Στης γειτονιάς της φτωχικής
γυρίζει ο νους μου τα στενά,
τα λυπημένα δειλινά
στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
το μαραμένο θηλυκό
δίχως ελπίδα και μιλιά
ποτίζει το βασιλικό.
γυρίζει ο νους μου τα στενά,
τα λυπημένα δειλινά
στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
το μαραμένο θηλυκό
δίχως ελπίδα και μιλιά
ποτίζει το βασιλικό.
Κανείς διαβάτης δεν περνά,
κανένα αυτή δεν καρτερεί
που στο μπαλκόνι ορθή φορεί
το γιορτινό της το γκρενά.
Σα μοίρα κάθεται μία γριά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού…
Καμπάνα ακούγεται μακριά…
Στο σύννεφο το βυσσινί
θα πέσει ο ήλιος να κρυφτεί.
Ψαλμός ακούγεται η φωνή
του τελευταίου πραματευτή.
Όλα σταμάτησαν εκεί.
Αργεί πολύ να ῾ρθεί η βραδιά…
Πως έχω την ψυχή βαριά,
Το δειλινό την Κυριακή!
~
Από την ποιητική συλλογή «Τα θεία δώρα»,
εκδόσεις της Εστίας (1976)
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι, 1877 – Αθήνα, 1940) ήταν λογοτέχνης,
ποιητής, πολιτικός, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης και
ακαδημαϊκός, υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στο γλωσσικό ζήτημα. Η
πρώτη εμφάνιση του Παπαντωνίου στα γράμματα έγινε με σατιρικούς στίχους,
τους οποίους είχε γράψει όταν ήταν ακόμη μαθητής και είχαν δημοσιευτεί
στο βραχύβιο σατιρικό περιοδικό Αἱ Μηχανορραφίαι, με τον Νικόλαο
Κουντουριώτη και Ιωάννη Δεληκατερίνη.Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν ένας
ευαίσθητος, άμεσος και αληθινός άνθρωπος. Με ηθικές αξίες πραγματικά
ρεαλιστικές και απόλυτα αποδεκτές από την κοινωνία, γι’ αυτό και όλα τα
γραπτά του είναι διαχρονικά και αγγίζουν τις ευαισθησίες όλων των
κοινωνικών στρωμάτων. Η αγάπη του προς τα φυτά, τα ζώα, τη φύση και προ
παντός τα παιδιά είναι πολύ μεγάλη. Μεγάλο ευτύχημα για τα παιδιά ήταν
το αναγνωστικό του τα Ψηλά Βουνά. Ήταν το καλύτερο και περιεκτικότερο
στην ιστορία των νεοελληνικών αναγνωστικών και εξακολουθεί να παραμένει.
Πολλές από τις εικόνες και τις σκηνές που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό
είναι βιώματά από τη ζωή του στη Γρανίτσα. Σε πολλά από τα ποιήματά του
και τα έργα του αναφέρεται στη Ρούμελη και το Καρπενήσι, υμνώντας τα
ψηλά βουνά και τις φυσικές τους ομορφιές, για τα οποία έτρεφε κρυφή
λαχτάρα [Βιογραφία]