστάζει ν᾽ αποκριθείς. Είναι κανείς που να ζητεί να τον βλάφτουν; — Όχι βέβαια. — Έλα λοιπόν, πες μου, ποιό από τα δύο έφερες εδώ: πως τάχα διαφθείρω τους νέους και τους κάνω χειρότερους γιατί το θέλω, ή χωρίς να το θέλω κι ο ίδιος; — Εγώ λέω πως το θέλεις. — Τί λοιπόν, Μέλητε; Τόσο σοφότερος είσ᾽ εσύ, με τα χρόνια που έχεις, από μένα, με τα χρόνια τα δικά μου, ώστε εσύ το κατάλαβες πως οι κακοί πάντα κακό κάνουν σ᾽ αυτούς που είναι [25e] γύρω τους και οι καλοί καλό; Κι εγώ σε τέτοια αμάθεια κατάντησα, που κι αυτό ακόμα να μην το καταλαβαίνω, πως αν κάνω σε κανένα κακόν απ᾽ αυτούς που συναναστρέφομαι, ο ίδιος θα κινδυνέψω να πάθω κακό απ᾽ αυτόν, και το μεγάλο αυτό κακό να το κάνω ο ίδιος με το θέλημά μου, όπως λες εσύ; Αυτό ποτέ δεν το πιστεύω για σένα, Μέλητε, και θαρρώ πως ούτε άλλος άνθρωπος κανένας το πιστεύει.

Λοιπόν, είτε δεν διαφθείρω, είτε κι αν διαφθείρω, [26a] το κάνω χωρίς να το θέλω· ώστε όπως και να το πάρουμε, πάντα εσύ λες ψέματα. Κι αν διαφθείρω χωρίς να το θέλω, γι᾽ αυτά τα ακούσια σφάλματα ο νόμος δε λέει να με φέρεις στο δικαστήριο, μα να με πάρεις κατά μέρος και να με συμβουλέψεις. Γιατί είναι φανερό πως αν μάθω θα πάψω να κάνω ό,τι κάνω χωρίς να θέλω. Εσύ όμως απόφυγες να μ᾽ ανταμώσεις και να με διδάξεις και δεν το θέλησες· αλλά με φέρνεις εδώ, όπου ο νόμος λέει να φέρνουν όσους χρειάζονται τιμωρία κι όχι όσους χρειάζονται μάθηση.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 26a-28a

Μα είναι φανερόν, ω άνδρες Αθηναίοι, [26b] όπως σας έλεγα, πως γι᾽ αυτά τα πράγματα ποτέ του δεν τον έμελε τον Μέλητο, ούτε πολύ ούτε λίγο. Πες μου όμως τώρα, Μέλητε, με τί τρόπο λες πως διαφθείρω τους νέους; Όπως δηλαδή έγραφες στην καταγγελία σου, ότι διδάσκω να μην πιστεύουν τους θεούς που πιστεύει ο τόπος, μόνο άλλες θεότητες καινούργιες; Δεν λες πως τους διαφθείρω με τέτοιες διδασκαλίες; — Βεβαιότατα αυτά λέω. — Λοιπόν, Μέλητε, σ᾽ ορκίζω στ᾽ όνομα αυτών των ίδιων των θεών για τους οποίους μιλείς, μίλησέ μας καθαρότερα και σ᾽ εμένα και στους [26c] άλλους ανθρώπους εδώ. Γιατί εγώ δεν μπορώ να καταλάβω ποιό απ᾽ τα δύο θέλεις να πεις: πως εγώ διδάσκω να πιστεύουν πως υπάρχουν θεοί (κι εγώ δηλαδή τότε πιστεύω πως υπάρχουν θεοί και δεν είμαι ολότελα άθεος, ούτε ενοχοποιούμαι γι᾽ αυτό), όχι όμως εκείνους που πιστεύει ο τόπος μα άλλους, και γι᾽ αυτό με καταγγέλλεις, πως άλλους πιστεύω· ή θέλεις να πεις ότι κι εγώ δεν πιστεύω ολότελα σε θεούς, και τους άλλους διδάσκω να μην πιστεύουν; — Αυτά λέω, πως δεν πιστεύεις καθόλου σε θεούς. [26d] — Θαυμάσιε Μέλητε, για ποιό λόγο τάχα τα λες αυτά; Λοιπόν δεν πιστεύω πως ούτε ο ήλιος ούτε η σελήνη είναι θεοί, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι. — Όχι, μά τον Δία, δικαστές, αφού αυτός λέει πως ο ήλιος είναι πέτρα και η σελήνη χώμα. — Μήπως νομίζεις πως καταγγέλλεις τον Αναξαγόρα, φίλε μου Μέλητε, αντί για μένα;

Μ᾽ αυτόν τον τρόπο όμως προσβάλλεις αυτούς όλους εδώ και τους παίρνεις γι᾽ αγράμματους, σαν να μην ξέρουν πως τα βιβλία του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου είναι γεμάτα από τέτοια λόγια. Και οι νέοι λοιπόν τα μαθαίνουν αυτά κάποτε από μένα, ενώ μπορούν με μία δραχμή ν᾽ αγοράσουν [26e] από την ορχήστρα το πολύ πολύ και να με γελούνε αν τους πουλούσα για δικές μου τέτοιες παράλογες μάλιστα ιδέες. Μα για τ᾽ όνομα του Διός, έτσι σου φαίνομαι; πως εγώ δεν πιστεύω σε κανέναν θεό; — Μά τον Δία, δεν πιστεύεις, όχι, δεν πιστεύεις καθόλου. — Κανένας, βέβαια, δεν σε πιστεύει, Μέλητε, και μου φαίνεται πως ούτε συ ο ίδιος έχεις πίστη σ᾽ αυτά που λες. Ναι, ω άνδρες Αθηναίοι, αυτός ο άνθρωπος μου φαίνεται πολύ υβριστής και αδιάντροπος και ολοφάνερα την καταγγελία που μου ᾽κανε την έκαμε με τρόπο υβριστικό και αδιάντροπο και παιδιακίστικο. [27a] Γιατί μοιάζει μ᾽ εκείνον που δίνει στους άλλους ένα αίνιγμα και τους ρωτά:

«Τάχα θα καταλάβει ο Σωκράτης ο σοφός πως εγώ κοροϊδεύω και λέω πράματα που δεν τα πιστεύω ο ίδιος ή θα τον γελάσω κι αυτόν και τους άλλους που μ᾽ ακούνε;» Γιατί αυτός κατά τη γνώμη μου λέει πράματα αντίθετα απ᾽ αυτά που ᾽βαλε στην καταγγελία, σαν να ᾽λεγε: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος γιατί δεν πιστεύει στους θεούς και πιστεύει στους θεούς». Τέτοια πράγματα μόνο στ᾽ αστεία λέγονται.

Ελάτε να σκεφθούμε μαζί τώρα, ω άνδρες Αθηναίοι, με τί τρόπο μού φαίνεται πως αυτή είναι η σημασία των λόγων του. Και συ, Μέλητε, αποκρίσου μας ύστερα. Κι εσείς οι άλλοι θυμηθείτε εκείνο [27b] που σας ζήτησα απ᾽ την αρχή, να μην κάνετε θόρυβο, αν μιλήσω με τον συνηθισμένο τρόπο.

Είναι κανένας άνθρωπος, Μέλητε, που να πιστεύει πως υπάρχουν πράγματα ανθρώπινα και ύστερα να μην πιστεύει πως υπάρχουν άνθρωποι; Ας μας αποκριθεί, ω άνδρες Αθηναίοι, και ας μη φωνάζει άλλα και άλλα. Είναι κανένας που να μην πιστεύει πως υπάρχουν άλογα και να πιστεύει πως υπάρχουν ιππικά πράγματα; ή αυλητές δεν νομίζει πως υπάρχουν, υπάρχουν όμως αυλητικά πράγματα; Κανένας δεν είναι, λαμπρέ άνθρωπε, κι αν εσύ δεν θέλεις να το πεις, σου το λέω εγώ και σένα και στους άλλους. Τουλάχιστον αποκρίσου σ᾽ αυτό που θα σου πω τώρα. [27c] Είναι κανένας που να πιστεύει πως υπάρχουν θεία πράγματα και θεούς να μην πιστεύει; — Δεν είναι. Μόλις και με τη βία μού αποκρίθηκες, γιατί σ᾽ αναγκάσανε αυτοί εδώ. Λοιπόν λες πως εγώ πιστεύω σε θεότητες και τις διδάσκω και στους άλλους, παλαιές ή καινούργιες· κατά τα λόγια σου λοιπόν πιστεύω σε θεότητες και το βεβαίωσες μάλιστα με όρκο στην καταγγελία.

Κι αν πιστεύω σε θεότητες δεν μπορώ παρά να πιστεύω και σε θεούς. Δεν είν᾽ έτσι; Έτσι είναι· γιατί, αφού δεν αποκρίνεσαι, υποθέτω πως το παραδέχεσαι. Και [27d] οι άλλες θεότητες δεν πιστεύουμε πως είναι θεοί ή παιδιά θεών; Το παραδέχεσαι ή όχι; — Βέβαια. — Λοιπόν αφού πιστεύω σε θεότητες, όπως λες εσύ ο ίδιος, κι αν οι θεότητες αυτές είναι θεοί, τότε λοιπόν συμβαίνει ό,τι λέω εγώ, πως μας παρουσιάζεις αινίγματα και αστειεύεσαι με το να λες μια φορά πως δεν πιστεύω θεούς και πάλι πως πιστεύω, αφού πιστεύω θεότητες. Κι αν πάλι οι θεότητες είναι νόθα παιδιά θεών είτε από νύμφες ή από άλλες θνητές όπως λένε, ποιός άνθρωπος είν᾽ εκείνος που πιστεύει σε παιδιά θεών και σε θεούς δεν πιστεύει; Έτσι [27e] παράλογο θα ήταν αν κανένας πίστευε πως υπάρχουν παιδιά αλόγων ή παιδιά γαϊδουριών, τα μουλάρια, και δεν πιστεύει πως υπάρχουνε άλογα και γαϊδούρια. Δεν είναι όμως δυνατό, Μέλητε, παρά να ᾽καμες την καταγγελία αυτή για να μας δοκιμάσεις ή γιατί δεν έβρισκες άλλο αληθινό αδίκημα να μου κολλήσεις.

Και με τί τρόπο θα πείσεις και τον πιο μικρόμυαλο πώς μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να πιστεύει και θεότητες και θεία πράγματα και πάλι ο ίδιος να μην πιστεύει μήτε [28a] θεότητες, μήτε θεούς, μήτε ήρωες; Αυτά δεν γίνονται με κανέναν τρόπο.

Ο τρόπος ζωής και η δράση του Σωκράτη 

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 28a-28d

Μα ότι εγώ δεν είμαι ένοχος, ω άνδρες Αθηναίοι, όπως λέει ο Μέλητος, μου φαίνεται πως δεν χρειάζεται και μεγάλη απολογία να σας το αποδείξω. Φθάνουν αυτά που σας είπα. Εκείνο όμως που σας έλεγα πρωτύτερα, πως πολλοί μ᾽ εχθρευθήκανε, ξέρετε καλά πως είναι αλήθεια. Και αν θα με φάει κατιτί αυτό θα με φάει, όχι ο Μέλητος και ο Άνυτος, μα η διαβολή και ο φθόνος του κόσμου. Αυτά και άλλους πολλούς και καλούς ανθρώπους [28b] φάγανε, και νομίζω πως θα φαν ακόμη, ούτε είναι φόβος να σταματήσει σ᾽ εμένα το κακό.

Ίσως θα μου ᾽λεγε όμως κανένας: «Δεν ντρέπεσαι λοιπόν, Σωκράτη, να πιάσεις ένα τέτοιο επάγγελμα που κινδυνεύεις τώρα να πεθάνεις;» Εδώ θ᾽ αποκρινόμουν σ᾽ αυτόν, με όλο μου το δίκαιο: Δεν τα λες καλά, άνθρωπέ μου, αν νομίζεις πως ένας άνθρωπος που κάνει έστω και την παραμικρή ωφέλεια στους άλλους πρέπει να λογαριάζει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει, αλλά να έχει μόνο του σκοπό, όταν κάνει κατιτί, αν αυτό που κάνει είναι δίκαιο ή άδικο κι αν ταιριάζει σε καλόν ή κακόν άνθρωπο. Γιατί τότε θα ήσαν φαύλοι, [28c] κατά τα λόγια τα δικά σου, και οι ημίθεοι που σκοτώθηκαν στην Τροία και όλοι οι άλλοι και ο γιος της Θέτιδας που τόσο περιφρόνησε τον κίνδυνο, παρά να πάθει καμιά ντροπή, ώστε όταν η μητέρα του, που ήτανε θεά, στην ώρα που αυτός έβραζε να σκοτώσει τον Έκτορα, του είπε αυτά τα λόγια, όπως ξέρουμε:

«Αν εκδικηθείς τον φόνο του φίλου σου του Πατρόκλου και σκοτώσεις τον Έκτορα και συ ο ίδιος θα πεθάνεις, γιατί αμέσως ύστερ᾽ από τον θάνατο του Έκτορα, έτοιμη είναι κι η δική σου η μοίρα», εκείνος σαν τ᾽ άκουσε αυτά, δεν έδωκε προσοχή καθόλου στον θάνατο και στον κίνδυνο, του φάνηκε [28d] μάλιστα φοβερότερο να ζήσει ντροπιασμένος, χωρίς να εκδικηθεί τον φίλο του. «Καλύτερα να πεθάνω αυτή τη στιγμή, είπε, και να εκδικηθώ τον ένοχο, παρά να μείνω εδώ καταγέλαστος κοντά στα καμαρωτά καράβια, βάρος της γης. Νομίζεις λοιπόν πως κι αυτός φρόντιζε καθόλου για τον θάνατο και τον κίνδυνο;»

Έτσι είναι η αλήθεια, ω άνδρες Αθηναίοι. Στη θέση που διαλέξει κανένας, γιατί μόνος του τη νόμισε καλύτερη, ή που τοποθετηθεί από τον αρχηγό του, πρέπει να μένει σταθερός, κατά τη γνώμη μου, με κάθε κίνδυνο, χωρίς να λογαριάζει καθόλου ούτε τον θάνατο ούτε άλλο τίποτε, μπροστά στην ατιμία.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 28d-30c

Παράξενο πράγμα θα είχα κάνει, ω άνδρες [28e] Αθηναίοι, αν, όταν οι άρχοντες που εσείς εκλέξατε να με κυβερνούν με τοποθέτησαν στην Ποτίδαια και στην Αμφίπολη και στο Δήλιο, έμενα τότε σαν όλους τους άλλους στη θέση μου και κινδύνευα να σκοτωθώ, όταν όμως μ᾽ έβαλε ο θεός σε μια θέση, όπως εγώ ενόμισα και είχα την ιδέα να περάσω τη ζωή μου, δηλαδή με τη φιλοσοφία και την εξέταση του εαυτού μου και των άλλων, να φοβηθώ τον θάνατο [29a] ή ό,τι άλλο και ν᾽ αφήσω τη θέση μου.

Βέβαια αυτό θα ήτανε το παράξενο και τότε ίσα ίσα έπρεπε να με στείλουν στο δικαστήριο, πως δεν πιστεύω στην ύπαρξη των θεών, αφού παρακούω τη μαντεία και φοβούμαι τον θάνατο και νομίζω πως είμαι σοφός χωρίς να είμαι.

Γιατί το να φοβάται κανένας τον θάνατο, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν είναι άλλο τίποτε παρά να νομίζει πως είναι σοφός χωρίς να είναι· γιατί θα πει ότι υποθέτει πως γνωρίζει εκείνα που δεν ξέρει.

Γιατί κανένας δεν ξέρει τί είναι ο θάνατος, ούτε αν είναι το μεγαλύτερο καλό για τους ανθρώπους· και το φοβούνται όλοι σαν να γνωρίζουν καλά [29b] πως είναι το μεγαλύτερο κακό. Και πώς; Δεν είναι αυτό η πιο ντροπιασμένη αμάθεια να νομίζει κανένας πως γνωρίζει εκείνα που δεν ξέρει; Εγώ όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, και σε τούτο εδώ διαφέρω από τους περισσότερους ανθρώπους και, αν λέω πως είμαι σοφότερος από έναν άλλον σε κάτι, είναι σ᾽ αυτό: ότι αφού δεν ξέρω αρκετά για τα πράγματα του Άδη, έτσι και το νομίζω πως δεν ξέρω. Αλλά να είμαι άδικος και να παρακούω τον καλύτερό μου, είτε θεόν είτε άνθρωπο, ξέρω πως είναι κακό και ντροπιασμένο.

Μπροστά στα κακά λοιπόν, που τα ξέρω πως είναι κακά, εκείνα που δεν ξέρω αν είναι καλά δεν θα τα φοβηθώ καθόλου ποτέ, ούτε θα τ᾽ αποφύγω· ώστε και αν [29c] τώρα εσείς με αθωώσετε και δεν πεισθείτε στον Άνυτο, που είπε πως ή δεν έπρεπε εξαρχής να σταλώ στο δικαστήριο ή, αφού ήλθα εδώ, δεν είναι δυνατό πια να μην καταδικασθώ σε θάνατο και πως, αν ξεφύγω, τα παιδιά σας, καταγινόμενα με τη διδασκαλία του Σωκράτη, θα διαφθαρούν όλα πέρα πέρα, αν μου πείτε τώρα, λέγω, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά: «Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστεύσουμε τον Άνυτο, αλλά σε αθωώνουμε, με τη συμφωνία όμως να μην καταγίνεσαι πια σ᾽ αυτά τα ζητήματα, μήτε να φιλοσοφείς· κι αν [29d] σε πιάσουμε να ξανακάνεις τα ίδια, θα καταδικασθείς σε θάνατο», αν λοιπόν, όπως είπα, με τέτοια συμφωνία με αθωώσετε, θα σας πω ότι εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, θ᾽ ακούσω όμως περισσότερο τον θεό από σας, και, όσο έχω πνοή και είμαι δυνατός, δεν θα παύσω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω, με όποιον κι αν βρεθώ, και να σας λέω εκείνα που συνήθισα, δηλαδή:

Ω άνθρωπε, καλύτερε απ᾽ όλους, που είσαι Αθηναίος, από την πόλη τη μεγαλύτερη και πιο ξακουσμένη και στη σοφία και στη δύναμη, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για χρήματα, με τί τρόπο ν᾽ αποκτήσεις περισσότερα, [29e] και για την υπόληψη και την τιμή, για την φρόνηση και την αλήθεια και για την ψυχή σου, πώς να την καλυτερεύσεις, δεν καταγίνεσαι και δεν φροντίζεις καθόλου;

Και αν κανένας από σας αμφισβητήσει και πει πως φροντίζει, δεν θα τον αφήσω και δεν θα φύγω, αλλά θα τον ρωτήσω και θα τον εξετάσω και θα τον εξελέγξω και, αν μου φανεί πως δεν έχει στ᾽ αλήθεια αυτή την αρετή, [30a] παρά μόνο με τα λόγια, θα τον περιγελάσω, γιατί τόσο λίγο φροντίζει για κείνα που αξίζουν πολύ και τόσο πολύ για τα πιο τιποτένια. Αυτό θα κάνω σε όποιον συντύχω, είτε νεότερον είτε γεροντότερο, και ξένο και ντόπιο, και περισσότερο στους ντόπιους, γιατί περισσότερο συγγενεύετε μαζί μου. Γιατί αυτά προστάζει ο θεός, ξέρετέ το καλά. Κι εγώ φαντάζομαι πως δεν έγινε ακόμη μεγαλύτερο καλό σε σας και στην πολιτεία, από την υπηρεσία μου αυτή προς τον θεό. Γιατί εγώ τίποτε άλλο δεν κάνω, καθώς τριγυρίζω παντού, παρά να σας πείθω, νέους και γέρους, μήτε για τα σώματά σας [30b] να φροντίζετε, μήτε για χρήματα πρώτα πρώτα και με τόσο ζήλο, όσο για την ψυχή σας, πώς να την κάμετε καλύτερη, λέγοντάς σας πως τα χρήματα δεν κάνουν την αρετή αλλά η αρετή τα χρήματα και όλα τα άλλα καλά των ανθρώπων και στην ιδιωτική ζωή και στη δημόσια.

Αν λοιπόν, λέγοντας αυτά, διαφθείρω τους νέους, τότε αυτά που λέω θα ήσαν βλαβερά· και αν μου πει κανένας πως δεν λέω αυτά μα άλλα, δεν λέει τίποτε. Σε τέτοια λόγια θα έλεγα, ω άνδρες Αθηναίοι: Ή ακούσετε τον Άνυτο ή δεν τον ακούσετε, ή με αθωώσετε ή δεν με αθωώσετε, εγώ δεν [30c] θα κάμω άλλο πράγμα απ᾽ αυτό που κάνω, και αν μου μέλλεται να πεθάνω, όχι μία φορά μα και πολλές.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 30c-32a

Μη θορυβείτε, ω άνδρες Αθηναίοι, μόνο κάνετέ μου τη χάρη που σας ζήτησα, να μη θορυβείτε σε όσα και αν ειπώ, αλλά να μ᾽ ακούσετε· γιατί φαντάζομαι πως θα ωφεληθείτε απ᾽ αυτά που θ᾽ ακούσετε. Εγώ θα σας πω και άλλα ακόμα, που θα σας κάνουν να φωνάξετε· μην το κάνετε όμως. Γιατί πρέπει να ξέρετε καλά, αν με καταδικάσετε εμένα σε θάνατο, έναν τέτοιον άνθρωπο, όπως ο ίδιος σας είπα τον εαυτό μου, περισσότερο θα βλάψετε τον εαυτό σας παρά εμένα. Εμένα σε τίποτε δεν θα μ᾽ έβλαπτε ούτε ο Άνυτος ούτε ο Μέλητος. Γιατί ούτε θα μπορούσαν να το κάμουν· δεν είναι δυνατό [30d] νομίζω τον καλύτερον άνθρωπο να τον βλάψει ο χειρότερος. Ίσως μπορεί να τον θανατώσει ή να τον εξορίσει ή να τον ατιμάσει. Αυτά όμως ίσως αυτός και κανένας άλλος τα νομίζουν για μεγάλα κακά· εγώ δεν τα νομίζω, εξεναντίας νομίζω πολύ περισσότερο κακό να κάνει κανένας αυτά που κάνει αυτός, δηλαδή να θέλει να θανατώσει άδικα έναν άνθρωπο.

Τώρα λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, εγώ κάθε άλλο κάνω παρά ν᾽ απολογούμαι για τον εαυτό μου, όπως θα νομίζετε ίσως, μ᾽ απολογούμαι για σας, μήπως αμαρτήσετε στον θεό [30e] για το χάρισμα που σας έκανε, με την καταδικαστική σας ψήφο. Γιατί αν με θανατώσετε δεν θα βρείτε εύκολα άλλον σαν κι εμένα, κολλημένον από το θεό στην πόλη, αν και είναι αστείο να το πούμε έτσι, σα σε μεγάλο και δυνατό άλογο, μα νωθρό απ᾽ το πάχος του, που για να ξυπνήσει έχει ανάγκη από μιαν αλογόμυγα. Σαν τέτοια μού φαίνεται πως με κόλλησε κι εμένα ο θεός στην πολιτεία, να σας ξυπνώ και να σας πείθω και να σας πειράζω καθέναν από σας, κι έτσι [31a] δεν παύω όλη την ημέρα να σας κολλάω εδώ κι εκεί.

Τέτοιος λοιπόν άλλος δεν θα βρεθεί για σας εύκολα, ω άνδρες Αθηναίοι, κι αν με πιστεύετε δεν θα με καταδικάσετε. Εσείς όμως δυσαρεστημένοι ίσως, σαν κι εκείνους που σηκώνονται νυσταγμένοι ακόμα, θα πιστεύσετε τον Άνυτο και θα με κτυπήσετε και με όλη την ευκολία ίσως θα με θανατώσετε· και ύστερα όλη σας τη ζωή θα μείνετε κοιμισμένοι, αν δεν σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει κανέναν άλλον. Και ότι εγώ είμαι ο άνθρωπος που έπρεπε ο θεός να χαρίσει στην πολιτεία, θα το καταλάβετε [31b] απ᾽ αυτά που θα σας πω· γιατί δεν μου φαίνεται ανθρώπινο πράγμα να παραμελήσω εγώ τα δικά μου πράγματα και ν᾽ ανέχομαι να βλέπω τους ανθρώπους μου αμελημένους τόσον καιρό και να κοιτάζω πάντα τα δικά σας συμφέροντα και να πηγαίνω χωριστά σε καθέναν από σας, σαν πατέρας ή μεγαλύτερος αδελφός, να σας παρακινώ να επιμελείσθε την αρετή.

Και αν τουλάχιστον απόλαυα τίποτε απ᾽ αυτά κι έπαιρνα κανέναν μισθό για να σας συμβουλεύω, θα είχα κάποιο λόγο· τώρα όμως, το βλέπετε δα και σεις οι ίδιοι, οι κατήγοροί μου, ενώ για όλα τ᾽ άλλα αδιάντροπα με κατηγόρησαν, όσο γι᾽ αυτό δεν μπόρεσαν πια να χάσουν κάθε ντροπή [31c] και να φέρουν μάρτυρα πως εγώ πήρα ποτέ πληρωμή από κανέναν ή ζήτησα. Γιατί εγώ ο ίδιος σας παρουσιάζω, νομίζω, αρκετόν μάρτυρα πως λέω την αλήθεια τη φτώχεια μου.

Ίσως όμως θα φανεί άτοπο ότι εγώ ιδιαιτέρως συμβουλεύω όλ᾽ αυτά και τριγυρίζω και σκοτίζομαι για τόσα πράγματα, αλλά δημοσία δεν τολμώ να φανερωθώ μπροστά στον δήμο και να συμβουλεύσω όσα πρέπει στον τόπο. Η αιτία είναι εκείνο που πολλές φορές και σε πολλά μέρη μ᾽ ακούσατε να λέω, ότι μου ᾽ρχεται δηλαδή κάτι θείο πράγμα και [31d] υπεράνθρωπο [μια φωνή] που και ο Μέλητος στ᾽ αστεία το ανάφερε μέσα στην κατηγορία. Αυτό το πράγμα μού άρχισε από τα παιδικά μου χρόνια και γίνεται μια φωνή μέσα μου, που, όταν γίνει, μ᾽ εμποδίζει πάντα από κείνο που πάω να κάμω και ποτέ δεν με προτρέπει. Αυτό είναι που μου εναντιώνεται και να πολιτευθώ. Και παρά πολύ καλά μού φαίνεται πως εναντιώνεται. Γιατί πολύ καλά ξέρετε, ω άνδρες Αθηναίοι, πως αν εγώ από καιρό επιχειρούσα να πολιτευθώ θα ήμουν χαμένος και ούτ᾽ εσάς θα σας είχα ωφελήσει [31e] τίποτε ούτε τον εαυτό μου.

Και μη θυμώνετε μαζί μου που σας λέω την αλήθεια· γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να σωθεί όταν εναντιώνεται με ειλικρίνεια, είτε σε σας είτε σε άλλον λαό, κι εμποδίζει να γίνονται πολλά άδικα και παράνομα στον τόπο. Γι᾽ αυτό [32a] είναι ανάγκη όποιος με τα σωστά του μάχεται για τη δικαιοσύνη, κι αν θέλει να σωθεί για λίγον καιρό, να μένει ιδιώτης και να μην ανακατεύεται στα πολιτικά.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 32a-33b

Εγώ λοιπόν θα σας φέρω μεγάλες αποδείξεις, όχι λόγια αλλά εκείνο που εκτιμάτε εσείς, έργα. Ακούστε αυτά που μου συνέβηκαν, για να μάθετε πως σε κανέναν δεν υποχώρησα μπροστά στο δίκαιο, από τον φόβο του θανάτου, αν και ήξερα πως, αν δεν υποχωρούσα, θα χανόμουν. Και θα σας πω πράγματα φορτικά και δικανικά, μ᾽ αληθινά. Γιατί εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, άλλο υπούργημα κανένα [32b] δεν έλαβα στην πολιτεία, παρά μόνο στη βουλή των πεντακοσίων.

Έτυχε να πρυτανεύει τότε η Αντιοχίς φυλή η δική μας, την εποχή που εσείς αποφασίσατε να δικάσετε τους δέκα στρατηγούς, που δεν είχανε σηκώσει τους νεκρούς της ναυμαχίας, όλους μαζί, παράνομα, όπως το είδατε και μόνοι σας ύστερα. Τότε μονάχος εγώ από τους πρυτάνεις εναντιώθηκα να μην κάνουνε τίποτε εναντίο στους νόμους και έδωκα αντίθετη ψήφο· και, ενώ οι ρήτορες ήσαν έτοιμοι να με καταγγείλουν και να με στείλουν στο δικαστήριο, και σεις τους παρακινούσατε με φωνές, [32c] εγώ νόμισα πως έπρεπε μάλλον να διακινδυνεύσω μαζί με τους νόμους και το δίκαιο, παρά από φόβο φυλακής ή θανάτου να ᾽ρθω με το μέρος το δικό σας, που δεν σκεπτόσαστε δίκαια πράγματα. Και αυτά όταν ο τόπος είχε ακόμα δημοκρατία.

Μα όταν έγινε ολιγαρχία, οι τριάκοντα με προσκάλεσαν με τέσσερες άλλους στον Θόλο κι επρόσταξαν να φέρουμε από τη Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον θανατώσουν, κι έδωκαν κι άλλες πολλές παρόμοιες προσταγές γι᾽ άλλους, θέλοντας να ενοχοποιήσουν όσους μπορούσαν περισσότερους. Τότε λοιπόν εγώ, [32d] όχι με λόγια αλλά με έργα απόδειξα πως εμένα δεν με μέλει για τον θάνατο, να το πούμε έτσι χονδρά χονδρά, ουδέ τόσο δα, αλλά με μέλει προπάντων να μην κάνω τίποτε άδικο· όταν όμως βγήκαμε από τον Θόλο, οι άλλοι τέσσερες έφυγαν για τη Σαλαμίνα και φέρανε τον Λέοντα, μα εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι μου. Και γι᾽ αυτό το πράγμα ίσως θα θανατωνόμουν, αν γρήγορα δεν έπεφταν από την εξουσία. Κι [32e] αυτά είναι πολλοί που μπορούνε να σας τα μαρτυρήσουν.

Νομίζετε λοιπόν πως θα μπορούσα εγώ να ζήσω τόσα χρόνια, αν επολιτευόμουν, και, όπως οφείλει να κάνει κάθε καλός άνθρωπος, βοηθούσα πάντα τους δίκαιους και είχα, όπως πρέπει, μόνη μου φροντίδα αυτή; Κάθε άλλο, ω άνδρες Αθηναίοι, ούτε άλλος [33a] κανένας σαν κι εμένα. Εγώ όμως σε όλη μου τη ζωή, αν πολιτεύθηκα ποτέ καμιά φορά, και σαν ιδιώτης, τέτοιος κι ο ίδιος πάντα θα φανώ, πως δηλαδή σε κανέναν δεν συχώρεσα τίποτε εναντίο στη δικαιοσύνη, ούτε σε άλλον, ούτε σε κανέναν απ᾽ αυτούς, που, για να με διαβάλουν, τους λένε μαθητές μου. Εγώ δάσκαλος ποτέ μου σε κανέναν δεν έγινα· κι αν κανένας θέλει να μ᾽ ακούσει όταν μιλώ και κάνω το έργο μου, είτε νεότερος είτε γεροντότερος, σε κανέναν δεν αρνήθηκα ποτέ μου. Ούτε πάλι όταν παίρνω χρήματα [33b] μιλώ και όταν δεν παίρνω όχι, αλλά και σε πλούσιους και σε φτωχούς πρόθυμος είμαι πάντα να με ρωτούν και αν θέλει κανένας ν᾽ ακούσει αυτά που λέω και να μου αποκρίνεται. Και είτε γίνει κανένας καλός είτε όχι, δεν είναι δίκαιο να έχω την ευθύνη εγώ, που μήτε υποσχέθηκα ποτέ μου σε κανέναν να διδάξω τίποτε, μήτε δίδαξα. Και αν λέει κανένας πως έμαθε ποτέ τίποτε από μένα ή άκουσε ιδιαιτέρως, που δεν το ᾽χουν ακούσει και όλοι οι άλλοι, μάθετε καλά πως δεν λέει αλήθεια.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 33b-34b

Αλλά γιατί τάχα λοιπόν μερικοί χαίρονται να συναναστρέφονται πολύν [33c] καιρό μαζί μου; Το ᾽χετε ακούσει, ω άνδρες Αθηναίοι· εγώ σας είπα όλη την αλήθεια, ότι δηλαδή χαίρουνται ν᾽ ακούνε σαν εξετάζω εκείνους που φαντάζονται πως είναι σοφοί και δεν είναι, γιατί δεν είναι δυσάρεστο πράγμα. Κι εμένα μου το ᾽χει προστάξει ο θεός, όπως είπα, να κάνω έτσι και με μαντείες και μ᾽ ενύπνια και με κάθε τρόπο που το θέλημα του θεού προστάζει τον άνθρωπο να κάνει οτιδήποτε. Αυτά, ω άνδρες Αθηναίοι, και αληθινά είναι και ευκολοαπόδεικτα. Γιατί αν εγώ άλλους από τους νέους [33d] διαφθείρω τώρα και άλλους έχω διαφθείρει, έπρεπε τωόντι μερικοί απ᾽ αυτούς, τώρα που μεγάλωσαν, αν καταλαβαίνουν ότι εγώ όταν ήσαν νέοι τους συμβούλευσα ποτέ τίποτε κακό, τώρα δα να παρουσιασθούν μπροστά και να μου κάνουν το κατηγορητήριό μου και να ζητήσουν την τιμωρία μου.

Και αν δεν ήθελαν οι ίδιοι, έπρεπε μερικοί δικοί των εκεινών, πατέρες και αδελφοί και άλλοι συγγενείς των, αν είχαν πάθει τίποτε κακό οι δικοί των, τώρα να το θυμηθούν. Και χωρίς άλλο απ᾽ αυτούς βρίσκονται πολλοί εδώ, που τους βλέπω τώρα, πρώτα ο Κρίτων αυτός εδώ, συνομήλικος [33e] και συνδημότης μου, πατέρας του Κριτοβούλου αυτού εδώ· έπειτα ο Λυσανίας ο Σφήττιος, πατέρας αυτού εδώ του Αισχίνη· ακόμα και τούτος ο Αντιφών ο Κηφισιεύς, πατέρας του Επιγένη. Και αυτοί ακόμα οι άλλοι, που οι αδελφοί τους είχαν σχέσεις μαζί μου, ο Νικόστρατος, ο γιος του Θεοδοτίδη, αδελφός του Θεοδότου (ο Θεόδοτος είναι πεθαμένος, ώστε βέβαια δεν θα τον παρακαλέσει) και ο Πάραλος αυτός, ο γιος του Δημοδόκη, που είχε αδελφό τον Θεάγη· και αυτός ακόμα [34a] ο Αδείμαντος, γιος του Αρίστωνος, που έχει αδελφόν αυτόν εδώ, τον Πλάτωνα, και ο Αιαντόδωρος που έχει αδελφόν αυτόν εδώ τον Απολλόδωρο.

Και άλλους πολλούς έχω να σας ονομάσω, από τους οποίους κάποιον ο Μέλητος έπρεπε, στην κατηγορία του μάλιστα, να φέρει για μάρτυρα· κι αν ξέχασε να το κάνει τότε, εγώ του δίνω την άδεια και ας πει τώρα αν έχει τίποτε τέτοιο. Θα βρείτε όμως, ως άνδρες Αθηναίοι, ολωσδιόλου το εναντίο, πως όλοι δηλαδή είναι έτοιμοι να υπερασπισθούν εμένα που διάφθειρα και έβλαπτα τους συγγενείς τους, όπως λένε ο Μέλητος και [34b] ο Άνυτος. Και εκείνοι τουλάχιστον που διαφθαρήκανε από μένα θα είχανε κάποιον λόγο να με υπερασπισθούν· οι αδιάφθαρτοι όμως, που είναι τώρα άνδρες ηλικιωμένοι, οι συγγενείς αυτωνών, ποιόν άλλον λόγο έχουν να με υπερασπισθούν, παρά το σωστό και το δίκαιο, ότι δηλαδή ξέρουν καλά πως ο Μέλητος λέει ψέματα κι εγώ λέω την αλήθεια;

Επίλογος

 ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 34b-35d

Ας είναι λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι· αυτά που είχα ν᾽ απολογηθώ εγώ είναι αυτά που σας είπα και άλλα ίσως παρόμοια. Ίσως όμως κανένας [34c] από σας θ᾽ αγανακτήσει, όταν θυμηθεί πως ο ίδιος ίσως σε περίσταση που είχε ν᾽ αγωνισθεί αγώνα μικρότερον απ᾽ αυτόν εδώ, παρακάλεσε και ικέτευσε τους δικαστές, με δάκρυα πολλά, και παρουσίασε στο δικαστήριο και τα παιδιά του για να τον λυπηθούν όσο το δυνατό περισσότερο, και άλλους συγγενείς του και από τους φίλους του πολλούς, κι εγώ δεν κάνω τίποτε απ᾽ αυτά, και μάλιστα αφού κινδυνεύω, όπως μου φαίνεται, τον έσχατο κίνδυνο. Ίσως όταν το προσέξει κανένας, ερεθισθεί εναντίον μου και γι᾽ αυτό ίσα ίσα θυμώσει και με [34d] θυμό δώσει την ψήφο του για μένα. Αν κανένας λοιπόν έχει τέτοια διάθεση (εγώ τουλάχιστον δεν το περιμένω), αν λοιπόν είναι κανένας, νομίζω πως θα μπορούσα να του πω πολύ σωστά: Κι εγώ, καλέ μου, έχω τους δικούς μου τους ανθρώπους.

Γιατί, όπως λέει και ο Όμηρος, δεν φύτρωσα από δρυ ή από πέτρα αλλ᾽ από ανθρώπους, ώστε και συγγενείς έχω και παιδιά, ω άνδρες Αθηναίοι, το ένα παλληκάρι πια, τα άλλα δυο παιδιά. Και όμως κανένα απ᾽ αυτά δεν παρουσιάζω εδώ για να σας παρακαλέσω να δώσετε αρνητική ψήφο. Γιατί λοιπόν δεν κάνω τίποτε απ᾽ αυτά; Όχι από υπερηφάνεια, [34e] ούτε για να σας περιφρονήσω. Αν εγώ βλέπω με θάρρος τον θάνατο ή όχι, αυτό είναι άλλο ζήτημα· για τη δόξα όμως και τη δική μου και τη δική σας και όλης της πόλης, δεν μου φαίνεται πως είναι όμορφο πράγμα να κάνω τίποτε απ᾽ αυτά και στα χρόνια που έφθασα και με το όνομα που έχω, είτε αληθινό είτε ψεύτικο· αν και το παραδέχονται [35a] όλοι πως ο Σωκράτης κάτι ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους.

Αν λοιπόν μερικοί από σας νομίζουν πως ξεχωρίζουν είτε στη σοφία, είτε στην ανδρεία, είτε σ᾽ άλλην αρετή, όποια κι αν είναι, θα ήταν αισχρό να μοιάσουν με μερικούς που έτυχε να ιδώ πολλές φορές, και που όταν δικάζονται, ενώ φαίνονται πως είναι κατιτί, κάνουν ύστερα πράγματα που δεν τα περιμένει κανείς, γιατί νομίζουν πως θα πάθουν τίποτε φοβερό, αν πεθάνουν, σαν να μπορούσαν να μείνουν αθάνατοι, αν δεν τους θανατώνατε εσείς· αυτοί μου φαίνεται πως κάνουν ντροπή στην πόλη, γιατί και οι ξένοι [35b] μπορούν να νομίσουν ότι οι πρώτοι απ᾽ όλους στην αρετή από τους Αθηναίους, αυτοί που τους διαλέγουν μεταξύ τους και τους δίνουν τις αρχές και όλες τις άλλες τιμές, δεν διαφέρουν καθόλου από τις γυναίκες. Αυτά λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, ούτε σεις πρέπει να τα κάνετε, όσοι νομίζετε πως είσθε κατιτί, ούτ᾽ εμάς να μας επιτρέπετε να τα κάνουμε, αλλά να μας δίνετε να καταλαβαίνουμε πως πολύ περισσότερο θα καταψηφίσετε εκείνον που παριστάνει εδώ μέσα τις ελεεινές αυτές σκηνές και κάνει καταγέλαστο τον τόπο, παρά εκείνον που κάθεται ήσυχος.

Εκτός όμως από την κακήν ή καλή φήμη, ω άνδρες Αθηναίοι, μου φαίνεται πως δεν είναι δίκαιο [35c] να παρακαλεί κανένας τον δικαστή, ούτε να θέλει να ξεφύγει με τις παρακλήσεις, αλλά να τον διαφωτίζει και να τον πείθει. Γιατί ο δικαστής δεν κάθεται εκεί επάνω γι᾽ αυτό, για να χαρίζεται δηλαδή, παραβλέποντας τη δικαιοσύνη, μα να κρίνει τί είναι και τί δεν είναι δίκαιο· και είναι ορκισμένος όχι να χαρίζεται σε όποιον του δόξει, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους.

Δεν πρέπει λοιπόν ούτ᾽ εμείς να σας συνηθίζουμε να επιορκείτε, ούτε σεις μόνοι σας να συνηθίζετε· γιατί κι εμείς και σεις δεν κάνουμε τότε θεάρεστο πράγμα. Μην έχετε λοιπόν την αξίωση, ω άνδρες Αθηναίοι, πως πρέπει εγώ να κάνω τέτοια πράγματα μπροστά σας, που ούτε μου αρέσουν, ούτε [35d] δίκαια τα νομίζω, ούτε θεάρεστα, και σε κάθε περίσταση, μά τον Δία, και μάλιστα τώρα που θέλω ν᾽ αποκρούσω την κατηγορία του Μέλητου, τούτου εδώ, πως τάχα είμαι ασεβής.

Γιατί αν σας έπειθα και με τις παρακλήσεις μου σας εβίαζα να πατήσετε τον όρκο που δώσατε, καθαρά θα σας δίδασκα να μην πιστεύετε στην ύπαρξη των θεών και ο ίδιος θα κατάγγελλα τον εαυτό μου πως δεν πιστεύω στους θεούς. Κάθε άλλο όμως· γιατί εγώ πιστεύω, ω άνδρες Αθηναίοι, όπως κανένας από τους κατηγόρους μου, και σας αφήνω εσάς και τον θεό να με κρίνετε, όπως θα νομίσετε καλύτερα και για μένα και για τον εαυτό σας.

Αφού κρίθηκε ένοχος ο Σωκράτης προτείνει την ποινή που πιστεύει ότι του αξίζει

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 35e-37a

[35e] Να μην αγανακτώ, ω άνδρες Αθηναίοι, γι᾽ αυτό [36a] που έγινε και με καταψηφίσατε, και πολλά άλλα συντελούν και τούτο, πως το γεγονός αυτό δεν μου ήτανε ανέλπιστο· πολύ περισσότερο όμως θαυμάζω τον αριθμό των ψήφων από τα δύο μέρη. Γιατί εγώ τουλάχιστον δεν πίστευα να είναι τόσο λίγη η διαφορά των ψήφων αλλά πιο μεγάλη· και τώρα, όπως φαίνεται, αν τρεις μονάχα ψήφοι έπεφταν απ᾽ το άλλο μέρος, θα την εγλίτωνα. Τον Μέλητο λοιπόν, καθώς μου φαίνεται, τώρα τον ξέφυγα και όχι μόνο τον ξέφυγα, αλλά και φανερό σε όλους είναι πως, αν ο Άνυτος και ο Λύκων δεν εσηκώνοντο να με κατηγορήσουν μαζί του, θα πλήρωνε [36b] και χίλιες δραχμές πρόστιμο, για τον λόγο πως δεν πήρε με το μέρος του το ένα πέμπτο των ψήφων.

Προτείνει λοιπόν ο άνθρωπος για μένα την ποινή του θανάτου. Ας είναι. Κι εγώ ποιά ποινή θα σας ζητήσω, ω άνδρες Αθηναίοι; Ποιάν άλλη παρ᾽ αυτήν που μου αξίζει; Τί λοιπόν; Τί είμαι άξιος να πάθω ή να πληρώσω, αφού, κι εγώ δεν ξέρω γιατί, δεν κοίταξα την ησυχία μου στη ζωή μου, μόνο αμέλησα εκείνα που οι περισσότεροι γυρεύουν, και χρήματα και σπίτι και στρατηγίες και δημηγορίες και άλλες εξουσίες και συνωμοσίες και επαναστάσεις, που εγίνοντο στην πόλη, γιατί νόμισα [36c] πως έπρεπε να είμαι πιο μετριοπαθής και να μην ανακατεύομαι σε τέτοια πράγματα ζητώντας τη σωτηρία μου, και δεν ανακατεύθηκα, που αν ανακατευόμουν ούτε σας ούτε τον εαυτό μου θα ωφελούσα, αλλά κοίταζα να κάνω καλό σε καθέναν χωριστά, το μεγαλύτερο απ᾽ τα καλά, να προσπαθώ δηλαδή να πείθω τον καθένα σας να μην επιμελείται πρώτα τα συμφέροντά του σε τίποτε, πριν επιμεληθεί τον εαυτό του, πώς δηλαδή να γίνει ο καλύτερος και ο φρονιμότερος, μήτε πρώτα πάλι τα άλλα συμφέροντα της πόλης, πριν απ᾽ αυτή την ίδια την πόλη, και να επιμελείται και όλα τ᾽ άλλα [36d] με τον ίδιον τον τρόπο. Τί αξίζω να πάθω λοιπόν, τέτοιος που είμαι; Κάτι καλό, ω άνδρες Αθηναίοι, αν πρέπει να μου δοθεί ό,τι μου αξίζει· και τέτοιο καλό που να μου πρέπει. Τί πρέπει λοιπόν σε φτωχό ευεργέτη, που έχει ανάγκη να ησυχάσει για να σας συμβουλεύει; Και είναι τίποτε, ω άνδρες Αθηναίοι, που να πρέπει τόσο σε τέτοιον άνθρωπο, από το να τρέφεται στο πρυτανείο πολύ περισσότερο από κάθε άλλον από σας που νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες, στην ιππασία ή σε άρμα με δύο άλογα ή και με περισσότερα; Γιατί εκείνος σας κάνει να φαίνεσθε πως είσαστε ευτυχισμένοι κι εγώ [36e] σας κάνω αληθινά ευτυχισμένους, εκείνος δεν έχει ανάγκη από τροφή κι εγώ έχω. Αν πρέπει λοιπόν κατά την αξία μου να κριθώ άξιος για κατιτί, [37a] εγώ κρίνω άξιο τον εαυτό μου να τρέφομαι στο πρυτανείο.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 37a-38b

Ίσως, καθώς σας λέω αυτά, σας φαίνομαι, όπως και πριν που μίλησα για τον οίκτο και τις ικεσίες, πως μιλώ με περηφάνια. Δεν είναι έτσι όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, αλλά όπως θα σας πω τώρα. Εγώ έχω την πεποίθηση πως θεληματικώς κανέναν άνθρωπο δεν αδίκησα, δεν μπορώ όμως να σας πείσω, γιατί πολύ λίγον καιρό μιλήσαμε μεταξύ μας, ενώ αν ήτανε και σε σας νόμος, όπως και σε άλλους λαούς, να μην αποφασίζετε για την ποινή του θανάτου σε μια ημέρα [37b] μονάχα αλλά σε πολλές, θα μπορούσατε να πεισθείτε· τώρα όμως δεν είναι εύκολο σε λίγο καιρό να πέσουν μεγάλες διαβολές.

Ενώ λοιπόν εγώ έχω την πεποίθηση πως δεν αδικώ κανέναν, πολύ περισσότερο θ᾽ αδικήσω τον εαυτόν μου, πως είμαι άξιος να πάθω κάτι κακό, και μόνος μου να επιβάλω τέτοια ποινή στον εαυτό μου. Και από τί φόβο τάχα; Ή μήπως πάθω αυτό που ο Μέλητος με κρίνει άξιο να πάθω, και που εγώ λέω πως δεν ξέρω ούτε αν είναι καλό ούτε αν είναι κακό; και αντίς από τούτο, εγώ θα πάω να διαλέξω κάτι που ξέρω πως είναι κακό και να καταδικάσω τον εαυτό μου; [37c] Και τί ανάγκη να ζήσω στο δεσμωτήριο, σκλάβος στον καθένα που έρχεται στην εξουσία (των Ένδεκα); Ή να διαλέξω πρόστιμο και να είμαι δέσμιος ώσπου να το πληρώσω; Αλλ᾽ αυτό είναι το ίδιο σαν το πρώτο που σας έλεγα· γιατί χρήματα δεν έχω για να πληρώσω. Αλλά τί ποινή να διαλέξω; Εξορία; Γιατί ίσως τέτοια ποινή μπορούσατε να μου επιβάλετε. Θα ήμουν πολύ φιλόζωος, ω άνδρες Αθηναίοι, αν είχα την απερισκεψία να μην μπορώ να συλλογισθώ πως εσείς που είσαστε συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να υποφέρετε [37d] τη συναναστροφή μου και τα λόγια μου και σας φάνηκαν τόσο βαριά και ανυπόφορα πράγματα, ώστε να θέλετε να γλιτώσετε απ᾽ αυτά, και άλλοι θα τα υποφέρουν τόσο εύκολα. Κάθε άλλο, ω άνδρες Αθηναίοι. Ωραία θα ήτανε αλήθεια η ζωή μου να γυρίζω, τέτοιας ηλικίας άνθρωπος, από πολιτεία σε πολιτεία και να ζω διωγμένος από τόπο σε τόπο.

Γιατί πολύ καλά το ξέρω πως, όπου κι αν πάω, οι νέοι θα τρέχουν να μ᾽ ακούνε όταν μιλώ, όπως κι εδώ πέρα. Και αν τους διώξω, τότε αυτοί οι ίδιοι θα μ᾽ εξορίσουν, πείθοντας τους γεροντότερους· [37e] κι αν δεν τους διώξω αυτούς, τότε για χάρη τους θα μ᾽ εξορίσουν οι πατέρες τους και οι δικοί τους.

Ίσως λοιπόν θα πει κανένας: Δεν μπορείς λοιπόν, Σωκράτη, αφού φύγεις από δω, να ζήσεις μια ήσυχη ζωή; Αυτό δα είναι το δυσκολότερο να δώσω σε μερικούς από σας να το καταλάβουν. Γιατί αν πω πως αυτό το πράγμα είναι απείθεια στον θεό, και γι᾽ αυτό [38a] δεν μπορώ να ησυχάσω, δεν θα με πιστεύσετε, νομίζοντας πως αστειεύομαι· και αν πάλι σας πω πως αυτό είναι για τον άνθρωπο το μεγαλύτερο καλό, να μιλώ δηλαδή κάθε μέρα για την αρετή και για όλα τ᾽ άλλα που μ᾽ ακούτε συχνά να λέω και να εξετάζω τον εαυτό μου και τους άλλους, γιατί μια παραμελημένη ζωή δεν είναι ζωή για τον άνθρωπο, πολύ λιγότερο θα πιστεύσετε και τα λόγια μου αυτά.

Και αυτά είναι έτσι όπως σας τα λέω εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν είναι όμως κι εύκολο να σας δώσω να τα καταλάβετε. Έπειτα εγώ δεν είμαι συνηθισμένος να νομίζω πως μου αξίζει να πάθω [38b] κανένα κακό. Αν είχα χρήματα, θα καταδίκαζα τον εαυτό μου σε χρηματικό πρόστιμο, σε όσα δηλαδή θα μπορούσα να πληρώσω, περίπου μια μναν ασημένια· σε τόσα κανονίζω εγώ το πρόστιμό μου. Ο Πλάτων όμως, αυτός εδώ, ω άνδρες Αθηναίοι, και ο Κρίτων και ο Κριτόβουλος και ο Απολλόδωρος μου παραγγέλλουν να δεχθώ τριάντα μνες με την εγγύησή τους· λοιπόν κανονίζω τώρα το πρόστιμό μου σε τόσα· και θα σας είναι εγγυητές για τα χρήματα αξιόχρεοι αυτοί εδώ.

Μετά τον ορισμό της ποινής του θανάτου ο Σωκράτης απευθύνεται στους δικαστές

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 38c-39e

[38c] Για να μην περιμένετε λίγον καιρόν, ω άνδρες Αθηναίοι, εκείνοι που θέλουν και καλά να κατηγορούν την πόλη θα σας βγάλουν το όνομα και την κατηγορία πως θανατώσατε τον Σωκράτη, έναν σοφόν άνθρωπο· γιατί θα με πουν σοφό, και ας μην είμαι, όσοι θέλουν να σας κακολογήσουν.

Αν περιμένατε όμως λίγο ακόμα, μόνο του θα σας ερχότανε το πράγμα· γιατί βλέπετε δα την ηλικία μου, πως είναι πια μακριά από τη ζωή και κοντά στον θάνατο. Και τα λέω, όχι [38d] σε όλους εσάς, αλλά σ᾽ εκείνους που με καταδίκασαν σε θάνατο. Και λέω και αυτά ακόμα στους ίδιους τούτους.

Ίσως θα φαντάζεσθε, ω άνθρωποι, πως εγώ την έπαθα, γιατί μου λείπανε τα λόγια με τα οποία θα σας έπειθα, αν νόμιζα πως έπρεπε να πω και να κάνω το καθετί, για να ξεφύγω την καταδίκη. Κάθε άλλο. Την έπαθα γιατί μου λείψανε όχι τα λόγια αλλά η τόλμη και η αναισχυντία, και γιατί δεν θέλησα να σας πω τέτοια πράγματα που θα σας ευχαριστούσαν να τ᾽ ακούσετε, και να θρηνώ και να δέρνομαι και [38e] άλλα τέτοια να λέω και να κάνω πολλά και ανάξια για μένα, όπως σας είπα· πράγματα δηλαδή που είσθε συνηθισμένοι ν᾽ ακούτε από τους άλλους.

Ούτε τότε όμως νόμισα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω τίποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μεταμελούμαι, που έτσι απολογήθηκα, αλλά πολύ περισσότερο προτιμώ να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με τον άλλο τρόπο· γιατί ούτε σε δίκη, ούτε σε πόλεμο, ούτ᾽ εγώ, ούτε κανείς άλλος πρέπει [39a] τούτο να μηχανάται, πώς ν᾽ αποφύγει με κάθε τρόπο τον θάνατο· γιατί και στις μάχες πολλές φορές είναι φανερό πως μπορεί να ξεφύγει κανένας τον θάνατο πετώντας κάτω τα όπλα του και πέφτοντας στα γόνατα εκεινών που τον κυνηγούν· και άλλοι τρόποι είναι σε κάθε κίνδυνο να ξεφύγει κανένας τον θάνατο, αν έχει αποφασίσει να κάνει και να λέει το καθετί.

Αλλά προσέξατε μήπως δεν είναι τούτο το δύσκολο, ω άνδρες Αθηναίοι, να ξεφύγει δηλαδή κανένας τον θάνατο· το δυσκολότερο είναι να ξεφύγει [39b] την κακή πράξη· γιατί αυτή τρέχει πιο γρήγορα από τον θάνατο. Κι εγώ τώρα, σαν αργοκίνητος και γέρος που είμαι, πιάσθηκα από το πιο αργοκίνητο· οι κατήγοροί μου όμως, σαν πιο δυνατοί κι ευκολοκίνητοι, θα πιασθούν από το πιο γρήγορο, από την κακία.

Και τώρα εγώ φεύγω για να ξεπληρώσω την ποινή του θανάτου που μου βάλατε, κι αυτοί εδώ για να ξεπληρώσουν την ποινή της μοχθηρίας και της αδικίας που τους έβαλε η αλήθεια. Κι εγώ μένω σταθερός στην ποινή μου και αυτοί. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα και φαντάζομαι πως σωστά έγιναν.

[39c] Έχω όμως επιθυμία να σας προφητεύσω τί θα γίνει ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, ω σεις που με καταψηφίσατε· γιατί βρίσκομαι τώρα εδώ, στη στιγμή που οι άνθρωποι καλύτερα προφητεύουν, στη στιγμή που τους μέλλεται να πεθάνουν. Σας λέω λοιπόν, ω άνθρωποι που με θανατώσατε εμένα, πως ευθύς ύστερ᾽ από τον θάνατό μου, θα σας βρει τιμωρία, πολύ φοβερότερη, μά τον Δία, από εκείνη που μου δώσατε με τον θάνατό μου.

Γιατί τώρα κάνετε αυτό που κάνετε, με την ιδέα πως θα γλιτώσετε να δίνετε λόγο για τη ζωή σας· σας λέω όμως πως αυτό θα σας βγει πολύ ενάντιο. Περισσότεροι τώρα θα βγουν να σας [39d] τα ψάλουν, αυτοί που εγώ τους κρατούσα κι εσείς δεν το καταλαβαίνατε· και θα είναι φοβερότεροι, σαν πιο νέοι που είναι, και σεις τότε ακόμα περισσότερο θ᾽ αγανακτήσετε. Γιατί, αν νομίζετε πως με το να θανατώσετε ανθρώπους θα εμποδίσετε κανέναν να σας κακολογεί πως δεν ζείτε όπως πρέπει, δεν το συλλογίζεσθε καλά· γιατί αυτό το γλίτωμα ούτε πολύ δυνατό ούτε όμορφο είναι, αλλά ευκολότατο και ομορφότατο είναι όχι να εμποδίζει κανένας τους άλλους, μα ο ίδιος να κοιτάξει πώς να γίνει καλύτερος. Αφού σας προφήτευσα λοιπόν αυτά, εσάς που [39e] με καταψηφίσατε, σας αφήνω.


ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 40a-41c

Μ᾽ εκείνους όμως που μου δώκανε αθωωτική ψήφο θα μιλούσα ευχαρίστως γι᾽ αυτό που έγινε, ενόσω οι ένδεκα βρίσκονται ακόμη σε δουλειά και εγώ δεν πηγαίνω ακόμα εκεί που πρέπει να πάω, για να θανατωθώ.

Μείνετε λοιπόν μαζί μου, ω άνδρες, αυτή την ώρα· γιατί τίποτε δεν μας εμποδίζει να τα πούμε μεταξύ μας, όσο μας αφήνουν. Γιατί σε σας, [40a] σα φίλοι που είσθε, θέλω να σας δείξω τί σημαίνει αυτό που μου συνέβηκε. Γιατί εμένα, ω δικαστές (και όταν εσάς σας ονομάζω δικαστές, σωστά νομίζω πως σας ονομάζω) μου ᾽τυχε κάτι σαν θαύμα. Γιατί η μαντική δύναμη που έχω πάντα, από την θεότητα που ξέρετε, πρωτύτερα ήτανε πολύ συχνή πάντα και μου εναντιωνότανε και στα μικρότερα πράγματα, όταν πήγαινα να κάνω τίποτε που δεν ήτανε σωστό· και τώρα μου συνέβηκαν αυτά εδώ που και μόνοι σας τα βλέπετε και που θα φαντάζετο κανένας, όπως όλοι το πιστεύουν, πως είναι τα μεγαλύτερα κακά.

Εμένα λοιπόν [40b] ούτε όταν βγήκα το πρωί από το σπίτι μου μού εναντιώθηκε το σημάδι αυτό του θεού, ούτε όταν παρουσιάσθηκα εδώ στο δικαστήριο, ούτε στον λόγο μου απάνω, όταν πήγαινα να πω κάτι, μολονότι σε άλλους λόγους, σε πολλά μέρη, μ᾽ εμπόδισε απάνω στην ώρα που μιλούσα.

Τώρα όμως πουθενά σε όλη αυτή την ιστορία, ούτε σε πράξη καμιά ούτε σε λόγο μού έχει εναντιωθεί. Ποιά λοιπόν είναι η αιτία, κατά τη γνώμη μου; Εγώ θα σας το πω· γιατί αυτό που μου συνέβηκε πάει να μου βγει σε καλό, και δεν είναι σωστό, όπως το παίρνουμε εμείς, [40c] όσοι νομίζουμε πως είναι κακό να πεθάνει κανένας.

Εμένα μου δόθηκε μια μεγάλη απόδειξη γι᾽ αυτό το πράγμα· γιατί δεν ήτανε ποτέ δυνατόν να μη μου εναντιωθεί το συνηθισμένο σημάδι του θεού, αν δεν έμελλα να κάμω κάτι καλό.

Έπειτα ας το συλλογισθούμε και έτσι, πόσες δηλαδή ελπίδες μας δίνει με το να είναι καλό πράγμα. Γιατί ένα από τα δύο είναι το να πεθάνει κανένας· ή είναι δηλαδή σαν να μην είναι, ούτ᾽ έχει αίσθηση από τίποτε ο πεθαμένος, ή όπως λένε κάποια αλλαγή είναι ο θάνατος και η ψυχή αλλάζει κατοικία από τον τόπο αυτό σε άλλο τόπο. Και αν καμιά αίσθηση δεν υπάρχει πια αλλά [40d] είναι σαν ύπνος, όπως όταν κοιμάται κανείς και ούτε όνειρο βλέπει κανένα, θα ήτανε θαυμάσιο κέρδος ο θάνατος. Γιατί εγώ φαντάζομαι πως αν διαλέξει κανένας αυτή τη νύχτα, που έτσι βαριοκοιμήθηκε, ώστε ούτε όνειρο είδε, και ύστερα συγκρίνει με τις άλλες νύχτες και τις ημέρες της ζωής του τη νύχτα αυτή, και συλλογισθεί και πει πόσες ημέρες και νύχτες έζησε καλύτερα και γλυκύτερα στη ζωή του, πιστεύω πως, [40e] όχι ένας ιδιώτης, μα και ο μέγας βασιλεύς ευκολομέτρητες θα τις βρει αυτές μπροστά στις άλλες ημέρες και τις νύχτες.

Αν είναι λοιπόν τέτοιο πράγμα ο θάνατος, εγώ λέω πως είναι κέρδος. Γιατί τίποτε περισσότερο δεν φαίνεται να είναι έτσι όλος ο καιρός παρά μια νύχτα. Κι αν είναι πάλι ο θάνατος σαν ταξίδι από δω σε άλλο τόπο, και είναι αληθινά αυτά που λένε, πως εκεί πέρα βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι, τί μεγαλύτερο καλό θα ήτανε απ᾽ αυτό, ω δικαστές;

Γιατί όταν [41a] φθάσει κανένας στον Άδη, αφού γλιτώσει απ᾽ αυτούς που λένε πως είναι δικαστές, και βρει τους αληθινούς δικαστές, αυτούς που λένε πως δικάζουν εκεί, τον Μίνω και τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους, όσοι από τους ημίθεους ζήσανε δίκαια στη ζωή τους, άσχημο τάχα θα ήτανε τέτοιο ταξίδι; Ή για να βρεθείτε πάλι με τον Ορφέα και τον Μουσαίο και τον Ησίοδο και τον Όμηρο, πόσα δεν θα ᾽δινε ο καθένας από σας; Εγώ τουλάχιστον χίλιες φορές θα ήθελα να πεθάνω, αν είναι αληθινά αυτά· γιατί [41b] και για μένα θαυμαστό θα ήτανε να μείνω εκεί πέρα, αν έβρισκα τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, τον γιο του Τελαμώνος, και όποιον άλλον από τους παλαιούς που θανατώθηκε από άδικη κρίση· να συγκρίνω τα πάθη μου με τα δικά τους δεν είναι δυσάρεστο πράγμα, κατά τη γνώμη μου.

Και το καλύτερο από όλα να περνώ τη ζωή μου με το να ρωτάω και να ερευνώ κι εκείνους εκεί, όπως τους εδώ, ποιός τάχα είναι σοφός απ᾽ αυτούς και ποιός νομίζει πως είναι και δεν είναι. Και πόσα δεν θα ᾽δινε κανένας, ω δικαστές, να ρωτήσει εκείνον που οδήγησε [41c] το μεγάλο στράτευμα στην Τροία ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο και χίλιους άλλους να πούμε, και άνδρες και γυναίκες, που να τους μιλεί κανένας και να τους συναναστρέφεται και να τους ρωτάει θα ήτανε μια θαυμαστή ευτυχία. Και γι᾽ αυτό εκείνοι εκεί βέβαια δεν θανατώνουν κανέναν. Γιατί και στα άλλα είναι πιο ευτυχισμένοι αυτοί εκεί από τους εδώ και όλον τον καιρό είναι αθάνατοι, αν είναι αληθινά τα λεγόμενα.

ΠΛΑΤΩΝ, Απολογία 41c-42a

Αλλά και σεις πρέπει, ω δικαστές, να έχετε τις καλύτερες ελπίδες σας στον θάνατο, κι ένα πράγμα να συλλογίζεσθε, που είναι αληθινό, ότι [41d] για τον καλόν άνθρωπο τίποτε δεν είναι κακό ούτε στη ζωή ούτε στον θάνατό του, ούτε οι θεοί τον ξεχνούνε ποτέ· ούτε τα δικά μου γινήκανε τώρα έτσι από την τύχη, αλλά τώρα το βλέπω φανερά πως το να πεθάνω και να γλιτώσω από τις φροντίδες είναι το καλύτερο για μένα. Γι᾽ αυτό και πουθενά δεν μ᾽ εμπόδισε το σημάδι του θεού και ούτε έχω και πολύ παράπονο μ᾽ αυτούς που με καταψήφισαν και τους κατηγόρους μου. Μολονότι αυτοί δεν με καταψηφίσανε και δεν με κατηγορήσανε μ᾽ αυτή την ιδέα, μα φαντάζονται πως με βλάπτουν· [41e] και γι᾽ αυτό και μόνο αξίζει να τους κατακρίνω.

Ωστόσο τους παρακαλώ ένα πράγμα: Τα παιδιά μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τα τιμωρήσετε, ω άνδρες Αθηναίοι, και να τα τυραννήσετε με τον ίδιο τρόπο που σας τυράννησα εγώ, αν σας φανούν πως φροντίζουν για χρήματα ή γι᾽ άλλο τίποτε περισσότερο από την αρετή, και, αν νομίζουν πως είναι κάτι χωρίς να είναι, να τα περιγελάσετε όπως σας περιγέλασα εγώ, πως δεν επιμελούνται εκείνα που πρέπει και νομίζουν πως είναι κάτι χωρίς να είναι άξιοι για τίποτε. Και αν [42a] τα κάμετε αυτά, δίκαια θα τα κάμετε και για μένα και για τα παιδιά μου.

Τώρα όμως ώρα είναι να πηγαίνω εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε. Ποιός από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνος ο θεός.
~
Μτφρ. Παύλος Νιρβάνας. 1923. 
Πλάτωνος “Απολογία Σωκράτους”. 
Αθήνα: Ελευθερουδάκης. 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης