Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (Elizabeth Bishop), «Στα Ψαράδικα»

Αν και είναι ένα κρύο βράδυ,
εκεί κάτω πλάι σε κάποιο απ’ τα ψαράδικα
ένας γέροντας μπαλώνει τα δίχτυα,
το δίχτυ του σχεδόν αόρατο στο σούρουπο,
ένα βαθύ πορφυρό – καφέ
κι η σαΐτα του φθαρμένη και στιλπνή.
Ο αέρας μυρίζει τόσα έντονα μπακαλιάρο
ώστε η μυρωδιά προκαλεί σε μερικούς καταρροή και δάκρυα.
Τα πέντε ψαράδικα έχουν απόκρημνα μυτερές στέγες
και στενές σανίδες στερεωμένες με πηχάκια, γερτές επάνω
στις αποθήκες, ψηλά στ’ αετώματα,
για να μπορούν ν’ ανεβοκατεβαίνουν με ευκολία τα καρότσια.
Όλα ασημένια: η αγριεμένη επιφάνεια της θάλασσας,
καθώς φουσκώνει με αργούς κυματισμούς, λες και θα ξεχειλίσει,
είναι θαμπή, μα το ασημί χρώμα των πάγκων,
τα κοφίνια με τους αστακούς και τα κατάρτια διάσπαρτα
ανάμεσα στους άγριους μυτερούς βράχους,
διακρίνονται μέσα στο μισοσκόταδο
όπως τα μικρά παλιά κτίσματα με τα σμαραγδένια βρύα
να μεγαλώνουν στους παράκτιους τοίχους τους.
Οι μεγάλοι κάδοι των ψαριών είναι εντελώς γεμάτοι
με διαδοχικές στρώσεις από πανέμορφα λέπια ρέγκας
και τα καροτσάκια κι αυτά φορτωμένα μέχρι επάνω
με ιριδίζοντα κιτρινωπά δέρματα ψαριών,
με μικρά ιριδίζοντα έντομα που συνωστίζονται πάνω τους.
Ψηλά στη μικρή πλαγιά πίσω από τα σπίτια,
ξεχασμένο μέσα στο λιγοστό κι αραιό ζωηρό χορτάρι,
υπάρχει ένα παλιό ξύλινο βαρούλκο,
όλο ρωγμές με δύο μακριές λαβές ξεθωριασμένες
και μερικές μελαγχολικές κηλίδες, σαν αίμα που ξεράθηκε,
στα σημεία όπου το σίδερο έχει σκουριάσει.
Προσφέρω στο γέροντα ένα Lucky Strike.
Υπήρξε φίλος του παππού μου.
Κουβεντιάζουμε έτσι γενικά για την παρακμή των κατοίκων
και για το μπακαλιάρο και τη ρέγκα,
ενώ εκείνος περιμένει να γυρίσει από το ψάρεμα ένα καΐκι.
Στο σακάκι του και στον αντίχειρα γυαλιστερές πούλιες, τα λέπια.
Έχει αφαιρέσει τούτη την πρωταρχική πηγή ομορφιάς
από αμέτρητα ψάρια μ’ αυτό το παλιό μαύρο μαχαίρι,
η λεπίδα του έχει πια σχεδόν φθαρεί.

Κάτω στην άκρη του νερού, στο μέρος
όπου τραβούν τις βάρκες, ψηλά στη μεγάλη ράμπα
που κατεβαίνει μέσα στο νερό, λεπτοί ασημένιοι
κορμοί δέντρων είναι τοποθετημένοι οριζόντια
στο πλάτος γκρίζες πέτρες, κάτω και πιο κάτω
σε απόσταση τεσσάρων ή πέντε ποδιών.

Ψυχρό σκοτεινό βαθύ κι απολύτως διάφανο
στοιχείο, σ’ αντέχουν μόνο οι αθάνατοι
τα ψάρια και οι φώκιες … Μάλιστα μια απ’ αυτές
τη βλέπω εδώ πέρα κάθε βράδυ.
Φαίνεται πως της κεντρίζω την περιέργεια. Την ενδιαφέρει η μουσική.
πιστεύει και αυτή, όπως κι εγώ, στην ολική κατάδυση1
γι’ αυτό συνήθως της τραγουδώ ύμνους των Βαπτιστών,

αλλά και το «Κάστρο Απόρθητο Είναι Ο Θεός Μας»
Στέκεται όρθια στο νερό και με κοιτάζει
με βλέμμα σταθερό, κουνώντας πολύ λίγο το κεφάλι της.
Κι έπειτα εξαφανίζεται κι άξαφνα πάλι αναδύεται
στο ίδιο σχεδόν σημείο με μια κίνηση απαξίωσης
σαν ν’ αψηφά τελείως τον κίνδυνο.
Ψυχρό σκοτεινό βαθύ κι απολύτως διάφανο
το καθαρό γκρίζο παγωμένο νερό … Πίσω από μας, στο βάθος
ξεκινούν σειρές από μεγάλα κι επιβλητικά έλατα.
Με μιαν απόχρωση γαλάζιου, ένα με τη σκιά τους,
ένα εκατομμύριο Χριστουγεννιάτικα δέντρα στέκονται
προσμένοντας τα Χριστούγεννα. Το νερό μοιάζει να αιωρείται
πάνω από τις στρογγυλεμένες γκρίζες και γαλανές γκρίζες πέτρες.
Έχω δει πάλι και πάλι την ίδια θάλασσα, το ίδιο
ελαφρά αδιάφορο λίκνισμα πάνω απ’ τις πέτρες,
παγερά ανεξάρτητο πάνω απ’ τις πέτρες,
πάνω απ’ τις πέτρες και πάνω απ’ τον κόσμο.
Αν βάλεις το χέρι σου μέσα στο νερό,
ο καρπός σου αμέσως θα πονέσει,
τα κόκκαλά σου θ’ αρχίσουν κι εκείνα να πονούν και το χέρι σου θα καεί
σαν να είναι το νερό μια μεταμόρφωση φωτιάς
που τρέφεται με τις πέτρες και καίει με μια σκοτεινή γκρίζα φλόγα.
Αν ποτέ το δοκίμαζες, θα σου φαινόταν στην αρχή πικρό,
έπειτα γλυφό κι έπειτα χωρίς αμφιβολία θα σου έκαιγε τη γλώσσα.
Είναι όπως αυτό που φανταζόμαστε πως είναι η γνώση:
σκοτεινή, αρμυρή, διάφανη, αέναη, εντελώς ελεύθερη,
ανασύρεται από το ψυχρό σκληρό στόμιο
του κόσμου, πηγάζει από τα βραχώδη στέρνα
παντοτινά ρέει κι ανασύρεται κι εφόσον
η γνώση μας έχει σχέση με το χρόνο, ρέει διαρκώς και μεταβάλλεται.
~
Μετάφραση: Βικτωρία Καπλάνη

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης