Ι.
Τα μίλια φεύγουν
φαντάσματα δέντρα
και της άνοιξης έγχρωμα τραγούδια.
Τοπία διεγερτικά
με βλάστηση ζωγραφισμένη
με χορευτές και βακχεμένες κόρες
με τον έρωτα στα χείλη
όνειρα μπρος από τη μνήμη
μαγεία που χάνεται καθώς κυλάει
ο χρόνος, καθώς
Τα μίλια φεύγουν
φαντάσματα δέντρα
και της άνοιξης έγχρωμα τραγούδια.
Τοπία διεγερτικά
με βλάστηση ζωγραφισμένη
με χορευτές και βακχεμένες κόρες
με τον έρωτα στα χείλη
όνειρα μπρος από τη μνήμη
μαγεία που χάνεται καθώς κυλάει
ο χρόνος, καθώς
συνεχίζεται η πορεία
στο μέλλον, μπρος
από το άλλο παρελθόν.
ΙΙ.
Στη Θήβα, να πούμε
όλα σβήνουν.
Τα δέντρα καρφωμένα
ακίνητα, τα τραγούδια
αναβοσβήνουν
οι χορευτές σε στάση ακαθόριστη
οι κόρες ρίχνουν το κύπελλο στα νερά,
πράσινο κόκκινο γαλάζιο
καθηλωμένα,
μόνο ο χρόνος αλαφιασμένος
αγορεύει.
ΙΙΙ.
Τί θέλει, σ’ αυτή την πολιτεία
έξω απ’ τους αγρούς
με τα σύννεφα και τις βροχές
με τα ηλεκτρισμένα γερόντια
που τρέχουν στ’ ανάχτορα
να βυθίσουν το μαχαίρι
σε πληγή ανοιχτή;
IV.
Γιατί οι γυναίκες δε γεννοβολούν
γιατί τα σπαρτά δε φυτρώνουν
γιατί τα παιδιά
δεν παίζουν με τα μηχανάκια τους
ποιό χέρι
ξεκρέμασε τον ήλιο
κι άπλωσε μαύρη κουρτίνα
στον ουρανό της Θήβας;
V.
Ο Κρέων κρατεί το δίφυλλο μαχαίρι.
VΙ.
— Βάλτε φωτιές και φωνάχτε:
ο Οιδίπους τις άναψε,
ξεριζώστε τα στάχυα:
πώς τα ξερίζωσε ο Οιδίπους
μαχαιρώστε τους Άγιους:
ο Οιδίπους τους μαχαίρωσε,
στ’ αμπέλια στα δέντρα στις θημωνιές
φωτιές, τις άναψε ο Οιδίπους.
VΙΙ.
Τα γερόντια τρέφονται με τρόμους
πυρώνουν σίδερα για να τυφλώσουν
μάτια που κοίταξαν το μέλλον.
Χτυπιέται ο Οιδίποδας στο Κυβερνείο,
ο Κρέων εκφωνεί επικήδειους.
VΙΙΙ.
— Ιοκάστη
στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι
από γραφείο σε γραφείο στον ΟΗΕ
θ’ ακούς: Ο κομμούνας Οιδίπους
έκαψε την απαράμιλλη Θήβα
και καλά που ο Κρέων ξεσήκωσε
τα γερόντια και καλά που ο Τειρεσίας
βομβάρδισε το παλάτι
και Ημείς ο Κρέων, σας στείλαμε
στον Κολωνό να μιάνετε τους Αθηναίους.
ΙΧ.
Άνθρωποι ανεβαίνουν σκοτεινοί
στο πατάρι και γδύνουν τον Οιδίποδα
και δεν υπάρχει το σώμα του
και δεν υπάρχουν τα έργα του,
μαζεύουν την αλουργίδα
και τη ρίχνουν στο άρμα.
Τα γερόντια κλαίνε
τα γυναικόπαιδα απελπίζονται
η βασίλισσα σηκώνει το πελέκι
και ανοίγει τις πύλες του παλατιού.
Από μέσα εξορμούν αγέρηδες
σπρώχνοντας με τους αγκώνες
το πλήθος και βιτσίζουν το άρμα
του άλλου βασιλιά. Τ’ άλογα
έχουν μαρμαρώσει
και τα χτυπούν με πελέκια
οι μπράβοι του βασιλέα
και πέτρες σωριάζονται στο δάπεδο.
Χ.
Η σκηνή είναι του τρόμου,
η κίνηση είναι του φόνου,
αλλά ο Οιδίπους ανεβαίνει
πιο επιβλητικός στο πατάρι
πιο αποφασισμένος
πιο εκδικητικός
αθώος, γενναίος και μαγικός
ανεβαίνει σαν αρχάγγελος με τη ρομφαία.
~
Κρίτων Αθανασούλης. 1976. Το ανθρώπινο ζήτημα.
Και στον συγκεντρωτικό τόμο:
Κρίτων Αθανασούλης. 1980. Τα ποιήματα (1967–1979).
Κρίτων Αθανασούλης. 1980. Τα ποιήματα (1967–1979).
Τόμος Β΄. Αθήνα.
Ο Κρίτων Αθανασούλης (Τρίπολη, 1916 - Αθήνα, 1979) ήταν ποιητής και
δοκιμιογράφος. Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
στην Αθήνα (διέκοψε τις σπουδές του στο τρίτο έτος), και εργάστηκε
αρχικά στο συμβολαιογραφικό γραφείο του ποιητή Ρήγα Γκόλφη (στο έργο του
οποίου αφιέρωσε τη μελέτη "Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης", το 1951) και στη
συνέχεια στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Αθηνών, του οποίου διετέλεσε
διευθυντής. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Η ποιητική
πορεία του Αθανασούλη ξεκίνησε από το χώρο του λυρικού και κοινωνικού
λόγου και οδηγήθηκε σταδιακά στην υπαρξιακή αγωνία και τον εσωτερικό
λόγο. Ασχολήθηκε επίσης με το κριτικό δοκίμιο και το θέατρο. Έργα του
μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή. [Βιογραφία]