Αλλάζουν οι καιροί, περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια
Το πέλαγο πικρό και η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια
Το πέλαγο πικρό και η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό
κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι
Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη
για τον παλιό του Πόντου ναυαγό
που χάθηκε, μα η μνήμη του έχει μείνει κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό
και βότσαλο αρμυρό στη Σαντορίνη
κι απ’ τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς,
για να μπορώ σε τούτο το τεφτέρι καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς,
με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.
Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη
και Ανάσταση θα αργήσει να φανεί
θέλω να πας στην Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο, τον αητό και τον αστρίτη.
κι άμα θα δεις κρυφά στο μέτωπό σου,
να λάμπει μια απαλή μαρμαριγή
τ’ αλλοτινό πεφτάστερο, σηκώσου,
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή που καρτερεί στο βράχο το δικό σου.
και Ανάσταση θα αργήσει να φανεί
θέλω να πας στην Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο, τον αητό και τον αστρίτη.
κι άμα θα δεις κρυφά στο μέτωπό σου,
να λάμπει μια απαλή μαρμαριγή
τ’ αλλοτινό πεφτάστερο, σηκώσου,
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή που καρτερεί στο βράχο το δικό σου.
Ο Νίκος Γκάτσος (Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας, 1911 - Αθήνα,
1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός.
Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με τη
μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα, όπου σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας
του Πανεπιστημίου. Την περίοδο 1935-1936 ταξίδεψε στη Νότιο Γαλλία και
το Παρίσι. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έκανε το 1931 με τη
δημοσίευση του ποιήματος "Της μοναξιάς" στο περιοδικό "Νέα Εστία", ενώ
την ίδια περίοδο μπήκε στον κύκλο του περιοδικού "Νέα Γράμματα" με το
οποίο συνεργάστηκε και ως κριτικός λογοτεχνίας, δραστηριότητα που
ανέπτυξε και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας. Το 1943 εξέδωσε
την "Αμοργό",
ποιητική συλλογή που θεωρήθηκε ως ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής
υπερρεαλιστικής ποίησης και επηρέασε σύγχρονους και μεταγενέστερούς του
ποιητές. Μετά την "Αμοργό" ωστόσο δε δημοσίευσε παρά τρία ποιήματα στον
περιοδικό τύπο. Στη μεταπολεμική περίοδο συνεργάστηκε με το περιοδικό
του Κ.Γ. Κατσίμπαλη "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση" και με το Εθνικό Ίδρυμα
Ραδιοφωνίας. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική μετάφραση (Λόρκα,
Στρίντμπεργκ, Ο’Νηλ, Λόπε ντε Βέγκα, Τενεσσή Ουΐλλιαμς κ.α.) σε
παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και άλλων αθηναϊκών
θιάσων και από τη δεκαετία του ’50 με τη στιχουργική. Στίχοι του
μελοποιήθηκαν από το Μάνο Χατζιδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη, το Σταύρο
Ξαρχάκο και άλλους έλληνες συνθέτες. Τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου
Αθηναίων για το σύνολο του έργου του (1987) και εκλέχτηκε αντεπιστέλλον
μέλος της Ακαδημίας της Βαρκελώνης για τη συμβολή του (μέσω των
μεταφράσεών του) στην προώθηση της ισπανικής λογοτεχνίας (1991). [Βιογραφία]