Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
– μα αν και βαδίζουμε έτσι, πάντα πλάι,
ποτέ δε με κοιτάει, δε μου μιλάει
Θαρρείς και κουβεντιάζουμε σα φίλοι,
κι όμως δε βγαίνει λέξη από τα χείλη,
βαδίζουμε σκυμμένοι και θλιμμένοι,
πάντα σαν αδελφοί, – και πάντα ξένοι…
Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
– μα αν και βαδίζουμε έτσι, πάντα πλάι,
ποτέ δε με κοιτάει, δε μου μιλάει
Θαρρείς και κουβεντιάζουμε σα φίλοι,
κι όμως δε βγαίνει λέξη από τα χείλη,
βαδίζουμε σκυμμένοι και θλιμμένοι,
πάντα σαν αδελφοί, – και πάντα ξένοι…
Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
και μες στη νύχτα που μας ανταμώνει,
πάντα μαζί, – κι ωστόσο πάντα μόνοι…
Μαζί στο δρόμο, περπατάμε, Θε μου,
μα τι ζητά, δεν το ‘μαθα ποτέ μου,
κι ειν’ έτσι πάντα αμίλητη, κι αν ταίρι,
– που λέω, πολλές φορές, πως δε με ξέρει!
Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου:
και τώρα νιώθω, μ’ ένα ρίγος τρόμου,
πως σαν έρθ’ η στιγμή να χωριστούμε,
θα χαθούμε, χωρίς να γνωριστούμε…
~
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα εκδ. Ζήτρος 2001
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]