Όταν κατασιγάστηκε το πάθος,
η ερωτική μας έληξε ιστορία.
Απ' της ψυχής μου ξέφυγες το βάθος
και σου 'γινα μια ξένη, μια Κυρία.
Μ' απ' της καρδιάς την ακαταστασία
κι απ' τ' αναστατωμένα τα μυαλά μου
νοιώθω πως -ω, η αιώνια τραγωδία!-
με ρύθμιζε μονάχα το αίσθημά μου.
Κι όμως για χρόνια ίσως υπάρχει ακόμα
η ξεχαρβαλωμένη μηχανή μου.
Μια μαριονέττα με ξυλένιο στόμα,
γελώ σαν μου τραβούνε το σχοινί μου.
Γράφω και στίχους, τραγουδώ τη Φύση
που απ' τα κλειστά μου τζάμια τη κοιτάζω,
αυτή, που μ' είχε απόλυτα μεθύσει
κι ακόμα απ' τ' άρωμά της ευωδιάζω!
Τη μόνωση αποφεύγω που ποθούσα,
μην ανταμώσω κει τον εαυτό μου.
(Αλήθεια, πάντα ωστόσο ανησυχούσα
γι' αυτόν τον ακατάλυτον οχτρό μου.)
Των σαλονιών ρουφώ την ατμοσφαίρα,
με θέλγουνε των κοριτσιών τα νιάτα,
τραβά τη προσοχή μου μια τσαγιέρα,
που τη κρατάν δυο χέρια ντελικάτα.
Με παίρνουν στη ταβέρνα ποιητάδες,
πίνω κρασί και σάμπως να ξεχνιέμαι,
μιλώ με θέρμη, μπαίνω στους καυγάδες
τους φιλολογικούς και λέω... και λέμε...
Κι είναι μαζί και θλιβερό κι αστείο,
να συνεχίζουμ' έτσι αυτή τη ζήση,
εμείς, που πια ξοφλήσαμε απ' το βίο,
σαν έχουμε θανάσιμα αγαπήσει!
η ερωτική μας έληξε ιστορία.
Απ' της ψυχής μου ξέφυγες το βάθος
και σου 'γινα μια ξένη, μια Κυρία.
Μ' απ' της καρδιάς την ακαταστασία
κι απ' τ' αναστατωμένα τα μυαλά μου
νοιώθω πως -ω, η αιώνια τραγωδία!-
με ρύθμιζε μονάχα το αίσθημά μου.
Κι όμως για χρόνια ίσως υπάρχει ακόμα
η ξεχαρβαλωμένη μηχανή μου.
Μια μαριονέττα με ξυλένιο στόμα,
γελώ σαν μου τραβούνε το σχοινί μου.
Γράφω και στίχους, τραγουδώ τη Φύση
που απ' τα κλειστά μου τζάμια τη κοιτάζω,
αυτή, που μ' είχε απόλυτα μεθύσει
κι ακόμα απ' τ' άρωμά της ευωδιάζω!
Τη μόνωση αποφεύγω που ποθούσα,
μην ανταμώσω κει τον εαυτό μου.
(Αλήθεια, πάντα ωστόσο ανησυχούσα
γι' αυτόν τον ακατάλυτον οχτρό μου.)
Των σαλονιών ρουφώ την ατμοσφαίρα,
με θέλγουνε των κοριτσιών τα νιάτα,
τραβά τη προσοχή μου μια τσαγιέρα,
που τη κρατάν δυο χέρια ντελικάτα.
Με παίρνουν στη ταβέρνα ποιητάδες,
πίνω κρασί και σάμπως να ξεχνιέμαι,
μιλώ με θέρμη, μπαίνω στους καυγάδες
τους φιλολογικούς και λέω... και λέμε...
Κι είναι μαζί και θλιβερό κι αστείο,
να συνεχίζουμ' έτσι αυτή τη ζήση,
εμείς, που πια ξοφλήσαμε απ' το βίο,
σαν έχουμε θανάσιμα αγαπήσει!
Η Θεώνη Δρακοπούλου (Κωνσταντινούπολη, 1885 - Αθήνα, 1968) ήταν ηθοποιός
και ποιήτρια, γνωστή και με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα. Η ποίηση ήταν
διέξοδος στον ρομαντικό και συναισθηματικό χαρακτήρα της Θεώνης
Δρακοπούλου. Είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες φυσιογνωμίες στο
χώρο της νεοελληνικής ποίησης. Το ποιητικό έργο της Μυρτιώτισσας
κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και
το δίπτυχο έρωτας-θάνατος. Άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, έγραφε,
απελπισμένη, για τον έρωτα αλλά και γεμάτη αγάπη για τη φύση, ποιήματα
τα οποία διέτρεχαν το πάθος και η ειλικρίνεια. Καθοριστική για την
ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη.
Μετά τον δραματικό θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Δρίσκου το 1912, η
27χρονη Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. [Βιογραφία]