Ὅταν βλέπω κάποιον νὰ περπατῇ ἐπάνω-κάτω, ὅπως ὁ μακαρίτης ὁ Βέρθερος, καὶ νὰ μελετᾷ μίαν ἐρωτικὴν ἐκδίκησιν, λέγω ἀπὸ μέσα μου: «Ἰδοὺ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ κάμῃ μίαν ἀνοησίαν!».
Καθένας τὴν κάμνει μὲ τὸν τρόπον του. Ἄλλος φονεύει. Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶναι μυστήριον.
Ἄλλος αὐτοκτονεῖ. Ἀλλὰ ἡ αὐτοκτονία εἶναι μία ἠλιθιότης. Ἄλλος σπεύδει νὰ ὑπανδρευθῇ μὲ τὸ πρώτον ἀδέσποτον θῆλυ, ποὺ συναντᾷ εἰς τὸν δρόμον του, φανταζόμενος ὅτι ἐκδικεῖται μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐκείνην, ποὺ ἔπαυσε νὰ τὸν ἀγαπᾷ. Αὐτὸ εἶναι ξεκαρδιστικὴ κωμῳδία. Ἄλλος γράφει ἕνα δρᾶμα, εἰς τὸ ὁποῖον καυτηριάζει τὰς γυναίκας μὲ πεπυρακτωμένον σίδηρον. Αὐτός, ἁπλούστατα μαξιλαρώνεται. Ὑπῆρξεν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, διὰ νὰ ἐκδικηθῆ τὴν γυναῖκα του, κατήργησεν, ἐν στιγμῇ παραφορᾷς, τὸ φῦλον του μὲ τὴν μάχαιραν τοῦ δημίου. Μὲ αὐτὸν γελοῦν οἱ αἰῶνες. Κανείς, μὲ μίαν λέξιν, δὲν ἐστάθη ἱκανὸς νὰ ἐκδικηθῆ ἐπαξίως μίαν γυναῖκα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν.
Καθένας τὴν κάμνει μὲ τὸν τρόπον του. Ἄλλος φονεύει. Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶναι μυστήριον.
Ἄλλος αὐτοκτονεῖ. Ἀλλὰ ἡ αὐτοκτονία εἶναι μία ἠλιθιότης. Ἄλλος σπεύδει νὰ ὑπανδρευθῇ μὲ τὸ πρώτον ἀδέσποτον θῆλυ, ποὺ συναντᾷ εἰς τὸν δρόμον του, φανταζόμενος ὅτι ἐκδικεῖται μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐκείνην, ποὺ ἔπαυσε νὰ τὸν ἀγαπᾷ. Αὐτὸ εἶναι ξεκαρδιστικὴ κωμῳδία. Ἄλλος γράφει ἕνα δρᾶμα, εἰς τὸ ὁποῖον καυτηριάζει τὰς γυναίκας μὲ πεπυρακτωμένον σίδηρον. Αὐτός, ἁπλούστατα μαξιλαρώνεται. Ὑπῆρξεν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, διὰ νὰ ἐκδικηθῆ τὴν γυναῖκα του, κατήργησεν, ἐν στιγμῇ παραφορᾷς, τὸ φῦλον του μὲ τὴν μάχαιραν τοῦ δημίου. Μὲ αὐτὸν γελοῦν οἱ αἰῶνες. Κανείς, μὲ μίαν λέξιν, δὲν ἐστάθη ἱκανὸς νὰ ἐκδικηθῆ ἐπαξίως μίαν γυναῖκα εἰς τὸν κόσμον αὐτόν.
Τὸ πρᾶγμα εἶναι εὐεξήγητον. Ὅλοι οἱ ἐκδικηταὶ τῆς γυναικείας ἀπιστίας ἐνεργοῦν μ’ ἕνα τρόπον ἐσφαλμένον εἰς τὴν βάσιν του. Ἐνεργοῦν δηλαδὴ μ’ ἕνα τρόπον ὑπερβολικὰ σοβαρὸν καὶ πολὺ συχνὰ τραγικόν. Προτιμοῦν τὴν τραγῳδίαν ἐκεῖ, ὅπου κατ’ ἐξοχὴν θὰ ἦτο ἐνδεδειγμένη ἡ φάρσα. Ὑποδύονται τὸν κόθορνον τοῦ τραγῳδοῦ, ἐνῷ ὁ ἀκαταλληλότερος ἄνθρωπος διὰ νὰ παίξη ἕνα σοβαρὸν ρόλον εἰς τὸ θέατρον τῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἀτυχήσας ἐραστής. Καί, ἐνῷ ὀρέγεται τὰς δάφνας ἑνὸς Τάλμα, δέχεται τὰ μαξιλάρια τῆς πλατείας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του.
Δὶ’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ σοφώτεροι δὲν περιπατοῦν πιὰ ἐπάνω-κάτω, μετὰ τὴν προδοσίαν ἢ τὴν ἐγκατάλειψιν, ὅπως ὁ μακαρίτης Βέρθερος, καὶ δὲν μελετοῦν μίαν ἐκδίκησιν. Σηκώνονται ἀπὸ τὸ γεῦμα, ὅπου ἐμισοτελείωσαν τὸ φαγί των, σκουπίζουν τὸ στόμα των μὲ τὴν πετσέταν, πληρώνουν καὶ φεύγουν, ὡς νὰ μὴ τοὺς συνέβη τίποτε, ἀφίνοντες ἕναν ἄλλον ν’ ἀποτελειώση τὴν μερίδα των. Ἔτσι διασῴζουν τὴν ἀξιοπρέπειάν των, χωρὶς νὰ μείνουν καὶ ἐντελῶς ἀνεκδίκητοι. Διότι γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἐντελῶς περιττὸν νὰ ἐκδικῆται καθένας χωριστὰ τὴν αἰωνίαν γυναῖκα. Δὶ’ αὐτὴν ὑπάρχουν οἱ ἐκ Θεοῦ ἀπεσταλμένοι ἐκδικηταί, ποὺ εἶναι οἱ Δὸν Ζουᾶν ὅλων των τόπων καὶ ὅλων των ἐποχῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν κάμνουν ἄλλο, παρὰ νὰ ἐκδικοῦνται διαρκῶς διὰ τὸν ἐαυτόν τους καὶ διὰ τοὺς ἄλλους.
Ἐν τούτοις, ὀφείλομεν νὰ κάμωμεν τιμητικὴν ἐξαίρεσιν διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἐπραγματοποίησε πρωτότυπον ἐκδίκησιν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν αὐτὴν τῆς κοινοτοπίας, ποὺ εἶναι αἳ Ἀθῆναι. Εἴδατε ἀπὸ τὰς ἐφημερίδας, τί ἔκαμεν ὁ μεγαλοφυὴς αὐτός. Ἐπῆγε νύκτα εἰς τὴν θύραν τῆς ἀπίστου καὶ τῆς ἐτοιχοκόλλησε μίαν ἐπιγραφήν: «Ἐδῶ ὑπάρχει εὐλογιά». Τίποτε ἄλλο! Τὸ ἄλλο πρωὶ οἱ διαβᾶται ἐπερνοῦσαν, ἐσταματοῦσαν, ἐδιάβαζαν καὶ ἔφευγαν ἔντρομοι μακρυά. O γαλατὰς δὲν ἐκτύπησε τὴν θύραν ἐκεῖνο τὸ πρωί. O μανάβης δὲν ἐσταμάτησεν. O γραμματοκομιστής, ποὺ ἔφερνε μίαν ἐρωτικὴν ἐπιστολήν, τὴν ἑξανάβαλεν εἰς τὸν σάκκον του καὶ ἔφυγεν. O νέος ἐραστής, μόλις ἐπλησίασεν εἰς τὴν γωνίαν τοῦ δρόμου καὶ πρὶν παρελάση ἀκόμη ὑπὸ τὸ θρυλικὸν παραθυρον, ἀνέκρουσε μὲ τρόπον πρύμναν καὶ δὲν ἐφάνη πλέον. Ὅταν ἡ ἄπιστος ἀντελήφθη τὴν συμφορὰν καὶ ἔστειλε νὰ ξεσχίσουν τὴν καταχθονίαν ἐπιγραφήν, ἦτο πλέον ἀργά. O προδοθεῖς ἐραστὴς εἶχεν ἐκδικηθῆ! Καὶ εἶχεν ἐκδικηθῆ κυρίως, διότι ἡ ἄπιστος τὸν ἐφαντάζετο ξεκαρδισμένον ἀπὸ τὰ γέλια εἰς μίαν γωνίαν τοῦ δρόμου, ἐν ὢ θὰ ἤθελε νὰ τὸν φαντασθῆ ἀπηγχονισμένον ἀπὸ τὴν ὀροφὴν τοῦ δωματίου του.
Ὅταν τὸν ἐρώτησαν εἰς τὴν Ἀστυνομίαν, διατὶ προέβη εἰς τὴν ἀθλίαν αὐτὴν πρᾶξιν, λέγουν ὅτι ἀπεκρίθη ἀφελέστατα:
-Ἤθελα νὰ τῆς στείλω τὴ βλογιὰ στὰ ὄμορφα μουτράκια της. Ἀφοῦ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κάμω, τῆς τὴν ἔστειλα στὴν πόρτα της. Ἃς μπολιασθῆ νὰ εἶναι ἥσυχη!
Καὶ ἡ Ἀστυνομία ἀπέλυσε τὸν ἐραστὴν καὶ ἔστειλε τὸν ἀστυίατρον νὰ ἐμβολιάση τὴν ἐρωμένην, διὰ κάθε ἐνδεχόμενον καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τῆς συνοικίας. H φάρσα καὶ ἡ ἐκδίκησις ἔλαβε τοιουτοτρόπως τὴν ὡραίαν της συνέχειαν.
~
από Τα Άπαντα, E´, Εκδοτικὸς Οίκος Χρήστου Γιοβάνη 1968
Ο
Παύλος Νιρβάνας γεννήθηκε το 1866 στην Μαριούπολη της Ρωσίας (σήμερα
ανήκει στην Ουκρανία). Το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος
Αποστολίδης και ήταν γιος του Σκοπελίτη εμπόρου Κωνσταντίου
Αποστόλου Κουμιώτη και της Μαριέτας Ράλλη της γνωστής χιώτικης
οικογένειας. Από παιδί εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον
Πειραιά όπου ολοκληρώνει την σχολική εκαπαίδευσή του. Στη συνέχεια
σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Παν. Αθηνών την περίοδο 1883-1890 και
στην συνέχεια, το 1890 κατατάχθηκε στο Βασιλικό (Πολεμικό) Ναυτικό με
τον βαθμό του ανθυπίατρου. Η σταδιοδρομία του στο ναυτικό ήταν
πετυχημένη και πριν την παραίτησή του το 1922 με τον βαθμό του αρχίατρου
είχε διατελέσει Πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του
Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών επί Ελευθερίου
Βενιζέλου.
Τόσο χρονικά όσο και από άποψη θεματολογίας και γλώσσας ανήκει στον κύκλο του Παλαμά. Ακολουθεί τον σύγχρονό του ευρωπαϊκό συμβολισμό και αισθητισμό ενώ στην γραφή του είναι έντονες και οι επιρροές του Νίτσε. Στην πεζογραφία ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1890, για να περάσει αργότερα στο μυθιστόρημα. Κυριαρχούν στοιχεία ηθογραφίας (που ήταν αρκετά δημοφιλής τότε) αλλά και ψυχογραφίας. Γλωσσικά ξεκίνησε γράφοντας στην καθαρεύουσα, στην συνέχεια χρησιμοποίησε μεικτή γλώσσα και τελικά δημοτική, πάντα όμως με ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος του.
Μετά την παραίτησή του από το Ναυτικό αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και την αρθρογραφία. Το 1923 βραβεύτηκε για το έργο του με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και το 1928 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία συνέβαλλε στην αναγνώριση λογοτεχνών όπως ο Κονδυλάκης, Ο Ξενόπουλος, ο Μελάς και ο Καββαδίας. Πέθανε το 1937 από βρογχοπνευμονία στο σπίτι του στο Μαρούσι σε ηλικία 61 ετών.