Μες από στράτα απόμονη κι απόσκια,
κι από κακούς μονάχα αγγέλους στοιχειωμένη,
όπου ένα Είδωλο που το ονομάζουν νύχτα,
στητό σε μαύρο θρόνο βασιλεύει,
μόλις σ’ αυτές τις χώρες έχω φτάσει,
από τ’ απόμακρα κάταχνης μιας Θούλης
απωναν άγριο, μαγεμένο τόπο, που υπέροχος απλώνει
πάνω απ’ το διάστημα, πάνω απ’ το χρόνο.
κι από κακούς μονάχα αγγέλους στοιχειωμένη,
όπου ένα Είδωλο που το ονομάζουν νύχτα,
στητό σε μαύρο θρόνο βασιλεύει,
μόλις σ’ αυτές τις χώρες έχω φτάσει,
από τ’ απόμακρα κάταχνης μιας Θούλης
απωναν άγριο, μαγεμένο τόπο, που υπέροχος απλώνει
πάνω απ’ το διάστημα, πάνω απ’ το χρόνο.
Κοιλάδες αβυθόμετρες, κύματα αφυνιασμένα.
βάραθρα, σπήλαια και τιτάνια δάση
-όπου τα σχήματά τους δε βολεί
να τα ξεκαθαρίσει ανθρώπου μάτι
από τα δροσοδάκρυα που σταλάζουν γύρωθέ τους-
βουνά που αιώνια πέφτουνε κατάραχα
σε θάλασσες με δίχως ακρογιάλι,
θάλασσες που ακατάπαυστα φρουμάζουν
για να πυργώσουνε στους πυρωμένους ουρανούς,
και λίμνες που απέραντα ξαπλώνουνε
τ’ απόμονα νερά τους, τ’ απομόναχα νερά τους, τα νεκρά.
τα σιωπηλά νερά τους, σιωπηλά και παγωμένα
από το χιόνι των γυρτών απάνωθε τους κρίνων
Σιμά σε λίμνες που ετσιδά ξαπλώνουνε
τ’ απόμονα νερά τους, τα’ απομόναχα νερά τους τα νεκρά
τα σιωπηλά νερά τους, σιωπηλά και παγωμένα
από το χιόνι των γυρτών απάνωθε τους κρίνων,
πλάι στα βουνά και δίπλα στο ποτάμι,
που μουρμουρίζει σιγαλά, που μουρμουρίζει αδιάκοπα,
σιμά στα γκρίζα δάση, μεσ’ στους βάλτους
που λημεριάζει ο φρύνος κι η γκουστέρα,
πλάι σε βαλτόνερα φριχτά και λασποτόπια,
όπου φωλιάζουν Γκουλ.
Σ’ όλα τα πιο καταραμένα κατατόπια,
σ’ όλες τις πιο βαρύθυμες γωνιές,
ο διαβατάρης ανταμώνει τρομαγμένος,
στου παρελθόντος την αχλύ ντυμένες γνωριμίες,
σκιές σαβανωμένες που αχνοτρέμουν και στενάζουν
καθώς περνάνε δίπλα στον περάτη,
λευκοφόρες σκιές φίλων, που από χρόνια
η αγωνία τους ξανάδωσε στη Γη και στα Ουράνια.
Για την καρδιά που τα δεινά τη δέρνουνε κοπάδι,
η ώρα αυτή μαλαχτικία στέκει παρηγορήτρα.
για πνεύμα που πλανιέται μεσ’ στ’ απόσκια
αυτό …ω αυτό είναι ένα Ελντοράντο.
Μα ο διαβατάρης που περνάει
ούτε μπορεί, μήτε τολμά ανοιχτά να την κοιτάξει.
Ποτέ τους τα μυστήριά της δε γδύνονται
μπροστά στο αδύναμο ανοιχτό του ανθρώπου μάτι.
Έτσι το θέλησεν ο βασιλιάς της που δεν στρέγει
τα κροσσωτά να ολανοιχτούνε ματοκλάδια.
Κι έτσι η βαρύπονη ψυχή που πέρασε από κείθε
διάμεσα από θαμπόγυαλα τη βλέπει.
Μεσ’ από στράτα απόμονη κι απόσκια,
κι από κακούς μονάχα αγγέλους στοιχειωμένη,
όπου ένα είδωλο, που το ονομάζουν νύχτα
στητό σε μαύρο θρόνο βασιλεύει,
μόλις ξανάρθα εδώ στο σπιτικό μου,
απ’ την απόμακρη, καταχνιασμένη Θούλη…
~
Μετάφραση: Νίκος Προεστόπουλος
Μετάφραση: Νίκος Προεστόπουλος
Ο
Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809, από γονείς θεατρίνους.
Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι γονείς του πέθαναν, και ο Έντγκαρ
βρέθηκε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον
υιοθέτησε ποτέ. Οι σχέσεις του με τον πατριό του δεν ήταν ποτέ καλές,
αλλά επιδεινώθηκαν όταν ο Άλλαν ανάγκασε τον Έντγκαρ να διακόψει τις
σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν
διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1830 ο Έντγκαρ μπήκε στη
Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, απ' όπου αποπέμφθηκε τον επόμενο
χρόνο προκαλώντας επίτηδες σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.
Δούλεψε έπειτα για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες του
Ρίτσμοντ, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, για λόγους
βιοποριστικούς, αλλά κατακτώντας παράλληλα τη φήμη του έγκυρου κριτικού.
"Το Κοράκι και άλλα ποιήματα", που κυκλοφόρησε το 1845, τον καθιέρωσε
εν μια νυκτί ως συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανακουφίσει τη φτώχεια στην
οποία είχε ζήσει όλη την ως τότε ζωή του. Το 1836 παντρεύτηκε τη
δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε φυματική έντεκα χρόνια
αργότερα. Πέθανε το 1849, αλκοολικός και οπιομανής κυνηγώντας διαρκώς
το όραμα της χαμένης Βιρτζίνια, και τάφηκε δίπλα της στη Βαλτιμόρη, όπως
το επιθυμούσε.