Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα
με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,
με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;
Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη
που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;
Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;
Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;
Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;
Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα
τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,
τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,
κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,
Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;
~
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 5 (Α’ περίοδος) του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα
(9.6.1945)
με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,
με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει
κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;
Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη
που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,
των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι
σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;
Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα
με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της
και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου
εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;
Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,
τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,
τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,
και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;
Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,
νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι
του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα
θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;
Κι όλα κείνα τα νιάτα πού πήρε το ρέμα
τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,
τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,
κι’ απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,
Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει
κολυμπώντα στο φως η ελεύτερη μέρα,
θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,
να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;
~
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 5 (Α’ περίοδος) του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα
(9.6.1945)
Η Θεώνη Δρακοπούλου (Κωνσταντινούπολη, 1885 - Αθήνα, 1968) ήταν ηθοποιός
και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα. Η ποίηση ήταν
διέξοδος στον ρομαντικό και συναισθηματικό χαρακτήρα της Θεώνης
Δρακοπούλου. Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο
χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας
κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και
το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, έγραφε,
απελπισμένη, για τον έρωτα αλλά και γεμάτη αγάπη για τη φύση, ποιήματα
τα οποία διέτρεχαν το πάθος και η ειλικρίνεια. Καθοριστική για την
ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη.
Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912, η
27χρονη Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. [Βιογραφία]